Εμπόριο με την Ανατολή στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)

1. Οριοθέτηση του θέματος

1.1. Ο χώρος

Οι τόποι και οι δρόμοι του βυζαντινού εμπορίου με την Ανατολή ως τα τέλη του 13ου αιώνα μπορούν να εντοπιστούν στους ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους της Εγγύς Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου, της Μικράς Ασίας, του Εύξεινου Πόντου και της Χερσώνος. Είναι ευνόητο ότι το θέμα της παρούσας πραγματείας αφορά το βυζαντινό εμπόριο με την Ανατολή μόνο στο βαθμό που αυτό περνούσε από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή άγγιζε την περιφέρειά της με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

Αναλυτικότερα εξετάζονται, πρώτον, το υπερτοπικό εμπόριο (regional trade, με ακτίνα 50 χλμ. μέχρι 300 χλμ.) των παραμεθόριων περιοχών της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα της περιοχής Τραπεζούντας με τις όμορες προς τη μικρασιατική χερσόνησο περιοχές και, δεύτερον, το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων (interregional orinternational trade, με ακτίνα πέραν των 300 χλμ.) που αφορούσε κυρίως τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής (καρυκεύματα, αρώματα και βαφικά). Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για υπερόρια εμπορικά δίκτυα, δηλαδή για δίκτυα που εκτείνονται πέραν των μικρασιατικών συνόρων.
1

1.2. Οι πηγές

Οι διαθέσιμες μαρτυρίες για το βυζαντινό εμπόριο είναι αποσπασματικές και προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα πηγών με πιο σημαντικές τα νομίσματα, τις σφραγίδες των κομμερκιαρίων και τις επιτύμβιες επιγραφές εμπόρων, που απεβίωσαν στη διάρκεια των ταξιδιών. Στην κατηγορία των νομικών πηγών ανήκουν το Διάταγμα περί Τιμών του Διοκλητιανού (284-305), ο Νόμος Ροδίων Ναυτικός (6ος-8ος αιώνας), οι Νεαρές του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) και το Επαρχικόν Βιβλίον, συλλογή διατάξεων για τις συντεχνίες της Κωνσταντινούπολης που αναθεωρήθηκε μεταξύ του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 911 και του μηνός Μαΐου του έτους 912. Περαιτέρω θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το ανώνυμο έργο των μέσων του 4ου αιώνα Expositio totius mundi et gentium, τα έργα Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν και Περί των βασιλικών ταξειδίων του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (913-959) και τις διάσπαρτες και ευκαιριακές πληροφορίες των χρονογραφικών και ιστορικών έργων. Μια πολύ σημαντική πηγή πληροφοριών για το εμπόριο των μικρασιατικών επαρχιών αποτελούν τα αγιολογικά κείμενα. Τις ελληνικές και λατινικές πηγές συμπληρώνουν τα έργα της αραβικής γραμματείας, κυρίως τα έργα των γεωγράφων και δευτερευόντως αυτά των ιστορικών, και το πλουσιότατο αρχειακό υλικό για το αραβικό εμπόριο που διασώθηκε στην εβραϊκή συναγωγή του Καΐρου (αρχείο Geniza). Τέλος, αξιομνημόνευτα είναι τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού που διασώθηκαν στα μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές: μεταξωτά υφάσματα, έργα μικροτεχνίας, δείγματα διακόσμου με πολύτιμους λίθους κ.λπ. Όλες αυτές οι πηγές λειτουργούν συμπληρωματικά και μας επιτρέπουν, παρά την αποσπασματικότητά τους, να σχηματίσουμε μια γενικά ικανοποιητική εικόνα για το βυζαντινό εμπόριο γενικά και για το μικρασιατικό εμπόριο με την Ανατολή ειδικά.

2. Πρωτοβυζαντινή περίοδος: εξαγωγές και εισαγωγές

2.1. Είδη περιζήτητα

Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο προϊόντα προοριζόμενα για εξαγωγή παρήγαν κυρίως οι επαρχίες του κεντρικού μικρασιατικού υψιπέδου. Η Καππαδοκία εξήγε ενδύματα από δέρματα λαγού, όμορφες «βαβυλωνιακές» γούνες και αυτοκρατορικούς ίππους,
2 η Γαλατία και η Φρυγία παρήγαν εξαίρετα (πιθανότατα μάλλινα) ενδύματα,3 ενώ πασίγνωστα ως vestis laodicena ήταν τα ενδύματα της φρυγικής πρωτεύουσας Λαοδικείας επί Λύκῳ. Οι εξαγωγές αυτές κατευθύνονταν και προς τον περσικό και τον αραβικό κόσμο. Ας σημειώσουμε εδώ, παραβιάζοντας τη χρονολογική σειρά, ότι η μικρασιατική βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων εξακολούθησε να ακμάζει κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Φιλοστόργιο, μεταξύ των δώρων που ο πρεσβευτής του Κωνσταντίου Β΄ (337-361) Θεόφιλος ο Ινδός μετέφερε στην αυλή του ηγεμόνα των Ομηριτών Αράβων στην Ευδαίμονα Αραβία (σημ. Υεμένη) περιλαμβάνονταν και 200 καππαδοκικοί ίπποι εξαίρετης ράτσας.
4 Τα εύρωστα και ωραία άλογα εκτιμώνταν ιδιαίτερα ως διπλωματικά δώρα, αφού οι τιμές τους στο διεθνές εμπόριο της εποχής ήταν πολύ υψηλές έως απρόσιτες. Είναι γνωστό ότι και οι Πέρσες πρεσβευτές συνήθιζαν να προσφέρουν άλογα στη βυζαντινή αυλή.

Η Περσία εξήγε στο Βυζάντιο εκτός από τους περίφημους παρθικούς ίππους και μια σειρά από περιζήτητα φυτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνταν στην αρωματοποιία και τη φαρμακοποιία: χαλβάνη (τη ρίζα του φυτού χαλβανίς), σαρκοκόλλα (κόμμι από το φυτό αστράγαλος ο στενόφυλλος), σαγαπηνόν (το φυτό νάρθηξ ο περσικός), Asa foetida (το φυτό Ασέα η δυσώδης) κ.ά.
5 Σύμφωνα με τον Άραβα συντάκτη του έργου Hudud-al-Alam, που γράφτηκε στη Χορεσμία κατά τον 9ο αιώνα, ο πλούτος των ανατολικών επαρχιών της Μικράς Ασίας (Rum>ρωμαϊκός) προερχόταν από την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων μεταξιού, χρυσοΰφαντων μεταξωτών, άλλων υφασμάτων, ταπήτων, κορδονιών κ.λπ.6 Τα συγκεκριμένα είδη εξάγονταν στους Τουρκομάνους της κεντρικής Ασίας, όπως προκύπτει από την περιγραφή του ταξιδιού του Ibn Fadlan στους Βουλγάρους του Βόλγα.7

2.2. Είδη πρώτης ανάγκης

Τα αγροτικά προϊόντα του κεντρικού υψιπέδου της Μικράς Ασίας και κυρίως τα σιτηρά δεν εξάγονταν· όταν η σοδειά ήταν πλούσια, ήταν καταδικασμένα «να σαπίζουν επί τόπου», σύμφωνα με την έκφραση του Προκοπίου,
8 εξαιτίας των υψηλών εξόδων μεταφοράς που πολλαπλασίαζαν την αρχική τους τιμή, ανάλογα με την απόσταση του τόπου παραγωγής από το λιμάνι προορισμού, και γι’ αυτό σπανίως αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίου.9 Αντίθετα τα αγροτικά προϊόντα των παράκτιων ζωνών και ακριβέστερα το λάδι, διάφορα είδη οίνου και σιτηρών, ο κρόκος και τα διάφορα αρώματα (ίρινον, νάρδινον, παρδάλιον) της Κιλικίας εξάγονταν κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα από το Κοράσιον και την Κώρυκο.10 Παράλληλα διακινούνταν το λάδι της Παμφυλίας,11 το κρασί, το λάδι, το ρύζι και η πορφύρα της Ασίας12 και τα σιτηρά, το κρασί και το λάδι του Ελλησπόντου,13 τα οποία προορίζονταν εν μέρει για την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς και εν μέρει για εξαγωγή. Η εξαγωγή αγροτικών προϊόντων ήταν απαραίτητη, για να εξισορροπηθούν κάπως οι τεράστιες δαπάνες που απαιτούσε η εισαγωγή των πολύτιμων προϊόντων της Ανατολής.

2.3. Ανταλλαγές στον Εύξεινο Πόντο

Από την Τραπεζούντα μεταφέρονταν στη Λαζική με πλοία φορτία κρασιού, αλατιού και σιτηρών,14 αλλά και υφάσματα και κοσμήματα.15 Παραδίδεται ότι, στο πλαίσιο της προσηλυτιστικής πολιτικής του Ιουστίνου Α΄ (518-527) στον γεωγραφικό χώρο του Καυκάσου, στάλθηκε στους Σαβείρους Ούννους της καυκάσιας Αλβανίας ένα πραγματικό καραβάνι από 30 ημιόνους φορτωμένους με αλεύρι, κρασί, λάδι, λινά υφάσματα και ιερά σκεύη.16 Το καραβάνι ξεκίνησε πιθανότατα από τις γειτονικές ρωμαϊκές πόλεις της Κριμαίας. Εννοείται ότι οι λαοί του Καυκάσου μπορούσαν να προμηθευτούν αυτά τα είδη και από το εμπόριο. Από την πλευρά τους οι Λαζοί προμήθευαν στο Βυζάντιο χρυσό,17 δέρματα, γουναρικά και δούλους, ίσως ακόμη μέλι, ένα προϊόν που αφθονούσε στη Σουανία.18 Διαμέσου της Λαζικής προωθούνταν πιθανότατα και οι ευνούχοι της Αβασγίας που ήταν περιζήτητοι στην Κωνσταντινούπολη.19 Η μεταφορά γινόταν κυρίως με πλοία της Τραπεζούντας, ενώ τα μικρά πλοία των Κόλχων, που κατοικούσαν στις εκβολές του Φάσιδος, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο για την προώθηση των πρέσβεων από την αυλή των Λαζών ηγεμόνων προς τις βυζαντινές επαρχίες και αντίστροφα.20

3. Εμπορικοί δρόμοι και εμπορικοί σταθμοί

3.1. Το εμπορικό οδικό δίκτυο του Πόντου

Σχετικά με το εμπόριο του Πόντου με τις χώρες του Καυκάσου κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα αντλούμε πληροφορίες από το έργο του Προκοπίου. Τα αστικά κέντρα των νοτιοανατολικών και ανατολικών ακτών του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν κομβικά σημεία μιας πολυσύχναστης παράκτιας σύνδεσης με εμπορική και στρατιωτική σημασία για την αυτοκρατορία. Τα κέντρα αυτά ήταν η Τραπεζούντα, το φρούριο της Πέτρας, που χτίστηκε στη δεκαετία του 530 και για ένα χρονικό διάστημα υπήρξε η βάση των εμπορικών δραστηριοτήτων του διαβόητου κάπηλου Ιωάννη Τζίβου,21 η Φάσις, η Νίκοψις, η Διοσκουριάς (Σεβαστόπολις) και η Πιτυούς. Ένας άλλος δρόμος που είχε εμπορικό ενδιαφέρον για τους Βυζαντινούς ήταν ο δρόμος του «ναυσιπόρου» Φάσιδος και των παραποτάμων του, μία περιοχή με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού και σημαντικό αριθμό πόλεων και φρουρίων.22

3.2 Εμπορικές συναλλαγές με το περσικό κράτος

Στο πλαίσιο του μεγάλου ή διεθνούς εμπορίου, ιδιαίτερη σημασία είχαν κατά τη διάρκεια της Πρωτοβυζαντινής περιόδου οι εμπορικές συναλλαγές με το περσικό κράτος. Οι τόποι των συναλλαγών είχαν καθορισθεί από διμερείς συνθήκες: τα Αρτάξατα στην Περσαρμενία, το Καλλίνικον, στην ανατολική όχθη του Ευφράτη, και η Νίσιβις. Τα Αρτάξατα συνδέονταν με τις γειτονικές πόλεις της Τραπεζούντας και της Θεοδοσιουπόλεως χάρη στο εξαιρετικό οδικό δίκτυο της Αρμενίας. Από τα Αρτάξατα διέρχονταν οι δύο παραλλαγές της βόρειας εκδοχής του δρόμου του μεταξιού, προς τα περάσματα του Καυκάσου και προς το εσωτερικό του περσικού κράτους αντίστοιχα. Στα Αρτάξατα εκτελωνίζονταν τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής, προτού μεταφερθούν στη Θεοδοσιούπολη ή την Τραπεζούντα και ακολούθως μέσα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή κατά μήκος της βόρειας μικρασιατικής ακτής στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα φαίνεται ότι το γειτονικό Δούβιος (Dwin) αντικατέστησε τα Αρτάξατα ως τόπος συνάντησης των βυζαντινών εμπόρων με τους εμπόρους της Ιβηρίας και της Αρμενίας και ως τόπος εκτελωνισμού των εξωτικών προϊόντων της Ανατολής.

Οι δύο άλλες πύλες εισόδου των εμπορευμάτων της Ασίας στη βυζαντινή επικράτεια ήταν το Καλλίνικον και η Νίσιβις. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των διακινούμενων από τους χερσαίους δρόμους εμπορευμάτων κατέληγαν στα λιμάνια της Συρίας (Αντιόχεια, Τύρος και Βηρυτός) και ακολούθως μεταφέρονταν διά θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη. Ένα μέρος των εξ Ανατολής εμπορευμάτων έφθανε στην Κωνσταντινούπολη με τις αποσκευές των συχνών περσικών πρεσβειών, αφού σύμφωνα με τις διμερείς συνθήκες τα μέλη των πρεσβειών είχαν το δικαίωμα να εμπορεύονται εντός της βυζαντινής επικρατείας. Οι πρεσβείες ακολουθούσαν συνήθως τη μεγάλη οδική αρτηρία της Μικράς Ασίας που είναι γνωστή ως Δρόμος των Προσκυνητών. Με τη συνθήκη του έτους 562 το καθεστώς αυτό τροποποιήθηκε ελαφρώς: το Δάρας αντικατέστησε τα τελωνεία του Καλλινίκου και των Αρταξάτων και ορίστηκε μαζί με τη Νίσιβη ως τόπος ελέγχου των προϊόντων που εισήγαν στο Βυζάντιο οι Πέρσες και οι Σαρακηνοί έμποροι.23

Στο βυζαντινοπερσικό εμπόριο δραστηριοποιούνταν μικροί και μεγάλοι έμποροι. Ο Ιωάννης Εφέσου αναφέρει την περίπτωση δύο αδελφών που εργάζονταν ως πράκτορες, αντιπρόσωποι δηλαδή ενός Σύρου μεγαλεμπόρου. Σύμφωνα με τη διήγηση είχαν ετήσιες απολαβές πέντε ή έξι χρυσά νομίσματα (όσο περίπου και οι απλοί στρατιώτες) και εργάσθηκαν επί είκοσι χρόνια, αφενός για να αυξήσουν τις ετήσιες αποδοχές τους διαδοχικά σε πέντε, είκοσι και τριάντα νομίσματα, ποσό ανάλογο με τον μισθό ενός κατώτερου στρατιωτικού αξιωματούχου, και αφετέρου για να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση με έδρα την Άμιδα και έπειτα τη Μελιτηνή.24

3.3. Εμπορικές σχέσεις με τους Τούρκους (Τουρανούς) της Κεντρικής Ασίας

Η όξυνση των σχέσεων με τους Πέρσες περί το 568 οδήγησε τις βυζαντινές αρχές να επιχειρήσουν, με αφετηρία την Τραπεζούντα, να ανοίξουν το δρόμο του Καυκάσου, για να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές της Κεντρικής Ασίας, παρακάμπτοντας τους βαρείς τελωνειακούς δασμούς που επέβαλλαν οι Πέρσες στα περιζήτητα προϊόντα των Ινδιών και της Κίνας. Η απόπειρα αυτή υπήρξε αρχικά επιτυχής. Βάσει της εμπορικής και στρατιωτικής συμφωνίας που υπέγραψε ο βυζαντινός πρεσβευτής Ζήμαρχος με το χαγάνο των Τουρανών της Κεντρικής Ασίας,25 το μετάξι και τα άλλα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής άρχισαν να εισρέουν στο Βυζάντιο από το δρόμο του Καυκάσου και της Τραπεζούντας.

Οι έμποροι συνταξίδευαν με τις πρεσβείες που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο κρατών μεταξύ των ετών 570 και 576. Οι Τούρκοι και οι Σόγδοι έμποροι και πρεσβευτές είχαν στη διάθεσή τους μητάτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέμεναν και αποθήκευαν τα εμπορεύματά τους.26 Ωστόσο, η διακοπή των βυζαντινοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων περί τα τέλη της 8ης δεκαετίας του 6ου αιώνα αχρήστευσε τον εμπορικό δρόμο του Καυκάσου. Τα ταξίδια των Τούρκων και Σόγδων εμπόρων και η εισροή εμπορευμάτων από την Κεντρική Ασία γίνονταν τώρα από το δρόμο της Κριμαίας.27Αυτό προκύπτει τόσο από αρχαιολογικά τεκμήρια (μεταξύ άλλων και ευρήματα από τον τάφο ενός Σόγδου εμπόρου που βρέθηκε στον Βόρειο Καύκασο και χρονολογείται στον ύστερο 7ο αιώνα) όσο και από τις πληροφορίες για την Κίνα που εμπεριέχονται στην Ιστορία του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη και τις οποίες μετέδωσαν έμποροι από τη Σογδιανή στο Βυζάντιο περί το 630.28 Από την Κριμαία τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής μεταφέρονταν μέσω Τραπεζούντας ή Σινώπης στην Κωνσταντινούπολη.

4. Οι «σκοτεινοί αιώνες»

4.1. Γενικές εκτιμήσεις

Κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων» (7ος-8ος αιώνας) το εσωτερικό εμπόριο της Μικράς Ασίας γνώρισε μια αισθητή κάμψη, η οποία αποδίδεται στην αποδυνάμωση των αστικών κέντρων (σμίκρυνση του οικισμένου χώρου, μετατόπιση ή εγκατάλειψη των πόλεων) και αντανακλάται στον περιορισμό της νομισματικής κυκλοφορίας.29 Παρά ταύτα το χρήμα εξακολούθησε ακόμη να χρησιμοποιείται στις ανταλλαγές.

Στο επαρχιακό εμπόριο του βυζαντινού κράτους γενικά και της Μικράς Ασίας κατά τη διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα ενεπλάκησαν αποφασιστικά οι κομμερκιάριοι. Οι κομμερκιάριοι είχαν λάβει από το κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα να οργανώσουν την παραγωγή μεταξιού σε συγκεκριμένες επαρχίες και να πωλούν το προϊόν στους μεταξαρίους (τους μεταξουργούς). Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, οι κομμερκιάριοι ήταν κρατικοί αξιωματούχοι που δρούσαν εν μέρει για λογαριασμό του κράτους και εν μέρει για δικό τους λογαριασμό και αποκόμιζαν κέρδη από το εμπόριο του μεταξιού αλλά και άλλων ειδών.30 Είναι βέβαιο, αν και δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό, ότι οι κομμερκιάριοι δραστηριοποιήθηκαν στο εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων, το οποίο δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται στο Βυζάντιο.31 Η λειτουργία εμπορικών ναυτικών εταιρειών με το όνομα χρεοκοινωνία, που μνημονεύονται στη νομική συλλογή «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», και η ενασχόληση ανεξάρτητων ναυκλήρων-πλοιοκτητών με το θαλάσσιο εμπόριο ειδών διατροφής και πολυτελείας συνδέονται αναμφίβολα με το εμπόριο των μακρινών αποστάσεων.32


4.2. Ειδικές περιπτώσεις

Ορισμένοι ερευνητές πιθανολογούν ότι το εμπόριο των μακρινών αποστάσεων διερχόταν από την Έφεσο και την Τραπεζούντα, αν και αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί κατηγορηματικά πριν από τον 9ο αιώνα.33 Στην Έφεσο γινόταν μια ετήσια εμποροπανήγυρη, πιθανώς οργανωμένη από την εκκλησία της πόλης, που στα τέλη του 8ου αιώνα απέδιδε, με τη μορφή του φόρου που ονομαζόταν κομμέρκιον (ανερχόταν πιθανώς στο 10% της τιμής των εμπορευμάτων), 100 λίτρες χρυσού ή 7.200 χρυσά νομίσματα. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των συναλλαγών ανερχόταν σε 72.000 χρυσά νομίσματα.34

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βίου του αγίου Γρηγορίου Δεκαπολίτη, στις αρχές του 9ου αιώνα έδεναν στο λιμάνι της πόλης ολόκληροι εμπορικοί στόλοι.35 Αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι η εμποροπανήγυρη της Εφέσου δεν εξυπηρετούσε μόνο το τοπικό, αλλά συνδεόταν και με το διεθνές εμπόριο της εποχής. Στο εμπόριο των ειδών πολυτελείας με την Ανατολή πρωταγωνιστούσαν από τα μέσα του 9ου αιώνα οι διάσημοι Εβραίοι έμποροι Ραντανίγια, που ταξίδευαν μεταξύ της Άπω Ανατολής, της Μεσογείου και της Δύσης. Ένα από τα θαλάσσια δρομολόγιά τους συνέδεε την Αίγυπτο με την Κωνσταντινούπολη, οπότε, το πιθανότερο, ακολουθούσαν τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας.36


4.3. Το εμπόριο με το αραβικό χαλιφάτο

Το πιθανότατα υποτονικό εμπόριο με τους Άραβες διεξαγόταν την περίοδο αυτή από τη θάλασσα. Τα προϊόντα πολυτελείας της Ανατολής μεταφέρονταν στα τέλη του 7ου αιώνα από το λιμάνι της Τύρου στην Κωνσταντινούπολη. Η Κύπρος αποτελούσε ένα είδος συνοριακού σταθμού. Ο βυζαντινός αυτοκρατορικός διοικητής έλεγχε τα φορτία και την κίνηση των ξένων πλοίων και χορηγούσε άδειες εισόδου στο βυζαντινό κράτος, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Άραβα συγγραφέα Al-Mas´ûdi. Η Αλεξάνδρεια αναφέρεται ως τόπος προορισμού των Ελλήνων εμπόρων κατά τις αρχές του 8ου αιώνα. Τα εμπορικά πλοία που έπλεαν μεταξύ Κωνσταντινούπολης και των πόλεων της Συρίας ή αυτών της Αιγύπτου ακολουθούσαν τον παραδοσιακό δρόμο κατά μήκος των νησιών και των παραλίων της δυτικής Μικράς Ασίας, όπου βρίσκονταν άλλωστε και τα σημαντικά λιμάνια της Σμύρνης και της Εφέσου. Αναμφίβολα το χερσαίο εμπόριο υπέστη εντονότερα τις επιπτώσεις από τους συχνούς πολέμους του αραβικού χαλιφάτου με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Επί του Αββασίδη χαλίφηMahdi (775-785), οι Άραβες έμποροι εξασφάλισαν προσωρινή άδεια διέλευσης των βυζαντινών συνόρων. Η συγκεκριμένη πληροφορία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε καιρό πολέμου η εμπορική επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών ήταν απαγορευμένη αν όχι αδύνατη.37

5. Οι αιώνες της ακμής

5.1. Δεδομένα και εκτιμήσεις

Η περίοδος της μεγάλης ακμής του μικρασιατικού εμπορίου άρχισε από τα μέσα του 9ου αιώνα. Ο πληθυσμός και ο αριθμός των πόλεων άρχισαν να αυξάνονται, οι εμποροπανηγύρεις να γενικεύονται, οι έμποροι να αποκτούν μεγάλη οικονομική δύναμη. Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα η ισχύς και επιρροή της βυζαντινής εμπορικής τάξης εκφράστηκε με την απόκτηση σημαντικών πολιτικών προνομίων.38 Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και στη μεγαλύτερη ζήτηση ειδών πολυτελείας. Οι εμπορικές ανταλλαγές με το αραβικό χαλιφάτο ενισχύθηκαν αισθητά.

Τα σιτηρά παραγωγής της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας συγκεντρώνονταν στην Τραπεζούντα, όπου επίσης εκτελωνίζονταν τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά και τα άλλα υφάσματα που εξάγονταν προς τον αραβικό κόσμο, καθώς και όλα τα εισαγόμενα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής (αρώματα, καρυκεύματα και βαφικά),39 που προωθούνταν στην Κωνσταντινούπολη, συνήθως από το δρόμο της θάλασσας. Το κυριότερο προϊόν της Κιλικίας, της Παμφυλίας, της Πισιδίας και της Συρίας ήταν ο στόραξ-στύραξ (ρητίνη). Η μεγαλύτερη παραγωγή γινόταν στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ağiyā (μεταξύ Ατταλείας και Λάμου ποταμού) και προοριζόταν για το εξαγωγικό εμπόριο: ο στύραξ της Ağiyā εξαγόταν από το λιμάνι της Ατταλείας σε όλο τον κόσμο.40 Ένα άλλο γνωστό προϊόν της περιοχής ήταν το κόμμι τραγάκανθος. Αυτό όμως παραγόταν στην ενδοχώρα του Ανεμουρίου από το δέντρο «αστράγαλος τραγακάνθου» και εξαγόταν από το λιμάνι Δρακονταΐς (το Foxe Dragante των δυτικών πηγών).41

Στον ποταμό Λάμο, σύνορο μεταξύ της μουσουλμανικής αγοράς της Ταρσού και του θέματος Σελευκείας και συνήθη τόπο ανταλλαγής αιχμαλώτων, γίνονταν μεγάλες εμποροπανηγύρεις. Από βυζαντινής πλευράς παρευρίσκονταν έμποροι μεταξιού, μεταξωτών, αρωμάτων και καρυκευμάτων.42 Στην περιοχή της Αυγουστοπόλεως, στο θέμα των Ανατολικών, είχε καθιερωθεί ετήσια αγορά αρωμάτων.43 Ο Άραβας κυβερνήτης της Ταρσού, κατά την εκστρατεία που πραγματοποίησε το θέρος του 931, εισήλθε στην εγκαταλειμμένη πόλη του Αμορίου, όπου έγινε κύριος «μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων και τροφίμων».44

Το χερσαίο εμπόριο της αυτοκρατορίας άκμασε κατά την περίοδο της ανάπτυξης της ναυτικής ισχύος των Αράβων (825-965). Οι εκτιμήσεις για τον όγκο του μικρασιατικού εμπορίου διίστανται. Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι πριν από τον 11ο αιώνα το χερσαίο εμπόριο, που εξυπηρετούσε κυρίως τη μεταφορά ειδών πολυτελείας, είχε μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (γυρίζω>τζίρος) από το θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου που συνδεόταν κυρίως με την προώθηση βαρέων στρατηγικών εμπορευμάτων (ξυλεία και μέταλλα). Αντίθετα άλλοι απορρίπτουν την άποψη ότι ο κύκλος εργασιών διά ξηράς με την Ανατολή ήταν μεγαλύτερος από τον κύκλο εργασιών της Μεσογείου.45

5.2. Πόλεις-Commercia

Στο εμπόριο με την Ανατολή πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν η Τραπεζούντα με τις γειτονικές της αρμενικές πόλεις και η Αττάλεια με τη γειτονική της Σελεύκεια. Οι δύο αυτές πόλεις, οι εμπορικές πύλες της Μικράς Ασίας προς την Ανατολή σύμφωνα με τη μαρτυρία του Άραβα γεωγράφου Ibn-Hauqal, διέθεταν τελωνεία, όπως και οι συνοριακές πόλεις της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, για τον έλεγχο και τον εκτελωνισμό των διερχόμενων εμπορευμάτων.

Η Τραπεζούντα δέσποζε στην ευρύτερη διοικητική περιφέρεια του θέματος Χαλδίας, εμπορική ζώνη με διεθνή σημασία. Εδώ γίνονταν κατ’ έτος πολλές εμποροπανηγύρεις με σημαντικότερη αυτή του Αγίου Ευγενίου που καθιερώθηκε επί Βασιλείου Α΄ (867-886). Έμποροι και ταξιδιώτες της Ανατολής (Άραβες, Αρμένιοι, Βυζαντινοί, Ρώσοι, Κόλχοι, Εβραίοι, Γεωργιανοί, Κιρκάσσιοι) επισκέπτονταν την πόλη, για να αγοράσουν και να πουλήσουν εμπορεύματα. Παράλληλα δραστηριοποιούνταν «πλείστοι και όλβιοι»46 ιθαγενείς έμποροι της περιοχής της Χαλδίας που η δράση τους εκτεινόταν ως τη Συρία.47 Το λιμάνι της Αττάλειας υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου στρατιωτική βάση και πολυσύχναστο εμπορείον που προσέλκυε Βυζαντινούς, Σαρακηνούς, Αρμένιους, Εβραίους και Ιταλούς εμπόρους,48 ενώ είχε ιδιαίτερα πυκνή επικοινωνία με την Κύπρο,49 τη Συρία και την Αίγυπτο.

Στις αρχές της 4ης δεκαετίας του 10ου αιώνα (περί το 932) το εισόδημα του βυζαντινού αυτοκράτορα από το κομμέρκιο (τελωνείο) της Ατταλείας ήταν 21.600 νομίσματα και μαζί με τις δευτερεύουσες επιβαρύνσεις και συνήθειες έφθανε τα 30.000 νομίσματα και τους 10 αιχμαλώτους. Ο δασμός του κομμερκίου Τραπεζούντας ήταν περίπου τριπλάσιος (μικρότερος από 72.000 νομίσματα) από το εισόδημα του κομμερκίου Ατταλείας. Παραδόξως και το σφραγιστικό υλικό που διασώθηκε από το θέμα Χαλδίας και την Τραπεζούντα (31 αντίτυπα σφραγίδων) είναι περίπου τριπλάσιο από το υλικό που διασώθηκε από το τρίγωνο Αττάλεια-Σελεύκεια-Κύπρος (11 αντίτυπα)· αυτό δεν αποτελεί απλή σύμπτωση, αλλά αντανακλά τη διαφορά στην εμπορική κίνηση των δύο περιοχών και επικυρώνει τις πληροφορίες του Ibn Hauqal. O Ν. Οικονομίδης εξήγησε αυτή τη διαφορά με την υπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος των εισαγόμενων από το αραβικό Χαλιφάτο εμπορευμάτων μεταφερόταν από τη θάλασσα και εκτελωνιζόταν στο τελωνείο της Αβύδου, παρακάμπτοντας την Αττάλεια και τη Σελεύκεια. Εννοείται ότι μετά τον εκτελωνισμό τους τα προϊόντα της Συρίας μπορούσαν να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη και διά ξηράς.

Πολύ μικρότερη κίνηση από αυτά της Τραπεζούντας και της Αττάλειας είχε το κομμέρκιο της Μεσοποταμίας. Για καραβάνια που ταξίδευαν από τις βυζαντινές χώρες και την Αντιόχεια προς το Χαλέπι και τις αγορές της Συρίας, μεταφέροντας κυρίως εμπορεύματα πολυτελείας, γίνεται λόγος και στη βυζαντινοαραβική εμπορική συνθήκη του 969/970. Η φορολόγηση των εμπορευμάτων γινόταν στο τελωνείο του Χαλεπίου, όπου συνεργάζονταν οι τελωνειακοί υπάλληλοι του βυζαντινού αυτοκράτορα και των δύο τοπικών αρχόντων της βόρειας Συρίας.50

5.3. Εμπορικοί δρόμοι της Μικράς Ασίας

Στην Τραπεζούντα κατέληγαν δρόμοι από τον Καύκασο, την κεντρική Ασία, την Κωνσταντινούπολη και τις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Τα εμπορεύματα από την Τραπεζούντα προωθούνταν προς το ακμαίο γεωργιανό εμπορείο Adranuč (περί το 960),51 το οποίο κατ’ έτος εισέπραττε άπειρους τελωνειακούς δασμούς, «κομμέρκιον άπειρον», από το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ένας άλλος δρόμος οδηγούσε στη Θεοδοσιούπολη, την πόλη των καραβανιών, που άκμασε στις αρχές του 10ου αιώνα, για να συνεχίσει ανατολικότερα προς το ιρανικό υψίπεδο της Ταυρίδας και την κεντρική Ασία. Η Θεοδοσιούπολη ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο, το οποίο όμως αργότερα υποσκελίστηκε από το γειτονικό Άρτζε. Στο Άρτζε, όπου κατοικούσε πλήθος εμπόρων ποικίλης προέλευσης (Σύροι, Αρμένιοι κ.ά.), έφταναν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων από την Περσία, την Ινδία και την υπόλοιπη Ασία και είχαν συσσωρευθεί τεράστια πλούτη. Η πόλη καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους Σελτζούκους στα μέσα του 11ου αιώνα (1049).52 Κατά τη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας (1096-1099) η περιοχή είχε συνέλθει οικονομικά και η πόλη Ερζερούμ (η ανοικοδομηθείσα Θεοδοσιούπολη), που διαδέχτηκε το Άρτζε, άκμαζε εμπορικά.53
Το τελωνείο της Μεσοποταμίας πάνω στο δρόμο που συνέδεε τον κεντρικό οδικό άξονα της χερσονήσου (Άγκυρα-Καισάρεια-Μελιτηνή) με την Άμιδα (Diyarbakr) και την Έδεσσα.54

Σημαντικότερος για το εμπόριο ήταν κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα ο διαγώνιος δρόμος που περνούσε από τη Νίκαια, το Δορύλαιον, το Ικόνιον, τις Κιλίκιες Πύλες και την Ταρσό και ακολούθως κατευθυνόταν προς την Αντιόχεια και το Χαλέπι. Οι έμποροι μετέφεραν τα προϊόντα τους συνήθως με καραβάνια από καμήλες, όταν επιχειρούσαν μακρινά ταξίδια μέσα στην αραβική επικράτεια. Ένα βυζαντινό καραβάνι που επέστρεφε με ένοπλη συνοδεία από τις Ινδίες, υπό την καθοδήγηση του πατρικίουΛέοντος Φωκά, κατευθυνόμενο πιθανώς προς την Κιλικία, αιχμαλωτίστηκε από ιππείς του Σύρου εμίρηAbu ‘l Hassan Ali Seif Eddauleh ibn Hamdan (916-969) και το φορτίο του κατασχέθηκε.55

6. Το μικρασιατικό εμπόριο κατά το 12ο και 13ο αιώνα

Μετά την κρίση του τέλους του 11ου αιώνα και την αναδιοργάνωση του βυζαντινού κράτους από τους Κομνηνούς (1081-1185) άνθησε και πάλι το εμπόριο με την Ανατολή. Οι οικονομικές συναλλαγές με τους Σελτζούκους του Ικονίου και τους λαούς του Καυκάσου και της Ανατολής, παρά τις δυσχέρειες που προκαλούσαν οι πόλεμοι και η πειρατεία, άρχισαν να πυκνώνουν. Στο μεταίχμιο από το 12ο προς το 13ο αιώνα γινόταν στις Χώνες η πολυσύχναστη εμποροπανήγυρη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η οποία προσείλκυε επισκέπτες όχι μόνο από τις γειτονικές πόλεις, αλλά και από τις μικρασιατικές ακτές και το σουλτανάτο του Ικονίου.56 Στο εμπόριο με τις χώρες του Καυκάσου δραστηριοποιούνταν τόσο Βυζαντινοί όσο και Γεωργιανοί έμποροι. Μαρτυρείται η παρουσία Γεωργιανών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Οι εμπορικές συναλλαγές συνδυάζονταν μερικές φορές με πειρατικές δραστηριότητες: ο Κωνσταντίνος Φραγγόπουλος ο οποίος, επί Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195-1203), στάλθηκε με έξι πλοία για να μεταφέρει προϊόντα από τη Φάσιδα στην Κωνσταντινούπολη, επιδόθηκε σε πειρατεία. Η Τραπεζούντα αποτελούσε σημαντικό κέντρο εμπορίου με τους λαούς της Ανατολής και του Καυκάσου. Ο Idrisi χαρακτηρίζει την πόλη μεγάλο εμπορικό κέντρο με πλούσιους εμπόρους, όπου σύχναζαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι.

Πολλά από τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής εισάγονταν από την Αλεξάνδρεια. Από το εμπόριο αυτό επωφελούνταν οικονομικά και οι πόλεις της νότιας και δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας, που αποτελούσαν διαμετακομιστικά κέντρα αλλά και κέντρα παραγωγής και εξαγωγής διαφόρων φαρμακευτικών φυτών, όπως το αψέντι (η άψινθος) και η γεντιανή. Ένα από αυτά είναι η Σελεύκεια, η οποία αναφέρεται σε επιστολή από το αρχείο της συναγωγής του Καΐρου (έγγραφο της συλλογής Geniza) που χρονολογείται στην 4η δεκαετία του 12ου αιώνα.57
Από την περίοδο του 13ου αιώνα αξιομνημόνευτες είναι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ του σουλτανάτου του Ικονίου και της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254). Οι Σελτζούκοι προμηθεύονταν από τη Νίκαια είδη διατροφής, με αντίτιμο μεγάλα ποσά, σε χρυσό, και πολυτελή υφάσματα .

* Το λήμμα βρίσκεται σε στάδιο εκδοτικής επιμέλειας (σημ. εκδ.)




1. Laiou, A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδ. σελ. 697.

2. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XL, σελ. 176: Negotia autem haec (sc. Cappadocia) optima ubique mittere eam aiunt: leporinam uestem et babylonicarum pellium et illorum diuinorum animalium formositate.

3. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XLΙ, σελ. 178: (Galatia) negotiatur uestem plurimam, αυτόθι, κεφ. XLII, σελ. 178: Laodiciam, quae uestem solam et nominatam emittat, quae sic vocatur laodicena.

4. Πρβ. Pigulewskaja, N., Byzanz auf den Wegen nach Indien. Aus der Geschichte des byzantinischen Handels mit dem Orient vom 4. bis 6. Jahrhundert (Berliner Byzantinistische Arbeiten 36, Berlin, Amsterdam 1969), σελ. 73.

5. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti De cerimoniis aulae byzantinae (Bonn 1829-1830), σελ. 405: ανοίγονται δε αι τρεις θύραι του κονσιστωρίου, εάν (ο πρέσβης των Περσών) έχηι ίππους εις τα ξένια.

6. Balard, M., "Persien (wirtschaftliche und kulturelle Beziehungen mit Byzanz und dem Westen)" στο Lexikon des Mittelalters 6 (Münich, Zürich 1993), στήλ. 1898-1900, ιδ. στήλ. 1898.

7. Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Isalmization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley, Los Angeles, London 1971), σελ. 23, σημ. 126.

8. Βλ. σχετικά Vryonis, S., "Travellers as a Source for the Societies of the Middle East: 900-1600", στο  Laiou-Thomadakis, A.E. (επιμ.), Essays in Honor of P. Charanis (New Brunswick, New Jersey 1980), σελ. 284-311, ιδ. σελ. 290-294.

9. Προκόπιος, Απόκρυφος ιστορίαHaury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia ΙΙΙ Historia Arcana (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), κεφ. ΧΧ, 11: οι δε τους αγρούς κεκτημένοι καρπών των σφετέρων σεσηπότων τε και εικηι κειμένων, ανόνητοι ες αεί γίγνονται.

10. Βλ. σχετικά Hendy, M.F., Studies in the Βyzantine Μonetary Εconomy c. 300-1450 (Cambridge Mass. 1985), σελ. 554 κ.ε.

11. Hild, F. – Hellenkemper, H. (επιμ.), Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 108-112.

12. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XLV.

13. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XLVII.

14. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμωνHaury, J. –  Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia, De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙ, κεφ. 15, 4-5: [Λαζοί] επ’ εμπορίαι δε τηι κατά θάλασσαν προς Ρωμαίους αεί τους εν πόντωι ωικημένους εργαζόμενοι, αυτοί μεν γαρ ούτε άλας ούτε σίτον ούτε άλλο τι αγαθόν έχουσι, δέρρεις δε και βύρσας και ανδράποδα παρεχόμενοι τα σφίσιν επιτήδεια εκομίζοντο.

15. Ostrogorsky, G.,  Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Α΄,   Παναγόπουλος, Ι. (μτφρ.) (Αθήνα 1978), σελ. 140.

16. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Ahrens, K. –  Kruger, G. (επιμ.-μτφρ.), Die sogenannte Kirchengeschichte des Zacharias Rhetor (Scriptores sacri et profani, fasc. III, Leipzig 1899), σελ 255.

17. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia, De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙ, κεφ. 15 και 25.
 

18. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 6.1, σελ. 84.

19. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμωνHaury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia, De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙV, κεφ. 3, 15. 

20. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙV, κεφ. 2, 19. 

21. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙ, κεφ. 15, 10-11.

22. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙ, κεφ. 29,16-18.

23. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 6.1, σελ. 70-72.

24. Ιωάννης Εφέσου, Brooks, E.W. (επιμ.), "John of Ephesus, Lives of the East Saints", στο Patrologia Orientalis 18 ( Paris 1924), σελ. 576 κ.ε.

25. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 10, σελ. 110 κ.ε.

26. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 19.1, σελ. 170.

27. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 19, σελ. 170 κ.ε.: από το δρόμο αυτό οι βυζαντινές πρεσβείες επισκέφθηκαν τη χώρα των Τούρκων στο διάστημα 576-578 και μέσω αυτού εξυπηρετείτο ο Βαλεντίνος, ηγεμόνας στην Κριμαία την ίδια περίοδο.

28. Haussig, H.W.,  Die Geschichte Zentralasiens und der Seidenstraße in vorislamischer Zeit (Grundzüge 49, Darmstadt 1983), σελ. 149 κ.ε., 154.

29. Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces"  στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδ. σελ. 637· Brandes,W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Berliner byzantinistische Arbeiten 56, Amsterdam 1989), σελ. 82 κ.ε.

30. Oikonomidès, N., "Silk Trade and Production in Byzantium from the Sixth to the Ninth Century: The Seals of Kommerkiarii" Dumbarton Oaks Paper 40 (1986), σελ. 33-53, ιδ. σελ. 49 και Laiou A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδ. σελ. 698.

31. Brandes,W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Berliner byzantinistische Arbeiten 56, Amsterdam 1989), σελ. 158.

32. Νόμος Ροδίων Ναυτικός, Ashburner, W. (επιμ.), The Rhodian Sea Law (Pars Tertia 17, Oxford 1909), σελ. 22, 97. Βλ. σχετικά  Lopez, R.S., "The Role of the Trade in the Economic Readjustment of Byzantium in the Seventh Century", Dumbartron Oaks Paper 13 (1959), σελ. 69-85, ιδ. σελ. 80 κ.ε.· Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces"  στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδ. σελ. 645· Laiou, A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδ. σελ. 699.

33. Βλ. Brandes, W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Berliner byzantinistische Arbeiten 56, Amsterdam 1989), σελ. 153 και Γερολυμάτου, M. «Εμπορική δραστηριότητα κατά τους σκοτεινούς αιώνες», στο Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι.) (ΙΒΕ/ΕΙΕ, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα 2001), σελ. 347-364, ιδ. σελ. 361-362. 

34. Θεοφάνους Χρονογραφία, De Boor, C. (επιμ.), Theophanes Chronographia I-II (Leipzig 1887), σελ. 469-470: και κατελθών εις Έφεσον και εις τον θεολόγον ευξάμενος, το κομμέρκιν του πανηγυρίου, ρ΄ λιτρων χρυσίου όν, εκούφισε προς θεραπείαν του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου…Πρβ. Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces" στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδ. σελ. 642-643 και Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Isalmization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley, Los Angeles, London 1971), σελ.10.

35. Βίος αγίου Γρηγορίου Δεκαπολίτου, Dvornik, F. (επιμ.-μτφρ.), La vie de Saint Grégoire le Décapolite et les Slaves Macédoniens au IXe siècle (Paris 1926), σελ. 45-75· (BHG 711), κεφ. 9, σελ. 53.

36. Ibn Hauqal Kitab surat al-ard, Kramers, J.H. – Wiet, G. (επιμ.-μτφρ.), Ibn Hauqal, Configuration de la terre (Beyrout, Paris 1964), σελ. 153-154 και De Goeje, M.J. (επιμ.-μτφρ.), Ibn Hurdadbih, Liber viarum et regnorum (Bibliotheca geographorum Arabicorum 6, Lugduni Batavorum 1889, ανατ. 1967). Βλ. σχετικά Miquel, Α., La géographie humaine du monde musulman jusqu’ au milieu du 11e siècle. 4: Les travaux et les jours Geographie 4 (Paris 1988), σελ. 149 κ.ε.

37. Vasiliev, Α.Α., Byzance et les Arabes, 2. La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Bruxelles 1950), σελ. 49 κ.ε.

38. Oikonomidès, N., "Un vaste atelier: artisans et marchands", στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople, 1054-1261. Tête de la chrétiente, proie des Latins, capitale grecque (Paris 1996), σελ. 104-135, ιδ. σελ. 124 κ.ε.

39. Επαρχικόν βιβλίον, Koder, J. (επιμ.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Wien 1991), κεφ. 10. 2, σελ. 110-110: Οφείλουσιν οι μυρεψοί, ηνίκα επεισέρχεται η αρμόζουσα αυτοίς πραγματεία είτε δια Χαλδαίων και Τραπεζουντίων η και εξ άλλων τινών τόπων, αναλαμβάνεσθαι ταύτην εξ αυτών, καθώς αν η ημέρα την ωνήν έχει του είδους.

40. Ibn Hauqal Kitab surat al-ard, Kramers, J.H. – Wiet, G. (επιμ.-μτφρ.), Ibn Hauqal, Configuration de la terre (Beyrout, Paris 1964), σελ. 192-193. Πρβ. Hild, F. – Hellenkemper, H. (επιμ.), Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 111.

41. Hild, F. – Hellenkemper, H., Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 111.

42. Lombard, Μ.,  L’ Islam dans sa première grandeur (VIIIe-XIe siècle) (Paris 1973), σελ. 226 κ.ε., 227 (χάρτης με τους εμπορικούς δρόμους μεταξύ της Μικράς Ασίας και του Χαλιφάτου) και Πασχάλης, Α.Ν., "Το εμπόριο των αρωμάτων και των αρωματικών φυτών στο Βυζάντιο" στο Πολιτιστικό-Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ (επιμ.) Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους. Ζ΄ τριήμερο εργασίας, Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25 Μαρτίου 1997 (Αθήνα 2001), σελ. 138-152, ιδ. σελ. 143.

43. Vasiliev, Α.Α., Byzance et les Arabes, 2. La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Bruxelles 1950), σελ. 400 και Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces"  στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδ. σελ. 651: Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε μια περίπλοκη οικονομική επιχείρηση, που διασφάλιζε τη διανομή των προϊόντων πολυτελείας στις επαρχίες.

44. Vasiliev, Α.Α., Byzance et les Arabes, 2. La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes, (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Bruxelles 1950), σελ. 152.

45. Οικονομίδης, Ν. "Πόλεις-Commercia στην Μικρά Ασία του 10ου αιώνα" στο Λαμπάκης, Σ. (επιμ.) Η βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.) (ΙΒΕ/EIE Διεθνή Συμπόσια 6 [=Κέντρο για τη Μελέτη του Ελληνισμού], Αθήνα 1998), σελ. 67-72, ιδ. σελ. 72.

46. Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντος, Rosenquist, J.O. (επιμ.), The Ηagiographical Dossier of St. Eugenios of Trevizond in Codex Athous Dionysiou 154. A Critical Edition with Introduction, Translation, Commentary and Indexes (Acta Universitatis Upsaliensis 3, Uppsala 1996), σελ. 212.

47. Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces", στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδ. σελ. 653.

48. «Βίος και πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Λαζάρου του εν τω Γαλησίω όρει ασκήσαντος, συγγραφείς παρά του αγιωτάτου πατριάρχου κυρού Γρηγορίου», Acta Sanctorum Novembris ΙΙΙ (Bruxellis 1910), σελ. 588-606, ιδ. κεφ. 230, σελ. 590: Εξ εκείνου δε την Αττάλειαν καταλαβών –πόλις αύτη Κιλίκων τά τε άλλα περιφανής και ότι αγχίαλος και πλήθος αεί των πανταχόθεν εις αυτην καταιρόντων– επιβουλεύεται χρυσού έκδοτος εις δουλείαν γενέσθαι Σαρακηνοίς, οι πολλοί περί την Αττάλειαν το τηνικάδε έτυχον όντες, εμπορίας χάριν κατάραντες.

49. «Βίος του οσίου Κωνσταντίνου του εξ Ιουδαίων», στο Delehaye, H. (επιμ.), Acta Sanctorum Novembris IV (1925), σελ. 657-669, ιδ. σελ. 635: ης αφορμάν ειώθασιν οι πλείστοι των εις Κύπρον πορευομένων.

50. Canard, M., Histoire de la dynastie des H'amdanides de Jazîra et de Syrie (Publications de la Faculté des lettres d'Alger, 2. sér., t. 21 , Paris 1953), σελ. 835-836.

51. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G., – Jenkins, R.J.H. (επιμ.-μτφρ.), Constantinus Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Washington D. C. 1967), σελ. 216-217.

52. Ατταλειάτου Μιχαήλ, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 148: Διελθών ουν ημέραν εξ ημέρας την προκειμένην οδόν, κατέλαβε την Θεοδοσίου πόλιν, επι μεν τωι προ του χρόνωι παραμεληθείσαν και αοίκητον γενομένην δια το εν τηι πολιτείαι του Άρτζη πλησίον ούσηι και εν καλώι της θέσεως ορωμένηι μεταθέσθαι τους ανθρώπους την οίκησιν, και μεγάλην εγκαταστήσαι χωρόπολιν και παντοίων ωνίων, όσα Περσική τε και Ινδική και η λοιπή Ασία φέρει, πλήθος ουκ ευαρίθμητον φέρουσαν, προ ολίγων δε χρόνων ανοικοδομηθείσαν και κατοχυρωθείσαν, την Θεοδοσίου πόλιν λέγω τάφρωι και τείχεσι δια την των Τούρκων εκ του ανελπίστου γειτνίασιν, δι' ων εξ επιδρομής η πολιτεία του Άρτζη πάμπληθη την σφαγήν προϋπέμεινε και την άλωσιν... Την πληροφορία παραδίδει και ο Σκυλίτζης στο Ιωάννου του Σκυλίτζη, Σύνοψις ιστορίων, Thurn, I. (επιμ.),  Ioannis Scylitzae, Synopsis Historiarum, (CFHB 5, Berlin, New York 1973), σελ. 45. Πρβ. Ducellier, A., Byzance et le monde orthodoxe (Paris 1992), σελ 208· Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Isalmization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley, Los Angeles, London 1971), σελ.15 κ.ε.· Laiou, A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E., (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδ. σελ. 740.

53. Ducellier, A., Byzance et le monde orthodoxe (Paris 1992), σελ 208.

54. Ducellier, A., Byzance et le monde orthodoxe (Paris 1992), σελ 210 (χάρτης με το δίκτυο των εμπορικών δρόμων της Μικράς Ασίας στα μέσα του 11ου αιώνα).

55. Πασχάλης, Α.Ν., «Το εμπόριο των αρωμάτων και των αρωματικών φυτών στο Βυζάντιο», στο Πολιτιστικό-Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ (επιμ.), Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους. Ζ΄ τριήμερο εργασίας, Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25 Μαρτίου 1997 (Αθήνα 2001), σελ. 138-152, ιδ. σελ. 143.

56. Belke, K. – Mersich, N., Phrygien und Pisidien (Tabula Ιmperii Βyzantini 7, Wien 1990), σελ. 65.

57. Goitein, S.D. "A Letter from Seleucia (Cilicia), dated 21 July 1137", Speculum 39 (1964), σελ. 298-305, ιδ. σελ. 299.