1. Ιστορικό πλαίσιο
Οι συζητήσεις περί των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, και περί της μεταξύ τους σχέσης απέκτησαν ιδιαίτερη ένταση τον 5ο αιώνα με την αντιπαράθεση ανάμεσα στους θεολόγους των Σχολών Αντιοχείας και Αλεξανδρείας.1 Η Σχολή της Αλεξάνδρειας είχε χαρακτήρα περισσότερο μυστικιστικό και έμενε πιστή στις χριστολογικές απόψεις του Μεγάλου Αθανασίου, που εμπλουτίστηκαν αργότερα από τους τρεις Καππαδόκες θεολόγους, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και τον Γρηγόριο Νύσσης. Εκτός από τη μεγάλη πνευματική της επιρροή, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας διέθετε και σημαντικό πλούτο, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο για την προβολή των ιδεών της.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός (406-425), διάδοχος του Αρσακίου, ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τα διοικητικά προβλήματα της Εκκλησίας παρά για τις δογματικές έριδες. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β', μετά το θάνατο του Σισιννίου (426-427), διαδόχου του Αττικού, ανέδειξε στον πατριαρχικό θρόνο τον φανατικό κληρικό από τη Συρία Νεστόριο. Με την ενθρόνιση του Νεστορίου στην έδρα της Κωνσταντινούπολης εγκαινιάσθηκε μία νέα εποχή έντονων δογματικών συγκρούσεων και εκκλησιαστικών αντιζηλιών και αναζωπυρώθηκε η παλιά θεολογική έριδα μεταξύ Αντιοχείας2 και Αλεξανδρείας σχετικά με τη φύση του Χριστού.
Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος κατόρθωσε να συμπαρασύρει εναντίον του Νεστορίου τον πάπα Καιλεστίνο, την αυγούστα Πουλχερία και το ίδιο το ποίμνιο του επισκόπου της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης). Ο Κύριλλος διατύπωσε τις απόψεις του στους «αναθεματισμούς» του και προκάλεσε τη διαμαρτυρία των θεολόγων της Aντιόχειας.3 Υπέρ του Νεστορίου, εκτός από τους εκπροσώπους της Αντιόχειας και τον πατριάρχη Ιωάννη, τάχθηκαν μόνο η αυγούστα Ευδοκία μαζί με τον αυτοκράτορα. Έτσι το 431, για την επίλυση της δογματικής διαφοράς ο Θεοδόσιος Β' αποφάσισε να συγκαλέσει σύνοδο στην Έφεσο.4
2. Τα χριστολογικά και μαριολογικά διακυβεύματα της Εφέσου
Ο Κύριλλος και ο Νεστόριος συμφωνούσαν πως ο Χριστός είναι τέλειος Θεός, ένα πρόσωπο από την Αγία Τριάδα, αλλά διαφοροποιούνταν στην αντίληψή τους για την ανθρώπινη φύση του και στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευαν την ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση σ’ ένα μοναδικό πρόσωπο. Οι δύο πατέρες εκπροσωπούσαν διαφορετικές παραδόσεις ή θεολογικές σχολές. Ο Νεστόριος, του οποίου οι απόψεις στηρίζονταν στη διδασκαλία των θεολόγων της θεολογικής σχολής της Αντιόχειας Διοδώρου Τύρου και Θεοδώρου Μοψουεστίας, υποστήριζε μεν την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, αλλά τόνιζε με τέτοια έμφαση τη διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπινη και θεϊκή φύση ώστε να κινδυνεύει να καταλήξει σε δύο ξεχωριστά πρόσωπα, ανθρώπινο και θεϊκό, που συνυπήρχαν απλώς στο ίδιο σώμα. Αντίθετα ο Κύριλλος, που είχε ως αφετηρία και υπερασπιζόταν την αντίθετη, αλεξανδρινή παράδοση, έδινε έμφαση στην ενότητα του προσώπου του Χριστού και όχι στη διάκριση ανάμεσα στις δύο φύσεις του, οπότε δεν επέμενε τόσο έντονα όσο οι Αντιοχείς στην ανθρώπινη φύση του Ιησού.5 Και οι δύο αυτές απόψεις, πάντως, αν έφταναν στα άκρα, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αίρεση, πράγμα που συνέβη στην περίπτωση του Νεστορίου.
Ο Νεστόριος υποδαύλισε ακόμα περισσότερο τη διαμάχη αρνούμενος να ονομάσει την Παναγία Θεοτόκο (μητέρα του Θεού). Η λαϊκή ευσέβεια είχε ήδη υιοθετήσει αυτή την προσωνυμία, η οποία, σύμφωνα με τον Νεστόριο, δημιουργούσε σύγχυση μεταξύ της ανθρώπινης και της θείας φύσης του Χριστού. Η Παναγία, όπως ισχυριζόταν ο Νεστόριος –και εδώ φαίνεται όλη η αντιοχειανή «διασπαστικότητά» του– θα πρέπει να ονομάζεται μόνο «Ανθρωποτόκος», ή το πολύ «Χριστοτόκος», επειδή είναι μητέρα μόνο της ανθρώπινης φύσης του Χριστού και όχι της θεϊκής του.
Ο Κύριλλος, με την υποστήριξη της Συνόδου, απάντησε με το κείμενο «Ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Κατά Ιωάν. 1, 14): η Παναγία είναι Θεοτόκος επειδή «γέννησε τον Λόγο του Θεού που έγινε Σαρξ».6 Η Παναγία κατά τον Κύριλλο δεν γέννησε έναν άνθρωπο τυπικά ενωμένο με το Θεό, αλλά ένα μοναδικό και αδιαίρετο πρόσωπο, που είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος. Το όνομα Θεοτόκος περιφρουρεί την ενότητα του προσώπου του Χριστού: η μη αποδοχή ενός τέτοιου τίτλου σημαίνει ότι δεν γίνεται αποδεκτός ο Ενσαρκωμένος Χριστός ως τέλειος θεός και ταυτόχρονα τέλειος άνθρωπος. Η εισαγωγή όμως ενός τέτοιου διαχωρισμού στο εσωτερικό του προσώπου του Χριστού υπονομεύει το σωτηριολογικό περιεχόμενο της ενσάρκωσης, καταστρέφοντας τη γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρωπότητας.7 Τελικά, η Σύνοδος της Εφέσου δεν ασχολήθηκε απλώς με προσωνυμίες και τίτλους ενδεικτικούς της λαϊκής ευσέβειας, αλλά και με την αποκρυστάλλωση του δόγματος της ενσάρκωσης και του σωτηριολογικού της περιεχομένου: στο πλαίσιο αυτό, ο όρος Θεοτόκος αποκτά την ίδια σημασία που είχε για το τριαδολογικό ζήτημα ο όρος «ομοούσιος»8 (ο όρος δηλαδή που εξέφραζε την ταυτότητα της ουσίας, και άρα την ενότητα της Τριάδας, παρά τη διάκριση τριών προσώπων στο εσωτερικό της).
3. Η Σύνοδος
Η επιλογή της μητρόπολης της διοίκησης Ασίας για τη Σύνοδο περιόριζε ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες επιβολής των Νεστοριανών, καθώς οι επίσκοποι της Μ. Ασίας έφεραν βαρέως την υπαγωγή τους στον σχετικά νεότερο θρόνο της Νέας Ρώμης, και ως εκ τούτου ήταν αρνητικά διακείμενοι προς το δόγμα της πρωτεύουσας. Εκτός από τα πρακτικά της Συνόδου,9 λεπτομέρειες για τα δραματικά γεγονότα του 431 δίνει και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία.10
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ δεν παρέστη στη Σύνοδο. Οι συμμετέχοντες επίσκοποι ήταν συνολικά 198, όμως μόνο 68 από αυτούς διαμαρτυρήθηκαν κατά του Κυρίλλου. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Συνόδου ήταν τρομοκρατημένοι από τους 50 φανατικούς μοναχούς από την Αίγυπτο που συνόδευαν τον πατριάρχη Κύριλλο, και οι περισσότεροι επίσκοποι καταδίκασαν σε καθαίρεση και αφορισμό τον Νεστόριο στις 21 Ιουνίου του 431, χωρίς καν να περιμένουν την άφιξη της αποστολής του πατριαρχείου Αντιοχείας, οι οποίοι καθυστέρησαν κατά την έλευσή τους. Ο ίδιος ο Νεστόριος καταδικάσθηκε στην ουσία ερήμην, καθώς δεν πρόλαβε να παρουσιασθεί στη Σύνοδο και δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπισθεί τις απόψεις του.
Στη συνέχεια ο Νεστόριος, με την υποστήριξη του κόμητος των δομεστίκων Κανδιδιανού, εκπροσώπου του Θεοδοσίου Β', οργάνωσε αντισύνοδο στις 27 Ιουνίου και με τη σειρά του καθαίρεσε και αφόρισε τον Κύριλλο και τον επίσκοπο της Εφέσου Μέμνονα. Ήταν όμως πλέον αργά για αντεπίθεση. Στο μεταξύ στην Έφεσο έφτασαν οι απεσταλμένοι του πάπα και συντάχθηκαν με τον Κύριλλο. Το σπουδαιότερο εντούτοις ήταν ότι ο πατριάρχης Αλεξανδρείας μοίρασε αφειδώς τεράστια ποσά στους αξιωματούχους της αυλής, με αποτέλεσμα η θέση των ανακτόρων να αλλάξει ριζικά. Αρχικά ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος επικύρωσε την καθαίρεση του Κυρίλλου και του Μέμνονα, στη συνέχεια όμως καθαίρεσε τον προστατευόμενό του Νεστόριο και ανέδειξε στον επισκοπικό θώκο της Κωνσταντινούπολης τον Μαξιμιανό (431-434), ενώ παράλληλα αποκατέστησε τους επισκόπους Αλεξανδρείας και Εφέσου στις έδρες τους. Από τον Νεστόριο κράτησε διπλωματικά αποστάσεις και ο Ιωάννης Αντιοχείας, μολονότι αρχικά δεν είχε δεχτεί τις αποφάσεις της Συνόδου της Εφέσου.
Ο Νεστόριος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και κατέφυγε περί το 435 στην Αντιόχεια,11 όμως από εκεί εξορίστηκε σε κάποια όαση της Αιγύπτου όπου και πέθανε το 451. Η επικράτηση της Αλεξάνδρειας επί της Κωνσταντινούπολης ήταν αξιοσημείωτη. Η Αντιόχεια από την άλλη κατάφερε, χάρη στη διπλωματική μεταστροφή του πατριάρχη της και ύστερα από ένα σύντομο σχίσμα, να συμφιλιωθεί τελικά με τον Κύριλλο και με τον νέο πάπα Ρώμης Σέξτο Γ' (432-440) το 433.
4. Αποτίμηση και συνέπειες
Το γεγονός ότι ο Θεοδόσιος Β' δεν έλαβε μέρος στη Σύνοδο φανερώνει την αρχική θέση της κεντρικής εξουσίας να μην αναμειγνύεται άμεσα στα εκκλησιαστικά. Ο αυτοκράτορας ανέθεσε την παρακολούθηση του θέματος στον αξιωματούχο Φλάβιο Κανδιδιανό, ο οποίος ωστόσο δεν κατόρθωσε να επέμβει ουσιαστικά στη διαδικασία διεξαγωγής της Συνόδου. Καθοριστικός στη λήψη των αποφάσεων ήταν ο ρόλος του πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ο Κύριλλος ανέλαβε την προεδρία της Συνόδου και είχε στο πλευρό του μια μερίδα ακραίων μοναχών από την Αίγυπτο που συνέβαλαν στη δημιουργία μιας καταπιεστικής ατμόσφαιρας. Όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο εξηγούν γιατί δεν πήγαν εγκαίρως ο Νεστόριος και ο οπαδός του ο Ιωάννης Αντιοχείας στη Σύνοδο. Στην ουσία όμως δεν άργησε ο Νεστόριος, αλλά βιαζόταν ο Κύριλλος.
Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος έθεσε θεολογικά θέματα που δεν τα κατανοούσαν πλήρως πολλοί από τους κληρικούς και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι τις αποφάσεις της Συνόδου τις υπέγραψαν μόνο 198 πατέρες. Αρκετοί μάλιστα, κυρίως από τις ανατολικές περιοχές, προσχώρησαν στον Νεστόριο, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις της Εφέσου να μην γίνουν δεκτές παντού. Ο Κανδιδιανός επίσης διαμαρτυρήθηκε κατά των αποφάσεων της Συνόδου ενώπιον του αυτοκράτορα.12 Ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσπάθησε εκ των υστέρων να παίξει συμφιλιωτικό ρόλο, και με το Ενωτικό13 συγκάλεσε τους συμμετέχοντες μετά τη λήξη της Συνόδου στη Χαλκηδόνα. Η προσπάθειά του όμως δεν απέδωσε.14 Στη συνέχεια ο Θεοδόσιος προέβη σε ενεργά μέτρα και έκανε διαβουλεύσεις με τον πάπα, παρά την αρνητική στάση του Κυρίλλου για το Ενωτικό και γενικά για τις προσπάθειες συμφιλίωσης. Τελικά, όπως προαναφέραμε, το σχίσμα ανάμεσα στην Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια έληξε το 433, αλλά η θεολογική γραμμή του Κυρίλλου υπερίσχυσε πλήρως.
Μετά το θάνατο του Κυρίλλου το 444, τον αγώνα κατά της σχολής της Αντιοχείας τον ανέλαβε ο διάδοχός του Διόσκορος Αλεξανδρείας και ο κύκλος του. Ωστόσο ο αντινεστοριανικός ζήλος του αρχιμανδρίτη Ευτυχούς, φίλου του Διοσκόρου στην Κωνσταντινούπολη, τον οδήγησε σε μια επικίνδυνη προσέγγιση της μονοφυσιτικής αίρεσης του Απολλιναρίου, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί ως αιρετικός από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 448. Το ζήτημα ανακινήθηκε τον επόμενο χρόνο και τέθηκε στην κρίση νέας Συνόδου στην Έφεσο, που συγκλήθηκε από τον Θεοδόσιο Β΄ ως Οικουμενική, υπό την προεδρία του ίδιου του Διοσκόρου (449). Η Σύνοδος αυτή, που είχε στόχο την αποκατάσταση του Ευτυχούς και την καταδίκη του αντιπάλου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, έμεινε τελικά γνωστή ως «ληστρική», όπως την ονόμασαν ο σύγχρονός της πάπας και οι Ιταλοί επίσκοποι. Η διδασκαλία του Ευτυχούς καταδικάστηκε οριστικά ως αίρεση τρία χρόνια αργότερα, στην Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451).
Η διδασκαλία του Νεστορίου είχε μεγάλη διάδοση στους χριστιανούς της Συρίας. Για να αποφύγουν τους διωγμούς, αρκετοί από αυτούς κατέφυγαν στο περσικό βασίλειο και ίδρυσαν θεολογική σχολή στη Νίσιβη. Το Βυζάντιο θεώρησε εχθρική την ενέργεια αυτή των Σύριων νεστοριανών και γι’ αυτό εκείνοι κέρδισαν την ανοχή των Περσών. Μέχρι σήμερα υπάρχουν χριστιανοί που ανήκουν στην Εκκλησία της Ανατολής (συχνά αποκαλούμενοι λανθασμένα «Νεστοριανοί») που δεν δέχονται τις αποφάσεις της Εφέσου και που θεωρούν ότι είναι λανθασμένη η χρήση του ονόματος «Θεοτόκος» για την Παναγία.15
5. Εικονογραφία
Οι απεικονίσεις της Συνόδου της Εφέσου ακολουθούν το εικονογραφικό σχήμα που επικρατεί κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Σε εξέχουσα θέση τοποθετείται πάντα ένθρονος ο αυτοκράτορας ως προεδρεύων, παρόλο που ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ δεν είχε στην πραγματικότητα λάβει μέρος στη Σύνοδο. Ο όμιλος των αμφιθεατρικά καθισμένων επισκόπων εικονίζεται απέναντι από τον αυτοκράτορα, ενώ οι οπαδοί του Νεστορίου (συνήθως συνοδευόμενοι από επιγραφή που τους κατονομάζει ως αιρετικούς) στέκονται πίσω από τους επισκόπους. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η Σύνοδος της Εφέσου εντάσσεται μάλλον σπάνια στο εικονογραφικό πρόγραμμα των βυζαντινών ναών.16
Στους Μεταβυζαντινούς χρόνους εμφανίζονται ορισμένες μικρές αλλαγές στην εικονογραφία της Συνόδου του 431. Σύμφωνα με την περιγραφή του Διονυσίου εκ Φουρνά, που συνέταξε ένα θεματολόγιο της μεταβυζαντινής ζωγραφικής υπό μορφήν περιγραφών για να χρησιμεύσει ως οδηγός για τους αγιογράφους, στην απεικόνιση της Συνόδου της Εφέσου κεντρική θέση έχει το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεοδόσιος Β΄ (ή, όπως τον ονόμαζαν το 18ο αιώνα, «ο Μικρός») και ο Νεστόριος εμφανίζονται και αυτοί στις παραστάσεις του γεγονότος, παρότι κανείς τους δεν ήταν παρών στην ίδια τη Σύνοδο του 431. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι οι οπαδοί του Νεστορίου εικονίζονται με διαβόλους στους ώμους τους, που προσωποποιούν την αμαρτία και την αίρεση.17
1. Δεληκωστοπούλου, Αθ., Θεολογία, Δημιουργοί και ορόσημα (Αθήναι 1973), σελ. 41-58. 2. Για την ιστορία του πατριαρχείου Αντιοχείας, βλ. Devreesse, R., Le patriarcat d’ Antioche depuis la paix de l’ Eglise jusqu’ à la conquête arabe (Paris 1945). 3. Ανασκευή των αναθεματισμών επιχείρησε ο Θεοδώρητος, επίσκοπος Κύρου. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή ιστορία Α΄ (Θεσ/νίκη 1992), σελ. 209. Τα έργα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας έχουν εκδοθεί από τον J. P. Migne στους τόμους 68-77 της Patrologia Graeca. 4. Ιστορία του Ελληνικού έθνους Ζ' (Αθήνα, 1980), σελ. 113. 5. Liebaert, J., La doctrine christologique de saint Cyrille d’ Alexandrie avant la Querelle Nestorienne (Paris 1951). 6. Βλ. το πρώτο από τα 12 Αναθέματα του Κυρίλλου. 7. Kerrigan, A., St. Cyril of Alexandria, Interpreter of the Old Testament (London 1952), σελ. 13-18. 8. Ware, K., Η Ορθόδοξη εκκλησία (Αθήνα 1996), σελ. 47-48. 9. Τα πρακτικά της Συνόδου έχουν εκδοθεί στο Schwartz, Ed., Acta Conciliorum Oecumenicorum I: I-V, Concilium Universale Ephesinum a. 431 (Berolini et Lipsiae 1922-1930). Βλ. επίσης Camelot, Th., Histoire des conciles oecumeniques, Ephese et Chalcedoine (Paris 1962). 10. Patrologia Graeca 67, στήλ. 29-842. 11. Ο Ποσνώφ αναφέρει την Πέτρα Αραβίας· η πληροφορία του είναι από τον Ευάγριο, Εκκλησιαστική ιστορία Ι:7. Βλ. Posnov, M., Istorija na hristianskata carkva 2 (Sofia, 1993), σελ. 239. 12. Posnov, M., Istorija na hristianskata carkva 2 (Sofia, 1993), σελ. 229-234. 13. Posnov, M., Istorija na hristianskata carkva 2 (Sofia, 1993), σελ. 240-241. 14. Βλ. τα λόγια του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β' στο Mansi IV, 1465. 15. Ware, K., Η Ορθόδοξη εκκλησία (Αθήνα 1996), σελ. 53. 16. Για την εικονογραφία των Οικουμενικών Συνόδων γενικά, βλ. Walter, C., L'iconographie des Conciles dans la tradition byzantine (Paris 1970), σελ. 239-251 καθώς και 51, 82 και 112 για ορισμένα παραδείγματα απεικόνισης της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου σε χειρόγραφα και βυζαντινούς ναούς. 17. Διονυσίου εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης (Πετρούπολη 1909), σελ. 172.
|
|
|