1. Ιστορικό πλαίσιο
Η ιεραποστολή που ανέλαβε το 542 ο Ιωάννης Εφέσου αποσκοπούσε στον εκχριστιανισμό των πληθυσμών της περιοχής της Εφέσου και εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της ιουστινιάνειας θρησκευτικής πολιτικής, η οποία, έχοντας ως κυριότερο στόχο την ενότητα της αυτοκρατορίας μέσω της πίστεως, στράφηκε γύρω από δύο βασικούς άξονες: την εξάλειψη της ειδωλολατρίας και την πάταξη κάθε είδους αιρέσεως. Ο αγώνας για την οριστική εδραίωση του χριστιανισμού που χαρακτήριζε μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού Α' (527-65) το έργο πλείστων επιφανών απολογητών, κληρικών και γενικώς το σώμα της Εκκλησίας πέρασε πλέον στα χέρια του κράτους. Της υπόθεσης επιλήφθη ο αυτοκράτορας αυτοπροσώπως. Ο Ιουστινιανός επιχείρησε να προωθήσει ένα πολύπλευρο και σύνθετο πρόγραμμα θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων. Σταθερά διαφαίνεται η προσπάθειά του να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο ως κριτής και νομοθέτης σε όλο το φάσμα των σχετικών με την Εκκλησία ζητημάτων. Το θρησκευτικό κλίμα στην αυτοκρατορία την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα επιβαρημένο και οι εντάσεις καθορίζονταν κατά κύριο λόγο από τις διαμάχες μεταξύ των οπαδών του δόγματος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και των αντιφρονούντων μονοφυσιτών, που είχαν κερδίσει έδαφος κυρίως στις ανατολικές επαρχίες. Σημαντική ήταν ακόμα και η παρουσία των εθνικών (ειδωλολατρών) στα λαϊκά στρώματα, αλλά κυρίως ανάμεσα στους λογίους και τους διακεκριμένους κρατικούς αξιωματούχους.
Η ανάρρηση στο θρόνο του αποφασιστικού και φιλόδοξου Ιουστινιανού Α' σήμαινε μια νέα εποχή κοινωνικών και θρησκευτικών ρυθμίσεων. Τον πρώτο χρόνο κιόλας της βασιλείας του (το 527), κατόπιν σκληρών διωγμών κατά των μανιχαίων, ο νέος αυτοκράτορας εξέδωσε διάταγμα στο οποίο θέσπισε σειρά αυστηρών μέτρων εις βάρος κάθε είδους αιρέσεως, συμπεριλαμβανομένης της ειδωλολατρίας, διατύπωσε δε και τον ορισμό του «αιρετικού»: «αἱρετικόν γαρ πάντα καλοῦμεν, ὃστις μὴ τῆς καθολικῆς ἑκκλησίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου καὶ ἁγίας ἡμῶν ὑπάρχει πίστεως».1 Με την ίδια αποφασιστικότητα και με αμείωτο ζήλο ο αυτοκράτορας, σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, άσκησε πολιτική οικονομικών και διοικητικών πιέσεων προς όλους τους αλλόθρησκους (μοντανιστές, μανιχαίους, εθνικούς, ιουδαίους, σαμαρίτες, αρειανούς και μονοφυσίτες). Ιδιαίτερα σκληρή υπήρξε η στάση του απέναντι στους εθνικούς. Ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, περιγράφοντας γεγονότα του 529, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἐν τῷ αὐτῷ δὲ χρόνῳ διωγμὸς γέγονε Ἑλλήνων [ειδωλολατρών] μέγας». Οι νομοθετικές ρυθμίσεις, που κατά βάση διατυπώθηκαν στις Νεαρές, οδήγησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα όλους τους ετεροδόξους και μη χριστιανούς στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Αξιοσημείωτο προβάλλει το γεγονός ότι την ίδια εποχή (529) χρονολογείται και η αναστολή της λειτουργίας της Ακαδημίας, της φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών, οι δε διδάσκαλοι—ο σχολάρχης Δαμάσκιος και οι ονομαστοί μαθητές του Σιμπλίκιος, Πρισκιανός κ.ά.— αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην αυλή του Πέρση ηγεμόνα.
Ασυνεπής υπήρξε μόνο η πολιτική του Ιουστινιανού που αφορούσε τους μονοφυσίτες. Παρότι κατά πεποίθηση αντίθετος ο «χαλκηδόνιος» και ορθόδοξος αυτοκράτορας, λόγω κυρίως πολιτικών σκοπιμοτήτων, πολλές φορές επέλεξε τη συνεργασία με επιφανείς εκπροσώπους τους. Θέλοντας μάλιστα να διατηρήσει τις κοινωνικές ισορροπίες, ιδίως μετά τη Στάση του Νίκα (532), ο Ιουστινιανός προέβη σε υποχωρήσεις προς τους κατέχοντες σημαντικές διοικητικές θέσεις μονοφυσίτες. Χαρακτηριστική παραμένει η περίπτωση του ζηλωτή και αρχηγού των μονοφυσιτών Ιωάννη, στον οποίο ο αυτοκράτορας ανέθεσε ιεραποστολή στην περιοχή της Εφέσου και ακολούθως τον χρησιμοποίησε ως βασικό συνεργάτη στον αγώνα κατά των εθνικών στην πρωτεύουσα. Σύμφωνα δε με τις μαρτυρίες του ίδιου του Ιωάννη, μετέπειτα επισκόπου Εφέσου, ο ίδιος επί τριάντα χρόνια υπήρξε σημαντικός παράγοντας στην αυτοκρατορική θρησκευτική πολιτική, «διέμενε στη βασιλεύουσα και ήλεγχε όλες τις οικονομικές υποθέσεις που αφορούσαν το πανταχού στην αυτοκρατορία ποίμνιο των πιστών».2
2. Η Ιεραποστολή του Ιωάννη Εφέσου
Το 542 ο επιφανής μονοφυσίτης Ιωάννης ανέλαβε ιεραποστολή με την άδεια να μεταχειριστεί κάθε μέσο προκειμένου να μεταστρέψει στο χριστιανισμό τους εθνικούς κατοίκους των ορεινών ασιατικών επαρχιών Φρυγίας, Λυδίας και Καρίας. Βασικός συνεργάτης του Ιωάννη υπήρξε ο έμπιστος οπαδός και ακόλουθός του Δευτέριος. Η αποστολή ξεκίνησε στην ορεινή περιοχή γύρω από τις Τράλλεις, κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια και απέβη απολύτως επιτυχής.3 Περίπου 70.000 ειδωλολάτρες ασπάστηκαν το χριστιανισμό, ανεγέρθηκαν 96 εκκλησίες και ιδρύθηκαν 12 μονές, με βασική αυτή στη D’RYR’ (Δαρείρα;)4 που χτίστηκε στα ερείπια ενός αρχαίου ναού. Επιπλέον κατεδαφίστηκαν οι αρχαίοι ναοί, λεηλατήθηκαν τα τεμένη και καταστράφηκαν τα είδωλα. Από τις συνολικά 96 εκκλησίες που χτίστηκαν, για την ανέγερση των 56 ανέλαβε τα έξοδα το κρατικό ταμείο, ενώ για τις υπόλοιπες 41 δαπανήθηκαν χρήματα που συγκέντρωσαν οι κάτοικοι της περιοχής. Στους άρτι βαπτισθέντες ο αυτοκράτορας δώρισε το βαπτιστικό ένδυμα και κατέβαλε στον καθένα από ένα μικρό χρηματικό ποσό (από ένα tremissis, το ένα τρίτο του χρυσού solidus). Πολλοί από τους εθνικούς, κυρίως σοφιστές, γραμματικοί και συγκλητικοί, οδηγήθηκαν στο βάπτισμα με τη βία. Δεν έλειψαν επίσης οι μαστιγώσεις και οι φυλακίσεις.5 Στη διάρκεια του ιεραποστολικού του έργου ο Ιωάννης κατά πάσα πιθανότητα μετέβη στην πόλη Πέπουζα της Φρυγίας, την οποία οι μοντανιστές θεωρούσαν Νέα Ιερουσαλήμ. Πυρπόλησε τους ιερούς τόπους των οπαδών του Μοντανού και κατέστρεψε τα κειμήλιά τους. Τέλος, μετά την επιτυχή έκβαση της ιεραποστολής, ο Ιωάννης αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας αρμόδιο για την περιοχή τον συνεργάτη του Δευτέριο.
3. Η δράση στην Κωνσταντινούπολη
Περί το 546 ο αρχηγός των μονοφυσιτών προσέφερε για δεύτερη φορά τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα, αυτή τη φορά στην πρωτεύουσα. Στο στόχαστρο της επιχείρησης βρέθηκαν οι επιφανείς εθνικοί – διδάσκαλοι, γραμματικοί, σοφιστές, σχολαστικοί και γιατροί. Επακολούθησαν συλλήψεις, δικαστήρια, βασανιστήρια, φυλακίσεις και ενίοτε εκτελέσεις. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τα περιέγραψε ο ίδιος ο Ιωάννης Εφέσου στο δεύτερο μέρος της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.6 Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στον πατρίκιο Φωκά, ο οποίος, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα, αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο.
4. Συνέπειες
Πέραν των άμεσων γεγονότων που σχετίζονται με την ιεραποστολή καθαυτή, το έργο του Ιωάννη Εφέσου φωτίζει δύο γενικές παραμέτρους της εσωτερικής κατάστασης της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο του Ιουστινιανού Α' (527-565). Σε πρώτο επίπεδο γίνεται αντιληπτή η εντέλει ανεπιτυχής αντιαιρετική πολιτική του αυτοκράτορα. Οι υποχωρήσεις και η μερικώς ευνοϊκή του στάση απέναντι σε εκπροσώπους των μονοφυσιτών οδήγησε σε όξυνση των σχέσεων στους κόλπους της Εκκλησίας. Λύση στη διαμάχη μεταξύ χαλκηδονίων (ορθοδόξων) και αντιχαλκηδονίων (μονοφυσιτών) έμελλε να δώσει διά της βίας ο διάδοχος στο θρόνο Ιουστίνος Β' (565-578). Η δεύτερη παράμετρος έχει άμεση σχέση με τον αλόγιστο και βίαιο αγώνα κατά των ειδωλολατρών που σε σύντομο χρόνο οδήγησε τα αρχαία γράμματα σε λήθη. Ο χρονογράφος Μαλάλας μας δίνει μια εντυπωσιακή περιγραφή γεγονότων που έλαβαν χώρα το 562. Κατά τα λεγόμενά του, τον Ιούνιο μήνα συλληφθέντες εθνικοί διαπομπεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα βιβλία τους μαζί με τα αγάλματα των θεών παραδόθηκαν δημοσίως στην πυρά στο μέρος Κυνήγιο. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», ερμηνεύει ο Paul Lemerle, «ότι επί Ιουστινιανού αρχίζει η παρακμή της ανώτερης κοσμικής εκπαίδευσης και γενικότερα της παιδείας».7
1. Cod. Just. I 5, 12, 4. 2. Λεπτομερείς περιγραφές της ιεραποστολικής του δράσης αναφέρει ο Ιωάννης Εφέσου στο τρίτο μέρος του έργoυ του με τίτλο Εκκλησιαστική Ιστορία. 3. Πρβ. Εκκλησιαστική Ιστορία, iii 36-7. 4. Η εξακρίβωση του τοπωνυμίου είναι δύσκολη, καθώς η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι τα συριακά. 5. Stein, E., Histoire du Bas-Empire II. De la disparition de l’empire d’ Occident à la mort de Justinien (476-565), τόμ. 2 (Paris - Bruxelles - Amsterdam 1949), σελ. 371-372. 6. Πρβλ. Nau, Fr., "Analyse de la Seconde partie inédite de l'histoire ecclésiastique de Jean d'Asie", στο Revue de l'Orient Chretien, II (Paris 1897), σελ. 481-482. Επίσης Michael the Syrian, Chronicle, εκδ. και μτφ. J.B. Chabot (Paris 1899-1901), κεφ.9.24. 7. Πρβ. Lemerle, P., Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, μτφ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (Αθήνα 1985), σελ. 68.
|
|
|