1. Η αρχή της επικούρειας φιλοσοφίας
Η αρχή της διάδοσης της επικούρειας φιλοσοφίας στη Μικρά Ασία ανάγεται στον ίδιο τον Επίκουρο, ο οποίος, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος,1 πέρασε κάποια χρόνια στην Κολοφώνα, ενώ αργότερα ίδρυσε δική του σχολή φιλοσοφίας αρχικά στη Μυτιλήνη και αργότερα στη Λάμψακο.2 Δε γνωρίζουμε ωστόσο τίποτε περισσότερο σχετικά με την τύχη των σχολών αυτών. Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας δημιουργήθηκαν κοινότητες επικούρειων, αν λάβουμε υπόψη μας τα εξής. Πρώτον, ότι το 2ο αι. μ.Χ. υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες για την ύπαρξη τέτοιων κοινοτήτων από το Διογένη τον Οινοανδέα αλλά και από το Λουκιανό. Δεύτερον, γενικά η επικούρεια φιλοσοφία γνώρισε μεγάλη διάδοση στη Μεσόγειο με σημαντικές εστίες στη Ρώμη, τη Νάπολη, το Ηράκλειο (Herculaneum) της Ιταλίας, αλλά και τη Ρόδο, την Κύπρο και τη Συρία. Ο επικούρειος Φιλόδημος, του οποίου τα κείμενα που βρέθηκαν σε παπύρους στο Herculaneum, καταγόταν από τα Γάδαρα, από όπου έφυγε για να σπουδάσει την επικούρεια φιλοσοφία δίπλα στο Ζήνωνα από τη Σιδώνα. Τα κείμενά του εμπλούτισαν σημαντικά τη γνώση μας για την επικούρεια φιλοσοφία.
2. Μαρτυρίες
Από τις μαρτυρίες που έχουν σωθεί, οι σημαντικότερες είναι του Διογένη και του Λουκιανού το 2ο αι. μ.Χ., οι οποίες μάλιστα είναι σε κάποιο βαθμό συμπληρωματικές. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τη μεγάλη επιγραφή του Διογένη που ανακαλύφθηκε σταδιακά μεταξύ 1884-1895 στα Οινόανδα από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, ενώ σημαντικές νεότερες ανακαλύψεις έγιναν την περίοδο 1969-1983 από τον τελευταίο και κύριο εκδότη της επιγραφής σήμερα, Martin Ferguson Smith.3 Από την άλλη, η σχετική μαρτυρία του Λουκιανού περιέχεται στο έργο του Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις. Και οι δύο μαρτυρίες πιστοποιούν τη δυναμική παρουσία της επικούρειας φιλοσοφίας στη Μικρά Ασία.
H επιγραφή του Διογένη που ανακαλύφθηκε στα Οινόανδα είναι ένα μοναδικό μνημείο από κάθε άποψη. Πρόκειται για μια τεράστια επιγραφή που κάλυπτε έναν τοίχο περίπου 80 μ. και βρισκόταν σε σημείο τέτοιο που να είναι εύκολα προσβάσιμη από τους Οινοανδίτες. Ήταν γραμμένη σε τρία επίπεδα τα οποία αντιστοιχούσαν σε τρεις κύριες πραγματείες ή ενότητες. Το χαμηλότερο επίπεδο φιλοξενούσε μια πραγματεία ηθικής στην οποία θίγονταν ζητήματα όπως η ηδονή και ο πόνος, ο φόβος, οι ανθρώπινες επιθυμίες και ο ρόλος της ικανοποίησής τους προκειμένου ο άνθρωπος να επιτύχει την ευδαιμονία. Στο επόμενο επίπεδο απαντά μια συλλογή των κύριων δογμάτων του Επίκουρου. Τέλος, στο ανώτερο επίπεδο της επιγραφής απαντά μια πραγματεία φυσικής, από την οποία διασώζεται η κριτική των αντιπάλων στον επικουρισμό φιλοσοφικών σχολών για θέματα σχετικά με τη γνωσιοθεωρία, τις απαρχές της γλώσσας, τα αστρονομικά φαινόμενα. Πάνω από τις τρεις αυτές ενότητες υπήρχαν και άλλα δόγματα καθώς και επιστολές του Επίκουρου, επιστολές του Διογένη στους επικούρειους φίλους του και μια αρκετά ενδιαφέρουσα υπεράσπιση των γηρατειών από το Διογένη.4
Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο χάραξε την επιγραφή αυτή ο Διογένης στη γενέτειρα πόλη του. Η εξήγηση που δίνει ο ίδιος στην εισαγωγή της φυσικής πραγματείας του είναι ότι επιθυμεί να βοηθήσει όλους εκείνους που έχουν λαθεμένη αντίληψη για τα πράγματα επειδή αγνοούν την επικούρεια φιλοσοφία. Ο Διογένης αντιλαμβάνεται ως αρρώστια (νόσος) της ψυχής τη λαθεμένη αυτή αντίληψη και ο ρόλος που προτίθεται να παίξει ο ίδιος είναι αυτός του «σωτήρα» που χρησιμοποιεί την επικούρεια φιλοσοφία ως φάρμακο.5 Πρόκειται για μια συχνή μεταφορά στην ελληνιστική φιλοσοφία, ιδιαίτερα προσφιλής στους επικούρειους.6 Το νόημα της μεταφοράς γίνεται φανερό αν αναλογιστούμε πως οι απόψεις μας για τα πράγματα είναι οι αιτίες που γεννούν ισχυρά συναισθήματα, τα οποία συχνά δεν απέχουν πολύ από την κατάσταση της ψυχικής νόσου. Αν, για παράδειγμα, φοβόμαστε πολύ την αποτυχία ή την αρρώστια, είναι γιατί πιστεύουμε ότι η επιτυχία ή η υγεία είναι πολύ σημαντικές για την ανθρώπινη ευτυχία. Είναι ακριβώς η αντίληψη αυτή που εξηγεί γιατί η μεταφορά της φιλοσοφίας ως γιατρικού είναι συχνή στην Ελληνιστική εποχή, στην οποία η συζήτηση για το ρόλο των «παθών» είναι ιδιαίτερα έντονη.7 Ο Διογένης αναλαμβάνει να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του μέσω της επιγραφής, επειδή, όπως υποστηρίζει, είναι τόσο πολλοί αυτοί που «νοσούν» στην πόλη του, ώστε δεν μπορεί να ασχοληθεί ατομικά με τον καθέναν από αυτούς, ενώ επίσης με την επιγραφή του μπορεί να βοηθήσει και τις μελλοντικές γενιές.8 Ωστόσο ο Διογένης διακρίνεται από την υπόλοιπη φιλοσοφική παράδοση στο μέτρο που παρουσιάζει τον εαυτό του ως το «σωτήρα» των συμπολιτών του και τον Επίκουρο ως τον «κήρυκα» αυτής της σωτηρίας.9
Τα κίνητρα του Διογένη πίσω από τη χάραξη της επιγραφής δεν πρέπει να ήταν μόνο η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας, αλλά και η αντιπαράθεση στις σύγχρονές του φιλοσοφικές σχολές με τις οποίες οι επικούρειοι βρίσκονταν σε ανταγωνισμό, κυρίως τη Στοά η οποία ήταν ένας σημαντικός αντίπαλος των επικούρειων από την ίδρυση της σχολής τους ως και το 2ο αι. μ.Χ. Ενδεικτικό μιας τέτοιας τάσης είναι το γεγονός ότι ο χώρος που επιλέχθηκε για να στήσει την επιγραφή του ο Διογένης ήταν μια στοά.10 Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από το ίδιο το κείμενο της επιγραφής όπου ο Διογένης πολύ συχνά επικρίνει τις απόψεις των άλλων φιλοσοφικών σχολών.11 Την εποχή στην οποία ζει ο Διογένης υπάρχει έντονη αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη φιλοσοφία και συνακόλουθη ένταση στην πολεμική μεταξύ των φιλοσοφικών σχολών της Αρχαιότητας. Και τα δύο φαινόμενα πιστοποιούνται από μαρτυρίες κυρίως πλατωνικών φιλοσόφων όπως ο Πλούταρχος, ο Ταύρος, ο Νουμήνιος, ο Αττικός και ο Αππουλήιος, αλλά και περιπατητικών όπως ο Άδραστος και ιδιαίτερα ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς. Ειδικότερα οι επικούρειοι τόσο από την αρχή με τον Επίκουρο όσο και στη συνέχεια με τους διαδόχους του Μητρόδωρο και Έρμαρχο διακρίνονται για το πλήθος και την ένταση των πολεμικών τους συγγραμμάτων ενάντια στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους στωικούς, ενώ την ίδια τάση σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπεί αργότερα και ο Φιλόδημος. Την παράδοση αυτή συνεχίζει ο Διογένης.
Ωστόσο ο Διογένης φαίνεται ότι δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του αλλά μια κοινότητα επικούρειων στην οποία εντάσσεται. Αυτό γίνεται σαφές από το γεγονός ότι εκτός από τους συγγενείς και τους οικείους απευθύνεται σε «φίλους»,12 δηλαδή σε επικούρειους συντρόφους,13 ενώ σε άλλο σημείο της επιγραφής απευθύνεται στους συντρόφους του χαρακτηρίζοντάς τους «μακάριους», όπως ο Επίκουρος, και κάνει λόγο για τις αρετές του φιλοσόφου που τους διακρίνουν.14 Aναφέρεται μάλιστα ονομαστικά σε έναν επικούρειο το όνομα του οποίου σώζεται μόνο αποσπασματικά («Αβει…»). Ο Clay πρότεινε να τον ταυτίσουμε με τον Avitus που αναφέρεται από τον Αππουλήιο15 και το Λουκιανό,16 και ο οποίος ήταν Ρωμαίος έπαρχος στη Βιθυνία και τον Πόντο.17 Στην υπόθεση αυτή αντιτάχθηκε ο Smith για χρονολογικούς λόγους, καθώς πιστεύει ότι ο Διογένης γράφει στη δεκαετία του 120 μ.Χ., οπότε ένα τέτοιο πρόσωπο δε θα μπορούσε να είναι σύγχρονό του.18 Στα ίδια συμφραζόμενα ο Διογένης αναφέρεται σε έναν άλλο σύντροφό του, προφανώς επικούρειο, το Νεικήρατο,19 ο οποίος παραμένει μόνο όνομα για μας. Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία ωστόσο είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι ο Διογένης δεν είναι απομονωμένος, αλλά μέλος μιας ομάδας επικούρειων την οποία φαίνεται να εκφράζει.
Η μαρτυρία του Διογένη είναι ενδεικτική της άνθησης της επικούρειας φιλοσοφίας στο 2ο αι. μ.Χ. γενικότερα και στη Μικρά Ασία ειδικότερα, αλλά δεν είναι το μοναδικό δείγμα.20 Σημαντική είναι η μαρτυρία του Λουκιανού ο οποίος στο έργο του για τον ψευδοπροφήτη Αλέξανδρο Αβωνoύτειχο, Αλέξανδρος ή ψευδομάντις, παρουσιάζει τους επικούρειους ως τους κύριους αντιπάλους του και ισχυρίζεται ότι αυτοί ήταν πολυάριθμοι στον Πόντο.21 Τόσο πολύ αντιπαθούσε τις απόψεις του Επίκουρου ο Αλέξανδρος, μας λέει ο Λουκιανός, ώστε έκαψε το βιβλίο με τις «κύριες δόξες» του Επίκουρου στο κέντρο της αγοράς.22 Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Λουκιανός επισημαίνει, ίσως ειρωνικά, στο σημείο αυτό πως ο Αλέξανδρος αγνοούσε ότι το βιβλίο του Επίκουρου είναι πηγή ωφέλειας, καθώς μπορεί να δώσει στους ανθρώπους ειρήνη, αταραξία και ελευθερία απαλλάσσοντάς τους από ανόητους φόβους, μάταιες ελπίδες και άσκοπες επιθυμίες και οδηγώντας τους στην αλήθεια των πραγμάτων και την καλλιέργεια του νου με όργανο τον ορθό λόγο, την ειλικρίνεια και την παρρησία.
Μια άλλη μαρτυρία της ισχυρής παρουσίας του επικουρισμού στη Μικρά Ασία είναι μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε στη Ροδιάπολη, μια πόλη περίπου 80 χλμ. ΝΑ των Οινοάνδων. Στην επιγραφή αυτή που χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ.23 και βρέθηκε σε ένα βωμό διαβάζουμε ότι το συμβούλιο, οι πολίτες και η γερουσία της πόλης αποφάσισαν να τιμήσουν το γιατρό και φιλόσοφο Ηράκλειτο, ιερέα του Ασκληπιού και της Υγείας. Ανάμεσα στους τιμώντες τον Ηράκλειτο μνημονεύονται οι Ροδίτες, οι Αθηναίοι αλλά και οι επικούρειοι φιλόσοφοι των Αθηνών. Προφανώς ο Ηράκλειτος ήταν επικούρειος και είχε σχέσεις με κοινότητες επικούρειων στη Ρόδο αλλά και στην Αθήνα.
Η σημαντική παρουσία της επικούρειας φιλοσοφίας στη Μικρά Ασία το 2ο αι. μ.Χ. είναι σύμπτωμα γενικότερης άνθησης της φιλοσοφίας την εποχή αυτή. Είναι η εποχή ενός ευρέως διαδεδομένου νεοκλασικισμού, καρπός του οποίου είναι και η γενικότερη στροφή του μορφωμένου κοινού στη φιλοσοφία. Η στροφή αυτή ενθαρρύνεται από την εύνοια του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (161-180 μ.Χ.), ο οποίος ενισχύει οικονομικά τουλάχιστον μία έδρα φιλοσοφίας για καθεμία από τις τέσσερις βασικές σχολές φιλοσοφίας, την πλατωνική, την αριστοτελική, τη στωική και την επικούρεια. Η επικούρεια φιλοσοφία ειδικότερα υποστηρίζεται από σημαίνοντα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία για σημαντική οικονομική βοήθεια στην επικούρεια σχολή από τον αυτοκράτορα Αδριανό το 121 μ.Χ. κατόπιν αιτήματος της χήρας του Τραϊανού Πλωτίνας, που ασπαζόταν φυσικά και η ίδια την επικούρεια φιλοσοφία. Έχουν σωθεί επιγραφές τόσο του Αδριανού στο σχολάρχη της επικούρειας σχολής όσο και της Πλωτίνας προς τους επικούρειους φίλους της στην Αθήνα,24 καθώς και μία επιγραφή ανώνυμου συγγραφέα σχετικά με τη διαδοχή στην επικούρεια σχολή των Αθηνών, χρονολογημένη το 125 μ.Χ., σύγχρονη δηλαδή της επιγραφής του Διογένη.25
3. Τα χαρακτηριστικά της επικούρειας φιλοσοφίας
Εκτός όμως από το ερώτημα για την έκταση της παρουσίας της επικούρειας φιλοσοφίας στη Μικρά Ασία, σε περιοχές όπως τα Οινόανδα, ο Πόντος, ή η Ροδιάπολη, η οποία, όπως είδαμε, είναι σύμμετρη της άνθησης της επικούρειας φιλοσοφίας γενικά την εποχή αυτή, τίθεται και το ερώτημα ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επικούρειων αυτής της εποχής. Η επιγραφή του Διογένη είναι εξαιρετικά πολύτιμη για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό.
Όπως οι επικούρειοι όλων των εποχών, έτσι και ο Διογένης και οι «φίλοι» του δείχνουν μεγάλο σεβασμό και προσκόλληση στα έργα του δασκάλου τους Επίκουρου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Διογένης συνιστά μία από τις πιο σημαντικές και αξιόπιστες πηγές μας για την επικούρεια φιλοσοφία. Διότι ο φιλόσοφος δε σκοπεύει να παρουσιάσει προσωπικές του απόψεις αλλά εκείνες του ιδρυτή της σχολής, και συχνά παρουσιάζει απόψεις ή επιχειρήματα που δεν απαντούν σε καμία άλλη από τις υπάρχουσες πηγές της φιλοσοφίας του Επίκουρου. Το γεγονός αυτό δεν ακυρώνει το Διογένη ως φιλόσοφο. Το περιεχόμενο της επιγραφής του δείχνει ότι έχει αίσθηση του φιλοσοφικού επιχειρήματος και των φιλοσοφικών προβλημάτων. Το γεγονός ότι κάποιες φορές αποδίδει λανθασμένα απόψεις σε αρχαίους φιλοσόφους δεν είναι ενδεικτικό φιλοσοφικής άγνοιας αλλά πολεμικής τάσης.26 Ο Διογένης δεν είναι φυσικά πρωτότυπος, αλλά αυτό είναι μια εξαιρετικά σπάνια αρετή στο χώρο της φιλοσοφίας και δεν αποτελεί την πεμπτουσία του φιλοσοφικού εγχειρήματος. Η έξυπνη, τεκμηριωμένη, πειστική, και φιλοσοφικά ευαίσθητη ερμηνεία απόψεων τρίτων, όπως κειμένων, παλαιοτέρων φιλοσόφων, δασκάλων, είναι ένα εξαιρετικά απαιτητικό αλλά και γόνιμο φιλοσοφικό ζητούμενο, όπως αποδεικνύει η ιστορία της φιλοσοφίας από τους μαθητές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τους αρχαίους και μεσαιωνικούς σχολιαστές, και τέλος τους σύγχρονους ερμηνευτές των κλασικών κειμένων της φιλοσοφίας. Ο Διογένης εκτιμά το ρόλο της φιλοσοφίας και δε φείδεται προσπάθειας για να τον αναδείξει. Από την επιγραφή του φαίνεται ότι η φιλοσοφία στην εποχή του συνεχίζει να είναι μία ars vitae,27 δηλαδή μία τέχνη της ζωής, η οποία στοχεύει να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευτυχία. Στο βαθμό μάλιστα που ο Διογένης εκφράζει τη σύγχρονη επικούρεια κοινότητα της πόλης του, η προσπάθειά του επιβεβαιώνει ότι η φιλοσοφία στην εποχή του συνεχίζει να είναι μια πολιτική δραστηριότητα και να συνιστά δημόσιο λόγο που είναι υπεύθυνος, διαφωτιστικός, αλλά και ανοιχτός στην κριτική από τους πολίτες.
1. Διογένης ο Λαέρτιος Χ.1. 2. Διογένης ο Λαέρτιος Χ.15. Βλ. Long, A.Α., H Eλληνιστική φιλοσοφία (Αθήνα 1987), σελ. 38-39. 3. Σχετικά με την ιστορία της επιγραφής βλ. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 59-75. 4. Ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία για τα περιεχόμενα της επιγραφής του Διογένη, σχετικά με τη διάταξή τους στην επιγραφή δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία. Βλ. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 78-92. 5. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), απόσπ. 3, II-V, απόσπ. 4, V-VI, απόσπ. 119, ΙΙΙ, 10-12. 6. Gigante, M., “Philosophia medicans in Filodemo”, Cronache Ercolanesi 5 (1975), σελ. 53-61. 7. Long, A.A., H Eλληνιστική φιλοσοφία (Αθήνα 1987), σελ. 110-120, 278-284. 8. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), απόσπ. 3, II-V. 9. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), απόσπ. 3, V, 14 και απόσπ. 72, III, 13. Βλ. σχετικά Clay, D., “Α lost Epicurean community”, Greek Roman and Byzantine Studies 30 (1989), σελ. 326. 10. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 123. Πρβ. Νeumann, A., “Epikuros”, Realenzyklopadie der Altertumswissenschaft, suppl. Band11 (Stuttgard 1968), σελ. 580-652. 11. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 135-139. 12. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993) απόσπ. 117, 119. 13. Σχετικά με τη μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι επικούρειοι στη φιλία ως συστατικό της ευτυχίας βλ. Long, A.A., H Eλληνιστική φιλοσοφία (Αθήνα 1987), σελ. 120-128. 14. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), απόσπ. 70, ΙΙ - 71, ΙΙ. 15. Αππουλήιος, Apologia 29, 94. 16. Λουκιανός, Αλέξανδρος 57. 17. Clay, D., “Α lost Epicurean community”, Greek Roman and Byzantine Studies 30 (1989), σελ. 313-333. 18. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 517. 19. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), απόσπ. 70, ΙΙ, 5. 20. Gordon, P., Epicurus in Lycia. The Second Century world of Diogenes of Oinoanda (Michigan 1997), κεφ. 2-3. 21. Λουκιανός, Αλέξανδρος 26. 22. Λουκιανός, Αλέξανδρος 47. 23. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 124-125. 25. Βλ. σχετικά Οliver, J.H., “An inscription concerning the Epicurean school at Athens”, Transactions and Proceedings of the American Philological Association 69 (1938), σελ. 494-499. 26. Smith, M.F., Diogenes of Oinoanda. The Epicurean Inscription (Napoli 1993), σελ. 127-130 σχετικά με την κρίση το Διογένη για τον Αριστοτέλη ιδιαίτερα. 27. Κικ., De finibus 3.4.
|
|
|