Επιστημονική Ανάπτυξη στην Αυτοκρατορία Νικαίας

1. Κρατική πολιτική και αντιλήψεις

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, με επίκεντρο τη Νίκαια της Βιθυνίας σχηματίστηκε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας από τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι (1204 - 1222), ο οποίος προσπάθησε να υποκαταστήσει τη βασιλεία των Ρωμαίων, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε όλους τους τομείς. Αυτή η απόφαση πρακτικά σήμαινε την εξαρχής συγκρότηση των θεσμών που είχαν καταρρεύσει αλλά και την προσπάθεια να αποκτήσει το νέο κράτος την επιρροή και την αίγλη που διέθετε η διαλυθείσα αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτό οι πρώτοι αυτοκράτορες Θεόδωρος Α΄ και Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης (1222 - 1254) έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτισμική ανάπτυξη, αναγνωρίζοντας ότι ένα από τα στοιχεία που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν το κράτος τους –αν ήθελε να διεκδικήσει τη νομιμοποίησή του ως συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας– ήταν η πολιτιστική του εμβέλεια.

Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας αρχικά στηρίχτηκε για τη στελέχωσή της σε μέλη της βυζαντινής διοίκησης που μετοίκησαν στα εδάφη της. Αυτοί συγκρότησαν τον πρώτο πυρήνα αξιωματούχων που ανέλαβαν τη διοίκηση του νεοπαγούς κράτους.1Ωστόσο, περί το 1220 άρχισε να φαίνεται η ανάγκη για την ανανέωση των μελών του κρατικού και του εκκλησιαστικού μηχανισμού. Η ανάγκη αυτή, κυρίως, και το αυξημένο ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων Θεοδώρου Α΄ και Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη για μια προσχεδιασμένη πολιτισμική άνοδο οδήγησαν, έπειτα από οργανωμένη προσπάθεια, στη δημιουργία ενός διευρυμένου για τα δεδομένα μεγέθη κύκλου λογίων, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στους κρατικούς μηχανισμούς της διοίκησης αλλά και της εκπαίδευσης. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι ένας από τους μηχανισμούς επιλογής των νέων αξιωματούχων φαίνεται ότι ήταν και η δημόσια εξέταση των υποψηφίων από όποιον αξιωματούχο είχε αναλάβει την επίβλεψη της εκπαίδευσης.2

2. Μηχανισμοί ανώτερης εκπαίδευσης

Μετά τη σταθεροποίηση του νέου κρατικού μηχανισμού, είναι χαρακτηριστικό ότι ο αυτοκράτορας διόρισε τον Θεόδωρο Ειρηνικό, μετέπειτα Πατριάρχη, ύπατο των φιλοσόφων. Το αξίωμα αυτό είχε εισαχθεί τον 11ο αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο κάτοχός του ήταν υπεύθυνος για την επίβλεψη των εκπαιδευτικών μηχανισμών της ανώτερης εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζοντας την έλλειψη οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, ο αυτοκράτορας χρηματοδότησε αρχικά μια σειρά διδασκάλους. Αυτοί θα πρόσφεραν ανώτερη εκπαίδευση κυρίως σε μια ομάδα νέων, γόνων διακεκριμένων οικογενειών, που είχε συγκροτηθεί στο περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής. Οι νέοι αυτοί προορίζονταν για την ένταξή τους στους κρατικούς αξιωματούχους («αρχοντόπουλοι και παιδόπουλα», όπως τους αναφέρει ένας εξ αυτών, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, μετέπειτα εξέχουσα φυσιογνωμία στο χώρο των επιστημών).3 Ο Δημήτριος Καρύκης, τον οποίο ο Ιωάννης Γ΄ διόρισε ύπατο των φιλοσόφων, ήταν ένας από αυτούς τους διδασκάλους (ο Βλεμμύδης διδάχθηκε από τον Καρύκη φιλοσοφία).4

Αυτή η τακτική της καταφυγής σε ιδιώτες δασκάλους με σκοπό την εκπαίδευση ακολουθήθηκε και από τον Ιωάννη Βατάτζη. Μια άλλη ομάδα, μεταξύ των οποίων και ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης, στάλθηκε στον Θεόδωρο Εξαπτέρυγο, ο οποίος διατηρούσε σχολή υπό την αυτοκρατορική αιγίδα για σπουδές ρητορικής.5 Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι παρά την κρατική χρηματοδότηση, ήταν στη διακριτική ευχέρεια των διδασκάλων να δεχθούν τους συγκεκριμένους σπουδαστές ή όχι.

Στην αυτοκρατορία ο σημαντικότερος διδάσκαλος της εποχής ήταν ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και εντάχθηκε στην εκκλησιαστική ιεραρχία, ο Βλεμμύδης εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Γρηγορίου, κοντά στην Έφεσο, όπου άρχισε να διδάσκει τις θύραθεν (κοσμικές) επιστήμες δεχόμενος σπουδαστές που του έστελνε ο αυτοκράτορας. Αφού χρημάτισε διδάσκαλος του διαδόχου Θεοδώρου Β΄, αργότερα, το 1248, ίδρυσε σχολή στη μονή του Όντος Θεού, στην περιοχή της Ημαθίας, όπου η συρροή των σπουδαστών είναι ενδεικτική της φήμης που είχε αποκτήσει.6

Παράλληλα, καταβλήθηκε προσπάθεια για την ίδρυση σχολής ανώτερης εκπαίδευσης υπό την εποπτεία της αυλής. Σε αυτό το πλαίσιο κλήθηκε ο Βλεμμύδης να αναλάβει τη διεύθυνσή της, όμως, μετά την άρνησή του το κενό καλύφθηκε από τη σχολή του Βαβουσκομίτη. Δεν είναι γνωστό πού ακριβώς βρισκόταν η έδρα της σχολής, ωστόσο φαίνεται ότι ήταν σε κάποια απόσταση από τη Νίκαια, διέθετε πλειάδα καθηγητών και πλούσια για την εποχή βιβλιοθήκη· αναφέρεται, παραδείγματος χάριν, ότι διέθετε το σύνολο του αριστοτελικού έργου.7

Η ίδρυση σχολής κοσμικών σπουδών υπό κρατική εποπτεία και με χρηματοδότηση από το κρατικό θησαυροφυλάκιο έγινε δυνατή την εποχή του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως (1254 - 1258). Η σχολή είχε έδρα το ναό του Αγίου Τρύφωνα, κοντά στην Ασκανία λίμνη, και είχε στόχο τη δημιουργία ανθρώπων ικανών για τη στελέχωση του ανώτατου κρατικού μηχανισμού.

3. Επιστημονική ανάπτυξη

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εκπαίδευσης στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν ο κοσμικός προσανατολισμός της. Το γεγονός αυτό ήταν ευθέως ανάλογο με τα ενδιαφέροντα των λόγιων και αυτοκρατορικών κύκλων.

Το ενδιαφέρον για τις θύραθεν επιστήμες εμφανίζεται εξαρχής, αναπτύσσεται ιδιαίτερα επί Ιωάννη Βατάτζη και κορυφώνεται επί Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως. Οι Λασκάρεις θεωρούσαν το κράτος τους κληρονόμο του Βυζαντίου, και κατ’ επέκτασιν του πολιτισμικού κεφαλαίου του· άρα και της επιστήμης, όπως είχε διαμορφωθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο στόχος για την άνοδο του επιπέδου και την πολιτισμική ακτινοβολία είχε αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός κλίματος λογιοσύνης στην αυτοκρατορική αυλή. Έτσι, καταβάλλεται προσπάθεια για τη συγκέντρωση βιβλίων και την ίδρυση βιβλιοθηκών, έργο το οποίο αναλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος ο Βλεμμύδης. Αυτό σήμαινε την επανέκδοση των επιστημονικών κειμένων και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία για μια νέα ανάγνωσή της.

Παράλληλα, φαίνεται ότι καθιερώνονται δημόσιες συζητήσεις με επιστημονικό αντικείμενο στο πλαίσιο της αυλής· σε αυτές πιθανόν έπαιξε ενεργό ρόλο η αυτοκράτειρα Ειρήνη.8 Τις συγκεκριμένες προσεγγίσεις, όπως μαρτυρείται από τις πηγές, τις χαρακτηρίζει πιθανόν μια προσπάθεια εξορθολογισμού και απομάγευσης, στο πλαίσιο πάντα της εποχής.

Από τις διηγήσεις και τα έργα των λογίων που έζησαν στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας είναι δυνατό να εξαχθούν συμπεράσματα για το επίπεδο της επιστημονικής συζήτησης που διαμειβόταν και τα ερωτήματα που ετίθεντο. Η επανέκδοση των κειμένων είχε αποτέλεσμα την εκ νέου ανάγνωσή τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκέντρωσαν οι τομείς της αστρονομίας και της μελέτης του φυσικού κόσμου. Επιπλέον έγινε η συγγραφή αρκετών έργων και για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών.

Τα κυριότερα κείμενα, που αντανακλούν και το επίπεδο της επιστημονικής αναζήτησης, είναι εκείνα του Νικηφόρου Βλεμμύδη, δηλαδή τα Εισαγωγικής επιτομής βιβλίον δεύτερον, περί φυσικής,9 Γεωγραφία συνοπτική ή Σύνοψις γεωγραφική,10 με αντικείμενο την περιγραφή και την ερμηνεία του φυσικού κόσμου. Τα έργα του λόγιου αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄ Κοσμική δήλωσις και Περί φυσικής κοινωνίας11 αναφέρονται στην κοσμολογία και τη φυσική αντιστοίχως.

Μια συνοπτική παρουσίαση των προαναφερθέντων έργων θα μπορούσε να αναδείξει τους προβληματισμούς και το επίπεδο του επιστημονικού λόγου της περιόδου. Το έργο Εισαγωγικής επιτομής βιβλίον δεύτερον, περί φυσικής, γραμμένο από τον Βλεμμύδη μετά το 1258, αποτελείται από 32 κεφάλαια και προσπαθεί να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα με βάση τις φυσικές αρχές και τα φυσικά αίτια. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματεύεται βασικές φυσικές αρχές, όπως ο χρόνος, η κίνηση, ο χώρος, η αιωνιότητα του κόσμου, η κίνηση των πλανητών, αλλά και φυσικά φαινόμενα όπως οι βροντές, οι σεισμοί κ.λπ. Φαίνεται ότι ο Βλεμμύδης έχει συνθετική γνώση της αρχαίας ελληνικής παραγωγής, που κυμαίνεται σε ένα ευρύ φάσμα συγγραφέων και έργων. Εκτός του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, παραπέμπει μεταξύ άλλων στον Αρχιμήδη, τον Ερατοσθένη, τον Γαληνό, τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, τον Ιωάννη Φιλόπονο, τον Δαμάσκιο και τον Σιμπλίκιο. Η θεώρηση του Βλεμμύδη είναι μια ερμηνεία του κόσμου βάσει των επιστημονικών αρχών σε συναρμογή με τη χριστιανική θεολογία. Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι η χριστιανική κοσμοθεωρία δε δρα ανασταλτικά στην προσπάθεια ορθολογικής ερμηνείας που καταβάλλει.12 Και η συναρμογή αυτή είναι πολύ σημαντική για τη νομιμοποίηση της ανακτημένης αρχαίας ελληνικής παραγωγής και τη χρήση της σε περαιτέρω επεξεργασίες.

Όσον αφορά τα έργα του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, αναφέρονται στην κοσμολογία και τη βιολογία. Η μελέτη του έργου του αποδεικνύει τις πολύ έντονες επιρροές που έχει δεχθεί από τον Γαληνό αλλά και από τον Πλάτωνα, κυρίως από το έργο Τίμαιος.

4. Αποτίμηση

Το πνευματικό κλίμα που διαμορφώθηκε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας διακρίνεται από μια σειρά χαρακτηριστικά, καινοτόμα για την εποχή, τα οποία καθόρισαν εν πολλοίς και το μετέπειτα κίνημα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης.

Κατ’ αρχάς η στροφή προς τις κοσμικές σπουδές, όπως διαμορφώνεται με κατεύθυνση της αυτοκρατορικής εξουσίας, μεταβάλλει το διανοητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί από τα τέλη του 11ου αιώνα, το οποίο επέβαλλε δεσμεύσεις στους λογίους, προκρίνοντας τη θεολογική εκπαίδευση εις βάρος της κοσμικής. Στην περίπτωση της Νίκαιας η προσπάθεια ανάκτησης της αρχαίας ελληνικής γνώσης προσφέρει τη δυνατότητα αναστοχασμού και νέων προσεγγίσεων, με τους περιορισμούς και τα εμπόδια βέβαια που έθετε στη σκέψη η διανοητική πραγματικότητα της εποχής. Η ανάκτηση των γνώσεων επιτρέπει, μεταξύ των άλλων, και τον εμπλουτισμό του περιεχομένου των σπουδών, ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια σειρά λογίων που θα παίξουν αργότερα καταλυτικό ρόλο στην Παλαιολόγεια Αναγέννηση (Γεώργιος Παχυμέρης κ.ά.).

Ένα άλλο σημείο πολύ σημαντικό είναι η νομιμοποίηση της έρευνας και του αναστοχασμού εκ μέρους της εξουσίας, η οποία εκδηλώνεται και μέσω των δημόσιων συζητήσεων που οργανώνονται στην αυλή.

Συνέπεια των προαναφερθέντων ήταν η κοινωνική και πολιτική αξιοδότηση των λογίων, που συντελείται στη Νίκαια, συμβάλλοντας με τη σειρά της στην ανάπτυξη των διανοητικών προβληματισμών.

Η μικρής χρονικής διάρκειας, τελικά, Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν εξαιρετικά γόνιμη στο επίπεδο της ανάπτυξης των επιστημών και του διανοητικού προβληματισμού εν γένει, θέτοντας κατά μεγάλο μέρος τις βάσεις της μετέπειτα αναγέννησης.




1. Όπως ο Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικόλαος Μεσαρίτης, ο Θεόδωρος Ειρηνικός, ο Μανουήλ Καραντηνός. Βλ. Constantinides, C.N., Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (Cyprus Research Centre, Nicosia 1982), σελ. 5-6.

2. Όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στην αυτοβιογραφία του, ο οποίος εξετάστηκε από τον ύπατο των φιλοσόφων Δημήτριο Καρύκη. Heisenberg, A. (επιμ.),  Nicephori Blemmydae, Curriculum Vitae et Carmina (Leipzig 1896), σελ. 55.

3. Heisenberg, A. (επιμ.), Nicephori Blemmydae, Curriculum Vitae et Carmina (Leipzig 1896), σελ. 4.

4. Βλ. την αυτοβιογραφία του Βλεμμύδη, Heisenberg, A. (επιμ.), Nicephori Blemmydae, Curriculum Vitae et Carmina (Leipzig 1896), σελ. XII.

5. Όπως αναφέρει ο Ακροπολίτης, ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος ήταν «ανήρ ου πάνυ μεν επιστήμων εν τοις μαθήμασιν, αγαθός δε φράζειν, οία ρητορικοίς λόγοις κατάκρως ενδιατρίψας και το εξαγγέλλειν ευφυώς μεμελετηκώς και πολλού διά τούτο ηξιωμένος ονόματος», Heisenberg, A. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera (Leipzig 1903), σελ. 49.

6. Για παράδειγμα, ο Γεώργιος Κύπριος ήρθε στη Νίκαια από την Κύπρο για να συνεχίσει τις σπουδές του, αν και τελικά δεν κατάφερε να γίνει δεκτός στη σχολή του Βλεμμύδη. Όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, «[…] τας εν Νικαίας διατριβάς όπου και λόγος εκράτει γενομένω τινί αυτάς εξείναι δοκείν, τα γ’ ες σοφών ανδρών αφθονίαν, τας παλαιάς Αθήνας οράν». Βλ. “Autobiographie de Grégoire de Chypre”, στο Lameere, W., La tradition manuscrite de la correspondance de Grégoire de Chypre, patriarche de Constantinople (1283-1289) (Bruxelles-Rome 1937), σελ. 179, στήλ. 26-28.

7. Constantinides, C.N., Higher education in Byzantium in the 13th and early 14th centuries (1204-ca.1310) (Nicosia 1982), σελ. 16, 141.

8. Μια τέτοια συζήτηση αναφέρει ο Γεώργιος Ακροπολίτης, που διηγείται ότι σε μια συζήτηση με την Ειρήνη Δούκαινα, περί το 1238, για την αιτία της έκλειψης Ηλίου που είχε προηγηθεί, απέδωσε το φαινόμενο στην παρεμβολή της Σελήνης μεταξύ Ηλίου και Γης, απομαγεύοντάς το. Η Ειρήνη διαφώνησε, συντασσόμενη με το γιατρό της αυλής Νικόλαο Μυρεψό. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο τέλος η βασίλισσα πείστηκε και τον χαρακτήρισε ως «φιλοσόφους λόγους προφέρων». Βλ. Χρονική συγγραφή, κεφ. λθ΄, Heisenberg, A. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera (Leipzig 1903).

9. Νικηφόρος Βλεμμύδης, Epitome logica, Epitome Physica, Migne, J.P. (επιμ.), Patrologia Graeca, τόμ. 142 (Παρίσι 1857-1866), σελ. 1024-1634.

10. Spohn, S. (επιμ.), Nic. Blemidis duo opuscula geografika (Γεωγραφία συνοπτική ή Σύνοψις γεωγραφική και Ιστορία περί της γης εν συνόψει), (Leipzig 1818).

11. Migne, J.P. (επιμ.), Patrologia Graeca, τόμ. 140 (Παρίσι 1857-1866), σελ. 1267-1396.

12. Βλ. Καρτσωνάκης, Μ., «Φυσική και αστρονομία στο βυζαντινό κράτος του 13ου αιώνα», στο Ορθοδοξία και φυσικές επιστήμες (Αθήνα 1996), σελ. 81-91.