Ίσαυρα Παλαιά

1. Όνομα

Πρόκειται για την κυριότερη πόλη της Ισαυρίας. Ταυτίζεται με τα ερείπια στο ύψωμα Zengibar Kalesi, που βρίσκονται 10 χλμ. ανατολικά του Bozkır και 75 χλμ. νοτιοδυτικά της πόλης Konya (αρχαίο Ικόνιον). Αρχικά φαίνεται ότι η πόλη ονομαζόταν Ίσαυρα, ενώ το επίθετο Παλαιά, το οποίο εμφανίζεται πρώτη φορά τον 1ο αι. π.Χ., προστέθηκε περίπου εκείνη την περίοδο, για να διακριθεί από τα Νέα Ίσαυρα.1 Από τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. και εξής, μετονομάστηκε πιθανόν σε Λεοντόπολη.

2. Ιστορία

Τα Παλαιά Ίσαυρα εμφανίζονται πρώτη φορά στην αρχαία γραμματεία το 323/322 π.Χ., όταν ο στρατηγός του Αλεξάνδρου Περδίκκας ανέλαβε την καταστολή της εξέγερσης των ισαυρικών φύλων, τα οποία ευθύνονταν για το θάνατο του Βαλάκρου, Μακεδόνα σατράπη της Κιλικίας.

Ο Περδίκκας πολιόρκησε επί δύο ημέρες τα καλά οχυρωμένα Ίσαυρα, χάνοντας πολλούς από τους άνδρες του από τα βέλη των αμυνομένων. Απώλειες όμως είχαν και οι Ίσαυροι, οι οποίοι μειονεκτούσαν αριθμητικά. Έτσι, έχοντας μείνει λίγοι, αδυνατώντας να υπερασπιστούν τα τείχη και ξέροντας την τύχη που τους περίμενε, όταν θα έπεφτε η πόλη, αποφάσισαν να μην παραδοθούν· μόλις έπεσε η νύχτα, έκλεισαν τους γονείς, τις γυναίκες και τα παιδιά τους στα σπίτια και έβαλαν φωτιά, μέσα στην οποία έριξαν όλα τα υπάρχοντά τους και γενικά όλα όσα θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα στους επιτιθέμενους. Οι τελευταίοι βλέποντας την εξέλιξη των πραγμάτων έκαναν έφοδο από όλες τις πλευρές, αλλά ξανά είχαν μεγάλες απώλειες και οπισθοχώρησαν. Τότε οι αμυνόμενοι έπεσαν κι αυτοί στις φλόγες και βρήκαν το θάνατο μαζί με τις οικογένειές τους. Με το πέρας της νύχτας τα στρατεύματα του Περδίκκα μπήκαν στην πόλη και, μόλις έσβησαν τη φωτιά, βρήκαν πολύ ασήμι και χρυσό.2

Από αυτό το χρονικό σημείο και εξής, δεν υπάρχει καμία πληροφορία για τα Ίσαυρα μέχρι το τέλος του 75 π.Χ., όταν καταλήφθηκαν από το Ρωμαίο στρατηγό Π. Σερβίλιο Βατία, ο οποίος είχε αναλάβει να καταπνίξει τη νέα εξέγερση των ισαυρικών φύλων. Πιθανολογείται, μάλιστα, ότι η άγνωστη ισαυρική πόλη, της οποίας οι κάτοικοι επιτέθηκαν χωρίς επιτυχία στο κατασκευασμένο με πασσάλους ρωμαϊκό στρατόπεδο και, στη συνέχεια, παραδόθηκαν εξαιτίας της δίψας, είναι τα Παλαιά Ίσαυρα. Η πηγή της πόλης βρίσκεται έξω από τα τείχη, γεγονός που εξηγεί την ευκολία με την οποία οι πολιορκητές απέκοψαν την πρόσβαση των πολιορκημένων σε αυτή.3

Ο Σερβίλιος πούλησε τους κατοίκους της πόλης ως δούλους, ενώ από τους ναούς των τοπικών θεοτήτων άλλους κατέστρεψε και άλλους μετέτρεψε σε χώρους λατρείας ρωμαϊκών θεοτήτων. Με αυτό τον τρόπο εκπλήρωσε το τάμα (evocatio)4 που είχε κάνει σε κάποια ρωμαϊκή θεότητα, στο ναό της οποίας είχε χαραχθεί η επιγραφή που μας προσφέρει αυτές τις πληροφορίες.5

Αμέσως μετά η πόλη δόθηκε στο βασιλιά της Γαλατίας Αμύντα, ο οποίος την κατέστρεψε προκειμένου να χτίσει εκεί το παλάτι του. Ταυτόχρονα άρχισε την ανοικοδόμηση του τείχους που σώζεται σήμερα· δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει το έργο γιατί σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μάχης εναντίον του ισαυρικού φύλου των Ομοναδέων το 25 π.Χ.6 Τα Ίσαυρα εντάχθηκαν στη ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας, που δημιουργήθηκε μετά το θάνατο του Αμύντα.7 Προφανώς αποτέλεσαν μία από τις πόλεις της τριμερούς επαρχίας Ισαυρίας-Λυκαονίας-Κιλικίας, η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ του 138 και του 146 ή μεταξύ του 138 και του 161 μ.Χ., ενώ ήταν το διοικητικό κέντρο της επαρχίας της Ισαυρίας μετά την ίδρυσή της το 280. Έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από τον Αδριανό (117-138), το Μάρκο Αυρήλιο (161-180), το Σεπτίμιο Σεβήρο (193-211) και τον Καρακάλλα (211-217), όπως φαίνεται από τα αρχιτεκτονήματα που κατασκευάστηκαν στην πόλη προς τιμήν τους. Δεν είναι εξάλλου άσχετο το γεγονός ότι η πόλη έκοβε νόμισμα κατά τη διάρκεια της εξουσίας των δύο τελευταίων. Τα νομίσματα της πόλης, εκτός των προτομών των αυτοκρατόρων, απεικονίζουν τα τείχη της, την Τύχη της πόλης, τον Απόλλωνα και την πρόσοψη ενός ναού, ενώ φέρουν την επιγραφή «Μητροπόλεως Ισαύρων».8

3. Θρησκεία – Θεσμοί

Στην πόλη λατρεύονταν ο Δίας Βροντών9 και ο Ερμής, ενώ υπάρχουν στοιχεία και για την αυτοκρατορική λατρεία. Στις επιγραφές αναφέρονται ιερείς, ιέρειες, αρχιερείς (μαρτυρούνται και αντρόγυνα), ένας εκ των οποίων κάποια στιγμή είχε οριστεί υπεύθυνος για την οργάνωση των πανηγύρεων (πανηγυριάρχης), ενώ παραδίδεται και επίτροπος Σεβαστών. Αναφέρονται επίσης τα θρησκευτικά αξιώματα του θιβούχου (μετέφερε κιβώτιο με ιερά αντικείμενα) και του διηγητή (ερμηνευτής).

Η χριστιανική λατρεία είχε μεγάλη διάδοση, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος όχι μόνο από τα αρχιτεκτονήματα, αλλά και από τις χριστιανικές επιτύμβιες στήλες στις οποίες εκτός των άλλων αναφέρονται αρχιδιάκονοι και πρεσβύτεροι. Εάν μάλιστα είναι ακριβής η πληροφορία από το βίο του μάρτυρα Κόνωνα,10 ο οποίος έζησε στα χρόνια των Αποστόλων και τον απελευθέρωσαν οι χριστιανοί από τα χέρια του Ρωμαίου ηγεμόνα, τότε αυτό σημαίνει ότι υπήρχε σημαντική χριστιανική κοινότητα ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ.

Τα πολιτειακά σώματα της πόλης ήταν η γερουσία, ο δήμος και η βουλή, στην οποία ανήκαν οι δεκάπρωτοι. Τα τρία αυτά σώματα τα συγκροτούσε μάλλον το ντόπιο στοιχείο, από τη στιγμή που οι Ρωμαίοι πολίτες αναφέρονται ως «συμπολιτευόμενοι».

4. Τοπογραφία – Αρχαιολογικές μαρτυρίες

Η πόλη είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ. Τα τείχη της έχουν περίμετρο 3,80 χλμ. και καλύπτουν τα 2/3 της επιφάνειας του υψώματος, δυσχεραίνοντας τη συγκέντρωση εχθρικών στρατευμάτων σε αυτήν. Ένα τμήμα τείχους, μάλιστα, προεξέχει από την περίμετρο οχυρώνοντας ένα μικρό ύψωμα στα βορειοανατολικά. Εντός της περιμέτρου των τειχών, στο νοτιοανατολικό άκρο του υψώματος, βρίσκεται και η ακρόπολη. Τα τείχη, πλάτους 3,25 μ., είναι ψευδοϊσόδομης τοιχοποιίας και οι δόμοι έφεραν μεταλλικούς συνδέσμους για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Στο σωζόμενο τμήμα του τείχους διακρίνονται 14 πύργοι, οι οποίοι προεξέχουν από τη γραμμή του τείχους. Άλλοι έχουν σχήμα κανονικού οκταγώνου και άλλοι αποτελούν παραλλαγές επταγώνου (στην ουσία πρόκειται για τετράγωνους ή ορθογώνιους πύργους με πολυγωνική πρόσοψη). Στις πλευρές του υψώματος, όπου η πρόσβαση είναι δύσκολη για τον επιτιθέμενο, οι πύργοι είναι λιγότεροι, οκταγωνικού σχήματος και δεν εξέχουν πολύ από τη γραμμή του τείχους. Ορισμένοι σώζονται σε ύψος 21 μ. Οι πύργοι είχαν 4 ή 5 ορόφους, ώστε να αντέχουν σε πολιορκητικές μηχανές, και φέρουν οπές για την εκτόξευση βελών ή δοράτων. Οι οπές αυτές, ύψους 1,85 μ., είναι τριγωνικού σχήματος, με εσωτερικό άνοιγμα πλάτους 1 μ. και εξωτερικό μόλις 0,12 μ., ώστε ο αμυνόμενος να μπορεί να πολεμά ακόμα και σε όρθια στάση δίνοντας πολύ μικρό στόχο στον εχθρό.

Η κύρια πύλη της πόλης είχε κατασκευαστεί στα δυτικά, εκεί απ’ όπου ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στο ύψωμα. Η πύλη της ακρόπολης βρισκόταν στα ανατολικά και φυλασσόταν από ένα σύστημα δύο πύργων, ώστε ο επιτιθέμενος που θα επιχειρούσε να την παραβιάσει να βρίσκεται μεταξύ δύο πυρών. Στην εξωτερική επιφάνεια της πύλης υπήρχαν ανάγλυφα εμβλήματα (θώρακας, περικεφαλαία και περικνημίδες, ξίφος, ασπίδα και ξίφος, στέφανος).

Η αγορά της πόλης εντοπίστηκε στη νότια-νοτιοανατολική πλευρά κοντά στην ακρόπολη. Εκεί, ανάμεσα στα ερείπια άλλων αταύτιστων δημόσιων κτηρίων, διακρίνονται τα ίχνη των αψίδων του Αδριανού, του Μάρκου Αυρήλιου και του Αλέξανδρου Σεβήρου, μιας στοάς 25 κιόνων, όπου υπήρχαν εργαστήρια και η οποία αφιερώθηκε στο Σέπτιμιο Σεβήρο, καθώς και ημικυκλικές εξέδρες για αναθήματα. Εκεί βρίσκεται και η μεγαλύτερη από τις έξι εκκλησίες της πόλης, ενώ μία ακόμα εντοπίστηκε στην ακρόπολη. Σε ένα άλλο σημείο, προς το κέντρο της πόλης, ανακαλύφθηκαν τα ερείπια ενός πολυγωνικού κτηρίου, που πιθανόν ταυτίζεται με το μαρτύριο του Κόνωνα.

Σημαντικές είναι και οι τρεις νεκροπόλεις. Η πρώτη βρίσκεται διακόσια μέτρα νοτιοδυτικά της κυρίας εισόδου της πόλης, δεξιά και αριστερά του δρόμου που οδηγεί σε αυτή, η δεύτερη νότια της πόλης και η τρίτη στα βόρεια, κάτω από έναν οχυρωματικό πύργο. Στην πρώτη απαντούν τάφοι με ναόσχημη πρόσοψη, στην οποία απεικονίζονται προτομές (ίσως των νεκρών), λιοντάρια με τσαμπί σταφυλιού στο στόμα, εραλδικά τοποθετημένοι αετοί, πολεμικά εμβλήματα (ασπίδα και ξίφος), ανθέμια κ.ά.

Στη δεύτερη υπάρχουν λαξευτοί τάφοι, αλλά αυτό που ξεχωρίζει είναι ένα εντυπωσιακό ναόσχημο ταφικό μνημείο μήκους 12 μ., πλάτους 6 μ. και ύψους 3,5 μ., με πρόσταση η οποία αποτελείται από 4 κίονες κορινθιακού ρυθμού. Ο κυρίως θάλαμος του μνημείου καλύπτεται με καμάρα, ενώ όλο το μνημείο με δίριχτη στέγη. Σε κάθε πλευρά του θαλάμου ανοίγονται τέσσερις κόγχες, ανά δύο στα δύο οριζόντια επίπεδα του κτηρίου. Μεταξύ των δύο αυτών επιπέδων μεσολαβεί μία ζώνη διακοσμημένη με πήλινες πλάκες στις οποίες απεικονίζονται φυτικά ή ζωικά θέματα, πορτρέτα ανδρικά και γυναικεία, ενώ σε μία μεγαλύτερων διαστάσεων πλάκα παριστάνονται άθλοι του Ηρακλή.

Στην τρίτη νεκρόπολη υπάρχουν θαλαμωτοί τάφοι, στο εσωτερικό των οποίων ανοίγονται τρεις πλευρικές ταφικές θήκες. Σε μία από αυτές υπήρχε και σαρκοφάγος.




1. Εξακολουθούν, ωστόσο, μεταγενέστεροι συγγραφείς να μην κάνουν τη διάκριση μεταξύ Νέων και Παλαιών και να χρησιμοποιούν ένα όνομα: «Ίσαυρα». Πρβλ. Plin., HN 5.23.94 και Πτολ., Γεωγρ. 5.5.12.

2. Διόδ. Σ. 18.22.

3. Sallust., Hist., απόσπ. 87· Ormerod, H.A., “The Campaign of Servilius Isauricus against the Pirates”, JRS 12 (1922), σελ. 45-47.

4. Wissowa, G., Religion und Kultus der Römer2 (Handbuch der klassischen Altertumswissenschaft 5.4, München 1912), σελ. 383· Latte, K., Römische Religiongeschichte (Handbuch der klassischen Altertumswissenschaft 5.4, München 1969), σελ. 125, σελ. 200, σημ. 2, σελ. 346, σημ. 4.

5. Ο Hall, A., “New Light on the Capture of Isaura Vetus by P. Servilius Vatia”, στο Akten des VI. Internationalen Kongresses für Griechische und Lateinische Epigraphik, München 1972 (Vestigia 17, München 1973), σελ. 568-571, ισχυρίζεται ότι η περιοχή της πόλης Bozkır (10 χλμ. δυτικά από τη θέση των Παλαιών Ισαύρων), όπου βρέθηκε η επιγραφή, είναι η θέση των Παλαιών Ισαύρων, ταύτιση με την οποία συμφωνεί και ο Syme, R., “Isauria in Pliny”, AS 36 (1986), σελ. 160, αλλά παρουσιάζει πολλά προβλήματα. 

6. Στράβ. 12.6.3, 14.3.3.

7. Πτολ., Γεωγρ. 5.5.12.

8. Franke, P.R., Η Μικρά Ασία στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα νομίσματα καθρέφτης της ζωής των Ελλήνων, Τουράτσογλου, Γ. (μτφρ.), (Αθήνα 1985), αρ. 30, 77, 108.

9. Το επίθετο είναι φρυγικό.

10. Acta Sanctorum, 5 Μαρτίου.