Νομισματοκοπείο Κυζίκου

1. Εισαγωγή

Το νομισματοκοπείο της Κυζίκου ιδρύθηκε επί Ιουστίνου Α΄ (518-527), προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγή χάλκινων εκδόσεων των οποίων η ζήτηση είχε αυξηθεί ύστερα από την εξοικείωση του κοινού με το νέο σύστημα που εισήγαγε ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) το 498.1 Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, η οποία διακόπηκε αρκετές φορές, περιορίστηκε σε κοπές χάλκινων νομισμάτων. Οι τελευταίες εκδόσεις του χρονολογούνται το 629/630 επί Ηρακλείου (610-641). Η παραγωγή του είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή του γειτονικού νομισματοκοπείου της Νικομήδειας, ενώ και τα δύο ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές τα πρότυπα του νομισματοκοπείου της πρωτεύουσας.

2. Παραγωγή

Το νομισματοκοπείο της Κυζίκου –όπως και αυτό της Νικομήδειας– αποτελούνταν σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας του από δύο εργαστήρια, τα οποία παρήγαν κυρίως φόλλεις και εικοσανούμμια, αλλά και μικρότερες υποδιαιρέσεις (δεκανούμμια, πεντανούμμια), καθώς και τριακοντανούμμια επί Τιβερίου Β´ (578-582) και Φωκά (602-610). Το σύνηθες διακριτικό του νομισματοκοπείου ήταν ΚΥΖ ή ΚΥ, συχνά όμως στα εικοσανούμμια το αρχικό Κ αντικαθίστατο από το διακριτικό της αξίας (εικ. 1).2

Παρότι, όπως αναφέραμε ήδη, τα δύο νομισματοκοπεία της Προποντίδας, της Κυζίκου και της Νικομήδειας, ήταν στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, η παραγωγή της Νικομήδειας ήταν τουλάχιστον διπλάσια από αυτή της Κυζίκου, όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα που βασίστηκε στους βαλκανικούς και μικρασιατικούς θησαυρούς της περιόδου 491-713. Αυτό φαίνεται να σχετιζόταν με τη μεγάλη στρατιωτική σημασία της διοίκησης Πόντου, την οποία προμήθευε το νομισματοκοπείο της Νικομήδειας.3 Ο δευτερεύων/συμπληρωματικός ρόλος της Κυζίκου είναι εμφανής και στις συχνές διακοπές στη λειτουργία του.

3. Κοπές

3.1. Ιουστίνος Α΄ (518-527)

Στην πρώτη φάση λειτουργίας του το νομισματοκοπείο παρήγε μόνο φόλλεις και εικοσανούμμια. Αρχικά τα προϊόντα των δύο εργαστηρίων του διακρίνονταν με μυστικά διακριτικά (π.χ. αστερίσκος), σύντομα όμως εισήχθησαν τα κανονικά διακριτικά των εργαστηρίων: Α και Β αντίστοιχα. Η παραγωγή πρέπει να άρχισε αρκετά νωρίς στη βασιλεία του Ιουστίνου –πιθανότατα πριν από την αλλαγή ινδικτιώνας το 522– και μολονότι υπάρχουν πέντε τύποι φόλλεων, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τη σπανιότητά τους, οι κοπές πρέπει να ήταν μικρής κλίμακας.4

Προς το τέλος της βασιλείας του Ιουστίνου, τόσο στην Κύζικο όσο και στη Νικομήδεια εμφανίζονται φόλλεις που φέρουν το έτος της ινδικτιώνας. Γνωρίζουμε 20 τέτοιες φόλλεις από το νομισματοκοπείο της Κυζίκου, οι οποίες χρονολογούνται στο τέταρτο (525/526) και το πέμπτο έτος της ινδικτιώνας (526/527), όπως δείχνουν οι επιγραφές INSΔ και INSΕ (εικ. 2) αντίστοιχα.5 Δεν είναι σαφές εάν επρόκειτο για πειραματικές κοπές ή προορίζονταν για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό.6

Κατά τη σύντομη περίοδο της συμβασιλείας του Ιουστίνου Α΄ και του Ιουστινιανού Α΄ (527) παρήχθησαν μόνο φόλλεις που έφεραν την προτομή του Ιουστίνου, αλλά ανέφεραν το συναυτοκράτορα στη συνοδευτική επιγραφή. Πρόκειται για τις τελευταίες εκδόσεις του νομισματοκοπείου Κυζίκου πριν από τη νομισματική μεταρρύθμιση του 538/539.7

3.2. Ιουστινιανός Α΄ (527-565)

Ύστερα από ενδεκάχρονη διακοπή της λειτουργίας του το νομισματοκοπείο της Κυζίκου επαναλειτουργεί το 538/539, προκειμένου να συνδράμει στη νομισματική μεταρρύθμιση του Ιουστινιανού, η οποία μεταξύ των άλλων οδηγεί στην αύξηση του βάρους των φόλλεων και στη χρονολόγηση των νομισμάτων με την αναγραφή του έτους βασιλείας.8 Όπως και το νομισματοκοπείο της Νικομήδειας, η Κύζικος παρήγε πολύ μεγάλες ποσότητες φόλλεων και εικοσανουμμίων (εικ. 1) την περίοδο 539/540-545/546 (13ο με 19ο έτος βασιλείας του Ιουστινιανού), οι κοπές όμως διακόπτονται το 557/558.9 Παράλληλα αρχίζουν για πρώτη φορά οι κοπές δεκανουμμίων και πεντανουμμίων, οι οποίες συνεχίζονται έως το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού.10

3.3. Ιουστίνος Β΄ (565-578) – Φωκάς (602-610)

Κατά το πρώτο έτος βασιλείας του Ιουστίνου Β΄ το νομισματοκοπείο Κυζίκου, όπως και αυτά της Κωνσταντινούπολης και της Νικομήδειας, έκοψε μόνο δεκανούμμια. Τα επόμενα όμως δύο χρόνια άρχισε την έκδοση και άλλων υποδιαιρέσεων (από φόλλεις έως πεντανούμμια).11 Οι δύο μεγαλύτερες παρίσταναν στον εμπροσθότυπο ένθρονο το αυτοκρατορικό ζεύγος, ενώ τα δεκανούμμια και τα πεντανούμμια έφεραν, λόγω μεγέθους, μόνο το πορτρέτο του αυτοκράτορα.12

Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου Β΄ (578-582) το νομισματοκοπείο της Κυζίκου παρέμεινε ανενεργό. Επαναλειτούργησε το 578/579-579/580 εκδίδοντας την πλήρη σειρά από τις υποδιαιρέσεις, στην οποία προστέθηκαν και τριακοντανούμμια (εικ. 3), ενώ οι ελληνικοί αριθμοί (Μ, Κ, Ι, Ε) των διακριτικών της αξίας αντικαταστάθηκαν από λατινικούς ακολουθώντας πιστά το πρότυπο των κοπών της Κωνσταντινούπολης.13 Για το λόγο αυτό η απόδοση στα τρία κεντρικά νομισματοκοπεία (Κωνσταντινούπολη, Νικομήδεια, Κύζικος) των δεκανουμμίων και πεντανουμμίων, που δε φέρουν τα διακριτικά του νομισματοκοπείου, είναι δυσχερής.14

Επί Μαυρικίου (582-602) το νομισματοκοπείο λειτούργησε κανονικά και συνέχισε την έκδοση των ίδιων υποδιαιρέσεων –εκτός των τριακοντανουμμίων– με βάση τα εικονογραφικά πρότυπα της Κωνσταντινούπολης, που ωστόσο ακολουθούνται από την Κύζικο με μικρή καθυστέρηση.15 Ο Φωκάς, τέλος, επανέφερε τις κοπές τριακοντανουμμίων, σύμφωνα με το παράδειγμα του Τιβερίου Γ΄.16

3.4. Ηράκλειος (610-641)

Η βασιλεία του Ηρακλείου σημαδεύει το τέλος των κοπών στην Κύζικο, καθώς και στα νομισματοκοπεία της Νικομήδειας και της Θεσσαλονίκης.17 Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας αυτής το νομισματοκοπείο Κυζίκου εξέδωσε φόλλεις, εικοσανούμμια και δεκανούμμια. Η περσική κατάκτηση όμως της Μικράς Ασίας διέκοψε τις κοπές το 614/615. Το νομισματοκοπείο επαναλειτούργησε την περίοδο 626-629/630 με εκδόσεις φόλλεων και εικοσανουμμίων, έκλεισε όμως οριστικά το 629/630.18




1. Την ίδια περίοδο ανοίγουν και τα νομισματοκοπεία Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρείας. Hahn, W. Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius IJustinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 33.

2. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 64.

3. Morrisson, C. –  Popović, V. – Ivanišević, V. κ.ά., Les trésors monétaires byzantins des Balkans et d’Asie Mineure (491-713) (Réalités byzantines 13, Paris 2006), σελ. 54.

4. Hahn, W. Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius IJustinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 36· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 38· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 64.

5. Η συντομογραφία ΙΝS αντιστοιχεί στη λατινική γενική indictionis.

6. Hahn, W. Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius IJustinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 35-36· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 38. Ο Grierson ωστόσο αμφιβάλλει για το αν όντως πρόκειται για χρονολογήσεις με βάση την ινδικτιώνα. Βλ. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 64.

7. Hahn, W. Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius IJustinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 41.

8. Για τη μεταρρύθμιση αυτή βλ. ενδεικτικά Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 60-61.

9. Hahn, W. Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius IJustinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 60· Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 64-65· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 64.

10. Hahn, W. Metlich, M.A., Money of the Incipient Byzantine Empire (Anastasius IJustinian I, 491-565) (Veröffentlichungen des Instituts für Numismatik und Geldgeschichte der Universität Wien 6, Wien 2000), σελ. 60.

11. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι για τη συγκεκριμένη βασιλεία η παραγωγή του νομισματοκοπείου της Νικομηδείας ήταν τριπλάσια από αυτή της Κυζίκου. Morrisson, C. –  Popović, V. – Ivanišević, V. κ.ά., Les trésors monétaires byzantins des Balkans et d’Asie Mineure (491-713) (Réalités byzantines 13, Paris 2006), σελ. 54.

12. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 116-117.

13. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 141-142.

14. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 141-142· Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 65.

15. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 164.

16. Hahn, W., Zur Münzprägung des frühbyzantinischen Reiches. Anastasius I. bis Phocas und Heraclius-Revolte, 491-610 (Wien 2005), σελ. 191.

17. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 105-106.

18. Grierson, P., Byzantine Coins (London 1982), σελ. 116-117.