Ικονίου Μητρόπολις (Οθωμανική περίοδος)

1. Ο χώρος – ιστορικά στοιχεία

Το Ικόνιο υπήρξε κατά το Μεσαίωνα έδρα επισκόπου και αργότερα αρχιεπισκόπου, όταν έγινε μητρόπολη της επαρχίας Λυκαονίας. Όσον αφορά την Οθωμανική περίοδο διασώζονται ονόματα μητροπολιτών του 15ου αιώνα (ο Αμφιλόχιος που βρισκόταν στο μητροπολιτικό θρόνο μέχρι το 1488),1 του 17ου και του 18ου αιώνα, ο Παρθένιος που είχε συμμετάσχει σε σύνοδο υπό τον Κύριλλο Ε΄ Κονταρή, η οποία είχε καταδικάσει τον Κύριλλο Λούκαρι, ο Κλήμης που διαδέχτηκε τον Παρθένιο και ο Σίλβεστρος που κατείχε το θρόνο από το 1721.2 Η αναφορά σε μητροπολίτη Ικονίου κατά το 15ο αιώνα δεν είναι επαρκής ένδειξη για την ενεργή λειτουργία της μητρόπολης τότε, αφού η πόλη αυτή δεν καταγράφεται ως έδρα μητροπολίτη στα πατριαρχικά μπεράτια των ετών 1483 και 1525. Δεν μπορεί επίσης να επιβεβαιωθεί η υπόθεση της Ελισάβετ Ζαχαριάδου ότι κάποια στιγμή κατά το 15ο ή 16ο αιώνα η έδρα της μητρόπολης είχε μεταφερθεί προσωρινά στο Εγριντίρ (Egridir) της Πισιδίας.3 Όπως συνέβαινε συχνά τότε, ο μνημονευόμενος μητροπολίτης Αμφιλόχιος θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο του μητροπολίτη χωρίς να έχει πραγματική σχέση με τη διοίκηση της επαρχίας.

Στη Μητρόπολη Ικονίου είχε αποδοθεί και η παλιά μητρόπολη Τυάνων (αφότου για ένα διάστημα μετά το 1365 είχε αποδοθεί στη Μητρόπολη Καισαρείας), με αποτέλεσμα ο πλήρης τίτλος του μητροπολίτη Ικονίου να διαμορφωθεί σε «Ικονίου και Τυάνων, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Λυκαονίας και Δευτέρας Καππαδοκίας».4

Η συνεχής και ενεργός λειτουργία της μητρόπολης Ικονίου μπορεί να αναχθεί στο 17ο αιώνα. Το Ικόνιο καταγράφεται ως έδρα μητροπολίτη στο μπεράτι του 16625 και στο εξής πληθαίνουν οι αναφορές σε μητροπολίτες του.

Η μητρόπολη Ικονίου κατά το 19ο αιώνα καταλάμβανε μία πολύ μεγάλη έκταση στην κεντρική Μικρά Ασία (προς τη νότια πλευρά της), με ένα περίγραμμα που έτεινε στο σχήμα τραπεζίου, ενταγμένη μέσα στα όρια του μεγαλύτερου βιλαετιού της Μικράς Ασίας (91.940 τ.χλμ.), του βιλαετιού Ικονίου. Τα σύνορά της είχαν σχετικά ευθείες γραμμές οριοθέτησης, ακολουθώντας για μεγάλη απόσταση τα αντίστοιχα όρια μεταξύ των βιλαετιών της οθωμανικής διοίκησης. Προς τα νοτιοδυτικά τα όρια συνέπιπταν με αυτά ανάμεσα στα βιλαέτια Ικονίου και Αδάνων, ενώ προς τα βορειοανατολικά, τη βόρεια απόληξη και τα βορειοδυτικά σε γενικές γραμμές με αυτά του Ικονίου και της Άγκυρας. Μετά, η οριακή γραμμή έστρεφε απότομα προς τα νοτιοανατολικά, σχηματίζοντας σχεδόν μία ευθεία που απέκοπτε τις δυτικές περιοχές του βιλαετιού, την Πισιδία και Λυκία, και κατέληγε στις ακτές του Αιγαίου ανατολικά από την Αττάλεια αφήνοντας μια λεπτή λωρίδα ακτογραμμής για τη μητροπολιτική επικράτεια.6

Μέχρι και το 19ο αιώνα έδρα του μητροπολίτη Ικονίου ήταν η ομώνυμη πόλη, το Ικόνιο (Konya), που συνιστούσε και την πρωτεύουσα του αντίστοιχου βιλαετιού. Στην παλιά πρωτεύουσα του σελτζουκικού σουλτανάτου, πόλη μεγάλου μεγέθους για την εποχή, κτισμένη μέσα σε μία εκτεταμένη πεδιάδα του κεντρικού υψιπέδου, σώζονταν τα παλάτια των Σελτζούκων σουλτάνων, πολυάριθμα τεμένη, 44 τον αριθμό, και 42 μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία). Υπήρχαν επίσης μία μικρή εκκλησία ελληνορθόδοξη, εκκλησία αρμενική και ένα καθολικό παρεκκλήσι. Στην πόλη τέλος ήταν το θρησκευτικό κέντρο των Μεβλεβήδων δερβίσηδων.7

Κατά την Όψιμη Οθωμανική εποχή, το Ικόνιο έπαψε να αποτελεί την εκκλησιαστική έδρα, καθώς αυτή μεταφέρθηκε στη Νίγδη (Niğde), μια πόλη με εντονότερο το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Η πόλη βρισκόταν 230 χλμ. ανατολικά του Ικονίου, χτισμένη σε τρία επίπεδα στους πρόποδες των βουνών Μελεντίς-νταγ και Ουτς Καπουλάρ-νταγ. Στη Νίγδη, επίσης, υπήρχαν πολυάριθμα σελτζουκικά μνημεία.8 Κοντά στην πόλη βρισκόταν η κωμόπολη Καγιάμπαση και μία ώρα από αυτή το Φερτέκιο (Φερτέκ), που αποτελούσε προάστιο και καλοκαιρινό θέρετρο με μεγαλοπρεπή ναό. Στην ίδια απόσταση από την πόλη βρίσκονταν και οι οικισμοί Τένεγι και Αραβάνιο. Βορειοανατολικά από τη Νίγδη ήταν το Μιστί, που κατοικούνταν αποκλειστικά από ελληνόφωνους ορθοδόξους. Βορειοδυτικά βρισκόταν το Γκέλβερι (Καρβάλη), κέντρο αναφοράς των Ελλήνων της περιοχής και πιο μακριά προς την ίδια κατεύθυνση ήταν τοΆκσεραϊ (Γαρσάουρα/Αρχελαΐς), έδρα καζά. Η κωμόπολη αυτή ήταν χτισμένη σε μία κατάφυτη περιοχή, κοντά στη μεγάλη λίμνη Τάττα (Tuz Gölü). Νοτιοδυτικά από τη Νίγδη ήταν το Μπορ (Bor, Πόρος), έδρα καζά.9

Τα Τύανα ήταν γνωστή πόλη κατά το ελληνορωμαϊκό παρελθόν· ήταν αμφιθεατρικά χτισμένα στις βόρειες παρυφές του Ταύρου, σε εύφορη περιοχή κοντά στη Νίγδη. Στον οικισμό υπήρχαν εκκλησιαστικά οικοδομήματα, ξενώνας και χάνι, λέσχη (καζίνο) και εμπορικά καταστήματα.10

Επιστρέφοντας προς το Ικόνιο, σε κοντινή απόσταση (μία ώρα) από την πόλη βρισκόταν η Σύλλη (Σίλε).11 Βορειοδυτικά από το Ικόνιο, στην έξοδο κοιλάδας του όρους Σουλτάν-νταγ και κοντά στην ομώνυμη λίμνη, ήταν χτισμένο το Άκσεχιρ (Akşehir, βυζ. Φιλομήλιον), σε ιδιαίτερη στρατηγική θέση το Μεσαίωνα, κάτι που το αποδεικνύει η ύπαρξη του γνωστού βυζαντινού και αργότερα σελτζουκικού φρουρίου. Στην πόλη διασώζονταν μουσουλμανικά τεμένη του 13ου, 16ου και 17ου αιώνα, ενώ η τοπική παράδοση τοποθετεί εκεί τον τάφο του λαϊκού θυμόσοφου Νασρεντίν Χότζα. Δυτικά του Άκσεχιρ βρίσκονταν τα ερείπια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Αντιόχειας της Πισιδίας.12

Βορειοδυτικά από το Ικόνιο επίσης, στη μέση περίπου της διαδρομής (και της σιδηροδρομικής γραμμής) ανάμεσα στην πόλη και το Άκσεχιρ, ήταν το Ιλγκίν (αρχ. Τυριαίον), έδρα καζά. Βρίσκονταν σε κατάφυτη περιοχή, σε κοντινή απόσταση από θειούχα λουτρά. Νοτιοανατολικά από το Άκσεχιρ ήταν τα Πέρματα.13

Νοτιοδυτικά από τη Νίγδη ήταν το Έρεγλι (Ereğli, Κύβιστρα/ Νεάπολη), έδρα καζά, κοντά στον ποταμό Κοτζά-τσάι. Από την πόλη πέρασε και η σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης. Νοτιοδυτικά του Έρεγλι βρισκόταν το Καραμάν (Karaman, αρχ. Λάρανδα), έδρα καζά, σε πολύ εύφορη περιοχή. Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα η πόλη αποτέλεσε έδρα της δυναστείας των Καραμανιδών, που εξοντώθηκε από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β΄.14 Από το όνομα Καραμάν προήλθε η επονομασία της περιοχής (Καραμανία) που κάλυπτε τη Λυκαονία, την Πισιδία και την Παμφυλία και μέρη της Κιλικίας, της Φρυγίας και της Καππαδοκίας, καθώς και ο χαρακτηρισμός των κατοίκων της ως Καραμανληδών, που στη συνέχεια έφτασε να δηλώνει τους τουρκόφωνους χριστιανούς της Μικράς Ασίας.

Η ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας χαρακτηρίζεται από την ιδιάζουσα γεωμορφολογία της με τις περιοχές που καλύπτονται με κωνικές εξάρσεις πορώδους βράχου. Οι βραχώδεις εξάρσεις άλλοτε έχουν ένα «απλό» πυραμιδοειδές σχήμα και άλλοτε συνθέτουν απόκοσμα συμπλέγματα που τροφοδοτούσαν τη λαϊκή φαντασία. Η σύσταση των βράχων, που φτάνουν σε ύψος μέχρι τα 80 μ., έδινε τη δυνατότητα της δημιουργίας κλειστών χώρων με την εκμετάλλευση των σπηλαιωδών ανοιγμάτων και τη λάξευση του μαλακού βράχου. Με τον τρόπο αυτό σχηματίζονταν ολόκληροι υπόγειοι οικισμοί που αντιστοιχούσαν σε κατοικίες φυγάδων και τρωγλοδυτών, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις μέσα στους λαξευτούς χώρους διαμορφώθηκαν αξιοπρόσεκτες εκκλησίες και παρεκκλήσια.15

Στην ευρύτερη περιοχή του Άκσεραϊ και του Γκέλβερι υπήρχαν εκκλησίες και πολλά παρεκκλήσια, που συχνά ήταν υπόγεια και λαξευτά. Ήταν η περιοχή που ονομάστηκε στη μουσουλμανική παράδοση bin bir kilise, δηλαδή «χίλιες και μία εκκλησίες». Αναφέρεται η ύπαρξή τους στους οικισμούς του Γκέλβερι, των Κενάταλων, του Σιβρίχισαρ, του Χαλβάντερε, του Τσελτέκ κ.α. Παράλληλα υπήρχαν οικισμοί, όπου, μέχρι τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, οι κατοικίες ήταν διαμορφωμένες μέσα στο βράχο ή τον χρησιμοποιούσαν παράλληλα με τις υπερκατασκευές. Στο Γκέλβερι, για παράδειγμα, μέχρι το 1895 το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ζούσαν σε οικήματα μέσα στο βράχο.16

Οι συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν ο κλήρος και το πλήρωμα της Εκκλησίας σε αυτές τις περιοχές των μακρινών υψιπέδων παρουσίαζαν, όπως είναι γνωστό, ιδιαίτερες δυσκολίες· και οι σχέσεις με τους συντοπίτες μουσουλμάνους δεν ήταν απαλλαγμένες από εντάσεις. Αν ωστόσο αυτές οι διαπιστώσεις αποτελούν κοινό τόπο, που χαρακτηρίζει λίγο πολύ τις ευρύτερες περιοχές του οθωμανικού κράτους, όπου κατοικούσαν χριστιανοί, αξίζει αναμφίβολα να σημειωθούν κάποιες λεπτομέρειες στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, οι οποίες δίνουν διαφορετική απόχρωση στη γενικότερη εικόνα που έχει σχηματιστεί.

Πέρα από τις πιθανές διαπροσωπικές σχέσεις σε φιλικό ή επαγγελματικό επίπεδο, στην περιοχή του Ικονίου μπορούμε να διακρίνουμε μία σημαντική «επαφή» των πιστών των δύο θρησκειών· το μοναστικό συγκρότημα γύρω από την εκκλησία του Αγίου Χαρίτωνος κοντά στο Ικόνιο ήταν ένα από τα παλιότερα «μεικτά» ιερά. Δίπλα στις εκκλησίες του Αγίου Χαρίτωνος, του Αγίου Αμφιλοχίου, του Αγίου Σάββα και της Παναγίας υπήρχε ένα τζαμί που, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε στο σημείο όπου, με παρέμβαση του αγίου Χαρίτωνος, σώθηκε από επικίνδυνη πτώση το παιδί του μυστικιστή και καθαγιασμένου ιδρυτή των Μεβλεβήδων δερβίσηδων Μεβλανά Τζαλάλ αλ-Ντιν Ρουμί. Πιθανότατα πρόκειται για το «μοναστήρι του Αγίου Πλάτωνα», το οποίο επισκέπτονταν το 13ο αιώνα ο Μεβλανά Ρουμί και οι οπαδοί του για να προσευχηθούν και να συζητήσουν με τους Έλληνες μοναχούς. Το 15ο αιώνα επίσης, η εκκλησία του Αγίου Αμφιλοχίου που μετατράπηκε σε τζαμί ήταν κοινός τόπος λατρείας για Έλληνες και Οθωμανούς – για όσο πληροφορούμαστε τουλάχιστον.17

2. Πληθυσμιακές πληροφορίες

Σύμφωνα με τα δημογραφικά στοιχεία που δημοσίευσε το 1906 το περιοδικό Ξενοφάνης (του συλλόγου Μικρασιατών στην Αθήνα η «Ανατολή»), ο χριστιανικός πληθυσμός της μητρόπολης Ικονίου ανερχόταν σε 53.225 πιστούς.18

Το Ικόνιο, κατά τον Π. Κοντογιάννη, είχε 60.000 κατοίκους συνολικά, με 50.000 μουσουλμάνους, 3.000 ελληνορθόδοξους και 2.500 Αρμένιους. Η κοντινή Σύλλη είχε 7.500 κατοίκους, με ελληνορθόδοξους (ελληνόφωνους), που, σύμφωνα με την κατά πάσα πιθανότητα ανυπόστατη παράδοση, κατάγονταν από επτά οικογένειες από τη Λακωνία.19 Σύμφωνα με τους πιο αναλυτικούς αριθμούς του Σ. Αντωνόπουλου, το Ικόνιο είχε 41.969 μουσουλμάνους, 1.024 ελληνορθόδοξους και 1.822 Αρμένιους. Στη διπλανή Σύλλη, από τους 7.500 κατοίκους της (οι αριθμοί που δίνουν οι δύο συγγραφείς συμφωνούν), περίπου οι μισοί ήταν ελληνορθόδοξοι που μιλούσαν μια διάλεκτο με αρκετά αρχαϊκά στοιχεία.20

Η Νίγδη, σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, είχε 17.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 5.000 ήταν ελληνορθόδοξοι.21 Σύμφωνα με το Ν. Ρίζο (μισό αιώνα νωρίτερα) είχε 20.000-25.000 κατοίκους.22 Ο Σ. Αντωνόπουλος δίνει μικρότερα νούμερα: 10.000 μουσουλμάνοι, 3.000 ελληνορθόδοξοι τουρκόφωνοι και 2.000 Αρμένιοι.23 Το Καγιάμπαση είχε 4.000 κατοίκους, το Φερτέκιο 3.000 ελληνορθόδοξους και 300 μουσουλμάνους, το Τένεγι 4.000 κατοίκους ελληνορθόδοξους, το Αραβάνιο 200 ελληνορθόδοξες (ελληνόφωνες) οικογένειες και το Μιστί 5.000 ελληνορθόδοξους, ελληνόφωνους επίσης. Το Άκσεραϊ αριθμούσε 2.500 κατοίκους και το Μπορ είχε 2.000 ελληνορθόδοξους και 600 Αρμένιους.24 Άλλες πηγές ανεβάζουν τον πληθυσμό του Άκσεραϊ στις αρχές του 20ού αιώνα στους 16.000 μουσουλμάνους και μόνο 400 ελληνορθόδοξους. Ο πληθυσμός του Γκέλβερι, από το 1895 που παρατηρήθηκε αύξησή του, κυμαινόταν από 2.780 έως 4.000 κατοίκους.25 Τα Τύανα είχαν κατά τον Π.Ι. Κυριακίδη πληθυσμό 2.000-2.500 ελληνορθόδοξους τουρκόφωνους.26

Το Άκσεχιρ είχε 20.000 κατοίκους, το Ιλγίν 2.200 κατοίκους με ελάχιστους ελληνορθόδοξους, τα Πέρματα 3.000 κατοίκους με 1.700 ελληνορθόδοξους και το Έρεγλι 10.000 κατοίκους με 2.000 ελληνορθόδοξους. Το Καραμάν είχε 6.000 κατοίκους, από τους οποίους ελάχιστοι ήταν ελληνορθόδοξοι και προέρχονταν κυρίως από τη Μουταλάσκη.27

3. Οικονομία

Βλέποντας κανείς το χάρτη με την επικράτεια της μητρόπολης Ικονίου παρατηρεί τις μεγάλες ακατοίκητες εκτάσεις, τις μεγάλες λίμνες, τους ορεινούς όγκους, αλλά και τη σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης, που στα Νεότερα χρόνια διασχίζει εγκάρσια την περιοχή.

Η κατασκευή του σιδηροδρόμου Βαγδάτης αύξησε την εμπορική σημασία του Ικονίου, επιφέροντας ανάλογη δημογραφική άνοδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραδίδει ο Π. Κοντογιάννης, το 1911 η πόλη παρουσίασε εισαγωγές 13.000.000 φράγκων και εξαγωγές 18.000.000 φράγκων.28 Στο Ικόνιο είχε ιδρυθεί υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας (σε σύνολο 22 υποκαταστημάτων στην οθωμανική Ασία), ενώ έδρευαν προξενικοί υπάλληλοι πολλών κρατών σε ένα στρατηγικό γεωπολιτικά σημείο.29

Η βιομηχανία του Ικονίου ασχολούνταν με την επεξεργασία δερμάτων –καθώς υπήρχε πλούσια κτηνοτροφία στην περιοχή– και με την ταπητουργία, όπου απασχολούνταν ελληνορθόδοξο και μουσουλμανικό γυναικείο εργατικό δυναμικό. Κατασκευάζονταν επίσης τα διαδεδομένα στην Ανατολή πιλήματα (κετσέδες). Στην πόλη παραγόταν και πυρίτιδα.30 Σε κοντινή απόσταση από το Ικόνιο εξορυσσόταν υδράργυρος στην περιοχή Σούσμα (33 τόνοι το 1908, αλλά μόνο 9 το 1911).31

Οι σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις (σταθμός, βοηθητικές εγκαταστάσεις και ξενοδοχείο) προσέδωσαν αναπτυξιακή πνοή σε μια ακατοίκητη περιοχή έξω από την πόλη, με την οποία συνδέθηκε με γραμμή τραμ. Σε άλλες περιοχές του βιλαετιού βέβαια δεν υπήρχε η ίδια ανάπτυξη· στο Έρεγλι, για παράδειγμα, πόλη ανατολικότερα του Ικονίου, η ίδια γραμμή του σιδηροδρόμου Βαγδάτης δεν απέδωσε τα αναμενόμενα κέρδη. Τα έξοδα για τις μεταφορές των εμπορευμάτων (και παρά την ύπαρξη του σιδηροδρόμου) παρέμεναν πολύ υψηλά και αφαιρούσαν οποιαδήποτε προοπτική σοβαρού κέρδους κρατώντας σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της περιοχής προσκολλημένη στα τοπικά πλαίσια.32 Στο Έρεγλι υπήρχε παραγωγή ρουβίας (ερυθρόδανο, ριζάρι), μία κόκκινη φυσική χρωστική ουσία, σημαντική για την υφαντουργία και την ταπητουργία.33

Στη Σύλλη, οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι μετανάστευαν προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη με σκοπό το εμπόριο, μια απασχόληση που ασκούσαν και στον τόπο τους μαζί με την ταπητουργία· αναφέρεται ότι το 1905 λειτουργούσαν 60 αργαλειοί που απασχολούσαν μεγάλο αριθμό αγοριών και κοριτσιών (προτιμόνταν από τους εργοδότες για τις χαμηλές αμοιβές τους).34 Λίγα χρόνια αργότερα υπήρχαν 80 αργαλειοί που απασχολούσαν 350 εργάτριες, από τις οποίες σχεδόν οι μισές ήταν ελληνορθόδοξες.35 Ταπητουργία και κατεργασία δερμάτων γινόταν και στην πόλη του Άκσεχιρ. Σύμφωνα με στοιχεία της περιόδου 1908-1914 (όταν η Σύλλη είχε 80 αργαλειούς), στην πόλη λειτουργούσαν 170 αργαλειοί με 700 εργάτριες, κατά το ένα τέταρτο ελληνορθόδοξες.36 Η εύφορη περιοχή του Καραμάν παρήγε γλυκιά σταφίδα.37 Στην ίδια περιοχή παραγόταν ρουβία, όπως και στην περιοχή του Άκσεραϊ.38

Η Νίγδη είχε μεγάλη, σκεπαστή με θόλους κατά ένα τμήμα, αγορά, που συγκέντρωνε την τοπική εμπορική κίνηση. Η περιοχή της ήταν φημισμένη για τα μεγάλα και στρογγυλά ξηρά βερίκοκα και γενικότερα είχε λιβάδια, καρποφόρους κήπους, αμπέλια (σε ένα σημείο αρδευόμενα), παραγωγή και εξαγωγή χρωστικών υλών (τζεχρί και ρουβία), βαμβακερών υφασμάτων και πανάδων. Στην πόλη και τα περίχωρά της δούλευαν, σύμφωνα με στοιχεία του έτους 1919, 100 αργαλειοί με 450 εργάτριες, από τις οποίες παραπάνω από τις μισές ήταν ελληνορθόδοξες. Η ευρύτερη περιοχή του μουτεσαριφλικιού, ενώ ήταν κατάλληλη για την καλλιέργεια σιτηρών, παρέμενε ακαλλιέργητη σε μεγάλες εκτάσεις της, χωρίς παράλληλα να έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη κτηνοτροφία,39 κάτι που ίσως οφειλόταν στην αδυναμία διάθεσης πέρα από την τοπική αγορά, γιατί πιθανότατα καλυπτόταν από την υπάρχουσα παραγωγή. Στο Αραβάνιο υπήρχαν τοποθεσίες κατάφυτες με οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια, ενώ αγροτική οικονομία είχε και το Μιστί.40

Ο Πόρος είχε εμπορική ζωή. Η εμποροπανήγυρη που γινόταν εκεί είχε μεγαλύτερη κίνηση από την αντίστοιχη της Νίγδης.41 Ο Πόρος και η Καρβάλη αποτέλεσαν κέντρα ταπητουργίας που δημιουργήθηκαν (για την ανεύρεση φτηνών εργατικών χεριών, εργατριών για την ακρίβεια όπως έχει προαναφερθεί) μετά την αύξηση της ζήτησης στις δυτικές αγορές στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1905 ιδρύθηκε στον Πόρο ο συνεταιρισμός ταπητουργίας «Η Μέλισσα του Πόρου» σε έναν οικισμό με ταπητουργεία της κοινότητας και ιδιωτών, καθώς και οικιακούς αργαλειούς.42 Τα Τύανα επίσης είχαν ταπητουργείο, υφαντήριο και νερόμυλο, αλλά η περιοχή τους φημιζόταν για την παραγωγή φρούτων, λαχανικών και οσπρίων, μελιού, ξηρού καϊμακιού και είδους τυριού ωρίμανσης.43

Οι αλυκές των αλμυρών λιμνών του βιλαετιού του Ικονίου, και ιδιαίτερα της Τάττας (Tuz Gölü), απέδιδαν αξιόλογη παραγωγή αλατιού που έφτανε (σύμφωνα με τα στοιχεία που αναγράφει ο Π. Κοντογιάννης) στους 16.905 ή χονδρικά μάλλον 20.000 τόνους. Η παραγωγή του αλατιού αποτελούσε εκμετάλλευση που τη διαχειριζόταν μονοπωλιακά η διοίκηση του οθωμανικού χρέους.44 Το βιλαέτι Ικονίου από την πλευρά της βιοτεχνικής παραγωγής διέθετε ταπητουργεία, εργαστήρια για αποστάγματα μέντας (essences de menthe) και σησαμέλαια, καθώς και υδρόμυλους.45

4. Παιδεία – Πολιτισμός

Ένας κύριος, αναμφίβολα, ρόλος των μητροπόλεων ήταν η οργάνωση και στήριξη των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων των κοινοτήτων της επικράτειάς τους. Συχνά όμως από παραλήψεις, αδυναμία ή αμέλεια παρουσιάζονταν προβλήματα στην εκπαιδευτική λειτουργία· ως τέτοια περίπτωση αναφέρεται και η μητρόπολη Ικονίου.46

Στην πόλη είχε ιδρυθεί αστική επτατάξια σχολή με 148 μαθητές, σχολή θηλέων τριτάξια με 58 μαθήτριες, νηπιαγωγείο αρρένων με 96 παιδιά και νηπιαγωγείο θηλέων με 65 κορίτσια. Αναφέρεται ωστόσο το πρόβλημα του ελλιπούς προσωπικού των σχολείων. Ο Σ. Αντωνόπουλος συμπληρώνει πάντως ότι με τη δημιουργία σχολών ο τουρκόφωνος ελληνορθόδοξος πληθυσμός της πόλης άρχισε να μιλά περισσότερο την ελληνική γλώσσα. Στη Σύλλη υπήρχαν δύο ιδρύματα, μια αστική σχολή και μια σχολή θηλέων. Στο Ικόνιο υπήρχαν επίσης δύο δυτικές σχολές, καθολικών και διαμαρτυρομένων, όπου φοιτούσαν –στην πρώτη ιδίως– και ελληνόπαιδα. Λόγω των αρχαιολογικών μνημείων και ευρημάτων της περιοχής, από τα μέσα του 19ου αιώνα, ένας Οθωμανός τοπικός αξιωματούχος είχε την πρωτοβουλία δημιουργίας «Μουσείου» σελτζουκικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων στο Ικόνιο.47

Στη Νίγδη υπήρχε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο. Στην περιοχή της βρίσκονταν αρκετά ελληνορθόδοξα χωριά (κατά το ήμισυ ελληνόφωνα), όλα –σύμφωνα με τις πηγές– με κάποια σχολική μονάδα.48 Το 1884 ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη η «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Ναζιανζός», με σκοπό τη συγκέντρωση πόρων για την ενίσχυση της εκπαίδευσης στο Γκέλβερι, που αργότερα (το 1909) θα συγχώνευε όλες τις συντεχνίες στο Γκέλβερι και την Κωνσταντινούπολη.49

Στα Τύανα είχαν ιδρυθεί μια πλήρης αστική σχολή αρρένων σε ένα μέγαρο, ένα εξατάξιο παρθεναγωγείο και ένα τριτάξιο νηπιαγωγείο, καθώς και μία μικρή βιβλιοθήκη. Είχε 170-180 μαθητές, τρεις δασκάλους, έναν παιδονόμο και τρεις δασκάλες. Ακόμη, είχε ιδρυθεί το 1882 στην Κωνσταντινούπολη η «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Τυανέων “ο Άγιος Μηνάς”».50

Η έντονη πάντως και πλειοψηφική παρουσία του τουρκόφωνου στοιχείου μεταξύ του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της περιοχής την κατέστησε ουσιώδους σημασίας κατά την εκπόνηση του σχεδίου του Παπαευθύμ για την ίδρυση τουρκορθόδοξης Εκκλησίας και τον προσεταιρισμό του πληθυσμού αυτού. Ο τελευταίος μητροπολίτης Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης επιλέχθηκε το 1922 ως κεφαλή της υπό ίδρυση Εκκλησίας, με τον τίτλο του πατριάρχη Καισαρείας, αλλά η συμπερίληψη του πληθυσμού αυτού στην υποχρεωτική ανταλλαγή που επιβλήθηκε με τη συνθήκη της Λωζάννης κατέστησε το σχέδιο θνησιγενές.




1. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα τουρκικά έγγραφα για τη Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 136.

2. Θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 6 (1965), σελ. 859-860, βλ. λ. «Ικόνιο» (Ε. Κωνσταντινίδης).

3. Βλ. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 135-136.

4. Κυριακίδης, Π.Ι., «Τα Τύανα της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (1955), σελ. 347.

5. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 17ος-αρχές 20ού αιώνα (Αθήνα 1998), σελ. 232.

6. Βλ. Χάρτης των εν Μικρά Ασία, Συρία και Αιγύπτω περιφερειών των μητροπόλεων και επισκοπών των ελληνικών πατριαρχείων (υπό Π. Κοντογιάννη, Κωνσταντινούπολη 1909).

7. Κοντογιάννης, Π. Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 144-146· Βαλαβάνης, Ι., Μικρασιατικά (Αθήνα 1891), σελ. 120. Βλ. ενδεικτικά, Inalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κλασική περίοδος 1300-1600, Κοκολάκης, Μ. (μτφρ.) (Αθήνα 1995), σελ. 340-343.

8. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 150· Ρίζος, Ν., Καππαδοκικά, ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου (Κωνσταντινούπολη 1856), σελ. 102· Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 213.

9. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 150-152, 155, 156-158· Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 214· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997), σελ. 171-172.

10. Κυριακίδης, Π.Ι., «Τα Τύανα της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (1955), σελ. 352.

11. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 146-147.

12. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 147.

13. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 147-148.

14. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 148-149.

15. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 155-157.

16. Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης, Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Άκσεραϊ-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 63-85· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997), σελ. 171.

17. Βρυώνης, Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (Αθήνα 2000), σελ. 427· Hasluck, F.W., Χριστιανισμός και Ισλάμ την Εποχή των Σουλτάνων, τόμ. Α΄, Φ. Καλογήρου – Μ. Μπλέτας (μτφρ.) (Αθήνα 2004), σελ. 94.

18. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 14.

19. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 144, 146-147.

20. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 213, 220.

21. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 150.

22. Ρίζος, Ν., Καππαδοκικά, ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου (Κωνσταντινούπολη 1856), σελ. 102.

23. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 214.

24. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 150-151, 155, 157.

25. Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης, Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Άκσεραϊ-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 63-64, 85-87.

26. Κυριακίδης, Π.Ι., «Τα Τύανα της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (1955), σελ. 352· Κυριακίδης, Π.Ι., «Ναοί και σχολαί των Τυάνων της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 238.

27. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 147-149.

28. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 145.

29. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 50, 217.

30. Βαλαβάνης, Ι., Μικρασιατικά (Αθήνα 1891), σελ. 119.

31. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 421.

32. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 145, 148. Βλ. και Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 29.

33. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 43.

34. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 147.

35. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 57.

36. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 147· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 172.

37. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 148-149.

38. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 43.

39. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 150, 158· Ρίζος, Ν., Καππαδοκικά, ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής της Αρχαίας Καππαδοκίας και ιδίως των επαρχιών Καισαρείας και Ικονίου (Κωνσταντινούπολη 1856), σελ. 102· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 76, 173.

40. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 151.

41. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 75.

42. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 55-56, 65, 67, 79-80, 95-96.

43. Κυριακίδης, Π.Ι., «Τα Τύανα της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (1955), σελ. 352-353.

44. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 166, 424.

45. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 166.

46. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 20.

47. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 35, 210, 213, 220.

48. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 214· Ασβεστή, Μ.Β., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 104.

49. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997), σελ. 370.

50. Κυριακίδης, Π.Ι., «Τα Τύανα της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (1955), σελ. 352· Κυριακίδης, Π.Ι., «Ναοί και σχολαί των Τυάνων της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 238-245.