Εικονομαχία στη Μ. Ασία

1. Ιστορικό πλαίσιο

Κατά τους πρώτους αιώνες μετά την επικράτηση του χριστιανισμού (4ος-7ος αιώνας), υπήρξαν ορισμένα θρησκευτικά κινήματα που καταδίκαζαν την καλλιτεχνική απεικόνιση του Χριστού και άλλων θείων μορφών. Ακόμα και κορυφαίοι ορθόδοξοι ιεράρχες και θεολόγοι είχαν κατά καιρούς εκφρασθεί εναντίον της υπερβολικής λατρείας των εικόνων. Παρά ταύτα, η χρήση τους στην καθημερινή λατρευτική πρακτική των κατοίκων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε γενικευθεί, ιδίως μετά τον 6ο αιώνα.

Η διαμάχη για την ορθότητα της απεικόνισης του Χριστού και της λατρείας των εικόνων είχε τις ρίζες της στην Ανατολή (όπου πολλές θρησκείες απαγόρευαν την καλλιτεχνική απεικόνιση του θείου) και τις χριστολογικές έριδες που ταλαιπωρούσαν την Ανατολική Εκκλησία. Τον 7ο αιώνα, η κυριότερη διαμάχη για τη φύση του Χριστού περιστρεφόταν γύρω από την αίρεση του μονοφυσιτισμού και το μονοθελητισμό. Παράλληλα, το Βυζάντιο είχε απολέσει μεγάλο μέρος των ανατολικών εδαφών του που πέρασαν στους Άραβες του Ισλάμ, θρησκείας κατεξοχήν ανεικονικής. Μάλιστα, στις αρχές του 8ου αιώνα ο χαλίφης Γιαζίντ Β΄ (720-724) είχε απαγορεύσει τη χρήση εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες που βρίσκονταν σε αραβικά εδάφη.

Στις αρχές του 8ου αιώνα το Βυζάντιο βρισκόταν, παρά την επιτυχή απόκρουση της αραβικής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης (717-718) από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (717-741), υπό την διαρκή απειλή των Αράβων. Η κατάσταση αυτή αλλά και η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 726, θεωρήθηκαν εκδηλώσεις θεϊκής οργής που δεν μπορούσε να έχει άλλη αφορμή από την ειδωλολατρεία, όπως συνέβαινε πάντα στη Βίβλο.1 Η αντίληψη αυτή δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση και την επικράτηση ριζοσπαστικών ιδεών, ειδικά στο χώρο της Μικράς Ασίας, η οποία πλήττετο κυρίως από τις αραβικές επιδρομές. Στην προσπάθειά του να συσπειρώσει τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας προχώρησε στη λήψη μέτρων που επρόκειτο να έχουν μακροχρόνιες συνέπειες για το Βυζάντιο.

2. Η πρώτη φάση της Εικονομαχίας στη Μικρά Ασία

2.1. Τα μέτρα του Λέοντος Γ΄

Το 726 ο Λέων ανακοίνωσε δημοσίως τις εικονομαχικές του πεποιθήσεις, διατάσσοντας την αποκαθήλωση της εικόνας του Χριστού που βρισκόταν πάνω από τη Χαλκή Πύλη του ανακτόρου της Κωνσταντινούπολης,2 ενώ το 730 απαγόρευσε τη δημόσια λατρεία των εικόνων. Ο αυτοκράτορας ήλπιζε ότι με τα εικονομαχικά του μέτρα θα ανακτούσε τη λαϊκή εμπιστοσύνη και θα ενίσχυε το κύρος της κεντρικής εξουσίας, σε μια περίοδο όπου η εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας χαρακτηριζόταν από αδυναμία και η εσωτερική κατάσταση από πολιτική αστάθεια.

Οι παλαιότεροι μελετητές, κρίνοντας από τη σχεδόν άμεση αντίδραση των πληθυσμών των ελλαδικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι το 727 στασίασαν εναντίον του Λέοντος, θεωρούσαν ότι η στάση των Βυζαντινών απέναντι στην Εικονομαχία μπορούσε να ορισθεί γεωγραφικά, με τις δυτικές επαρχίες να παραμένουν ορθόδοξες και τη Μικρά Ασία να συντάσσεται με την πολιτική του αυτοκράτορα.3 Η άποψη αυτή απορρίπτεται από τη σύγχρονη έρευνα, καθώς η στάση των πληθυσμών της Μικράς Ασίας απέναντι στην κεντρική εξουσία καθοριζόταν από πολλά και ποικίλα κριτήρια, όχι μόνο θρησκευτικά.4 Γεγονός είναι, πάντως, ότι ηθικοί αυτουργοί της εικονομαχικής πολιτικής του Λέοντος θεωρήθηκαν ο Θωμάς, μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως, και ο Κωνσταντίνος, επίσκοπος Νακωλείας, γνωστοί για τη διδασκαλία τους εναντίον της υπερβολικής λατρείας των εικόνων.5

Οι επιπτώσεις της εικονομαχικής πολιτικής του Λέοντος στη Μικρά Ασία δε φαίνεται να ήταν άμεσες, καθώς δε μαρτυρείται συστηματικός διωγμός των εικονοφίλων, παρά μόνο μεμονωμένα περιστατικά, όπως η περίπτωση ενός στρατιώτη της φρουράς της Νίκαιας ο οποίος λιθοβόλησε μία εικόνα της Θεοτόκου σε ναό της πόλης κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τους Άραβες το 727,6 ή θρύλοι, όπως αυτός της καταστροφής των περίφημων λειψάνων της Αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα.7

2.2. Το στασιαστικό κίνημα του Αρτάβασδου (741-743)

Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση επί μικρασιατικού εδάφους με επίκεντρο την εικονομαχική πολιτική της δυναστείας των Ισαύρων σημειώθηκε μετά το θάνατο του Λέοντος Γ΄. Τον Ιούνιο του 741 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχθηκε επίθεση στα εδάφη του θέματος Οψικίου από τον Αρτάβασδο, κόμητα του Οψικίου και παλαιό συνεργάτη του Λέοντος. Οι δυνάμεις του Αρτάβασδου έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου και εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αρτάβασδος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και αμέσως διέταξε την αναστήλωση των εικόνων. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ κατέφυγε στα εδάφη του θέματος των Ανατολικών, όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του. Ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις δύο ετών στα εδάφη της Λυδίας και της Βιθυνίας, ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 743.

Τα γεγονότα της περιόδου δείχνουν ότι το ζήτημα της επιρροής της Εικονομαχίας στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου είναι περίπλοκο. Κατά τη διάρκεια της στάσης, τα στρατεύματα της Μικράς Ασίας μοιράσθηκαν, με τους στρατιώτες του Οψικίου και των Αρμενιάκων να παίρνουν το μέρος του Αρτάβασδου, ενώ ο Κωνσταντίνος Ε΄ βασιζόταν στην πίστη των Ανατολικών και του θέματος Θρακησίων. Αν και ο σφετεριστής τάχθηκε κατά της Εικονομαχίας, ενώ ο νόμιμος αυτοκράτορας παρέμεινε πιστός στη θρησκευτική πολιτική του πατέρα του, δε νομιμοποιούμαστε να υποθέσουμε ότι οι πληθυσμοί των μικρασιατικών θεμάτων που έλαβαν μέρος στη διαμάχη ήταν αντιστοίχως εικονολάτρες και εικονοκλάστες. Σπουδαιότερο ρόλο στις επιλογές του στρατεύματος έπαιξαν άλλοι παράγοντες, όπως το γεγονός ότι ο Αρτάβασδος ήταν κόμης του Οψικίου και πρώην στρατηγός των Αρμενιάκων, ενώ ο Κωνσταντίνος ήταν γιος του πρώην στρατηγού των Ανατολικών και εξάδελφος του στρατηγού των Θρακησίων.8 Πάντως, η εύκολη, αν και βραχύβια, αναστήλωση των εικόνων και η παρ’ ολίγον απώλεια του θρόνου από έναν δεδηλωμένο εικονόφιλο θα οδηγήσουν τον αυτοκράτορα στη λήψη αυστηρότερων μέτρων κατά της λατρείας των εικόνων, τα οποία στο εξής θα επηρεάσουν άμεσα τη Μικρά Ασία.

2.3. Οι διωγμοί των εικονοφίλων στη Μικρά Ασία επί Κωνσταντίνου Ε΄

Το Φεβρουάριο-Αύγουστο του 754 ο Κωνσταντίνος Ε΄ συγκάλεσε σύνοδο στο ανάκτορο της Ιερείας, κοντά στη Χαλκηδόνα, στην οποία έλαβαν μέρος 388 επίσκοποι.9 Ο αυτοκράτορας είχε ο ίδιος συντάξει θεολογικές πραγματείες κατά της λατρείας των εικόνων (Πεύσεις), ενώ ως συνεργάτες του είχε μέλη του ανώτερου κλήρου της Μικράς Ασίας: πρόεδρος της συνόδου ήταν ο μητροπολίτης Εφέσου Θεοδόσιος, γιος του πρώην αυτοκράτορα Τιβερίου-Αψιμάρου, και κυριότεροι εικονομάχοι εκπρόσωποι οι μητροπολίτες Πέργης (Σισίννιος Παστιλλάς) και Αντιόχειας Πισιδίας (Βασίλειος Τρικάκκαβος). Η σύνοδος απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων και διέταξε την καταστροφή τους.

Η στάση των μικρασιατικών πληθυσμών απέναντι στην Εικονομαχία επί Κωνσταντίνου Ε΄ δεν υπήρξε ενιαία. Οι περισσότεροι άνδρες των ταγμάτων, που υποστήριζαν με φανατισμό τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Κωνσταντίνου Ε΄, είχαν στρατολογηθεί στη Μικρά Ασία. Από την άλλη, η Βιθυνία αποτέλεσε καταφύγιο πολλών εικονοφίλων, όπως του μοναχού Στεφάνου, ιδρυτή ανδρικής μονής στο όρος Σκοπός ή Άγιος Αυξέντιος, πλησίον της Χαλκηδόνος. Προπύργιο των εικονοφίλων έως την εκτέλεσή του το Νοέμβριο του 765 στην Κωνσταντινούπολη, η μονή καταστράφηκε με διαταγή του αυτοκράτορα.10 Αν κρίνουμε από τη συμβουλή του Στεφάνου προς τους μοναχούς να καταφύγουν στον Πόντο και τη Λυκία, φαίνεται ότι και άλλες μικρασιατικές περιοχές χρησίμευσαν ως καταφύγια των εικονοφίλων.

Οι συστηματικότεροι διωγμοί στη Μικρά Ασία έλαβαν χώρα μετά την αποκάλυψη (το 766) συνωμοσίας εικονοφίλων στους κόλπους των στενότερων συνεργατών του, συμπεριλαμβανομένου και του κόμητος του Οψικίου. Το 766/7 ο αυτοκράτορας διόρισε σε ορισμένα θέματα της Μικράς Ασίας νέους στρατηγούς, πιστούς στην πολιτική του. Ο σημαντικότερος από αυτούς ήταν ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων, στρατηγός των Θρακησίων.11 Το 771 συγκέντρωσε στην Έφεσο τους μοναχούς και τις μοναχές του θέματος και τους απείλησε με τύφλωση και εξορία αν δεν εγκατέλειπαν το μοναστικό σχήμα για να παντρευτούν. Το επόμενο έτος, ο Λαχανοδράκων κατάσχεσε την περιουσία των μονών της περιοχής του και τιμώρησε αυστηρά όσους κατείχαν λείψανα αγίων. Οι ενέργειές του αποτελούσαν τη σκληρότερη ως τότε δίωξη εικονοφίλων στη Μικρά Ασία.

Παρόλ' αυτά, φαίνεται ότι οι διώξεις εικονολατρών από τους εικονομάχους ήταν μάλλον περιορισμένες και αφορούσαν κυρίως σε μοναχούς. Η πολιτική του Κωνσταντίνου Ε' στόχευε στη συγκέντρωση της εξουσίας και από την άποψη αυτή στρεφόταν εναντίον του τοπικού πατριωτισμού που, με τον αποκεντρωτικό του χαρακτήρα, αποτελούσε στον 8ο αιώνα μια απειλή για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας. Οι θεολογικές πραγματείες του αυτοκράτορα αναγνώριζαν ελάχιστα μονο σύμβολα περιβεβλημένα με αγιότητα, το σημείο του σταυρού και τη Θεία Κοινωνία, ενώ απέρριπταν την αγιότητα των εικόνων, που ήταν συνδεδεμένες με τοπικές λατρείες και τοπικούς αγίους. Ομοίως, η πολιτική του Κωνσταντίνου Ε΄ έδινε έμφαση στην ενδυνάμωση της ραχοκοκκαλιάς της Βυζαντινής εκκλησίας αναπτύσσοντας μια πολεμική κατά της ιδεολογίας των τοπικών αγίων. Έτσι, ενώ οι επίσκοποι, εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, συντάσσονταν σε γενικές γραμμές για την αυτοκρατορική πολιτική, βρεθηκαν αντίθετα στο στόχαστρο οι μοναχοί, από τις τάξεις των οποίων αναδύονταν τοπικοί άγιοι που δρούσαν στο περιθώριο ή και έξω από το βεληνεκές της επίσημης δομής της Εκκλησίας και του συλλογικού τελετουργικού τυπικού της.12

3. Το τέλος της πρώτης φάσης της Εικονομαχίας

3.1. Η άνοδος της Ειρήνης της Αθηναίας στο θρόνο

Μια νέα περίοδος εγκαινιάσθηκε με τη βασιλεία του Λέοντος Δ΄ (775-780), κατά την οποία έπαψαν οι διώξεις των εικονοφίλων και επιτεύχθηκε ένα είδος συμβιβασμού, αν και η Εικονομαχία συνέχισε να αποτελεί επίσημη πολιτική της αυτοκρατορίας. Η πραγματική αλλαγή επήλθε με τον αιφνίδιο θάνατο του Λέοντος Δ΄ και την ανάληψη της εξουσίας από την εικονόφιλη σύζυγό του Ειρήνη την Αθηναία (780-802), η οποία ασκούσε χρέη επιτρόπου του ανήλικου γιου της. Έχοντας διορίσει εικονόφιλο πατριάρχη της επιλογής της και αρκετούς νέους μητροπολίτες, έχοντας εκδιώξει παλαιούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Ε΄, όπως ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων, η Ειρήνη αποφάσισε να συγκαλέσει οικουμενική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το θέρος του 786, με σκοπό την αναστήλωση των εικόνων. Όμως, η αντίδραση των στρατιωτών των ταγμάτων, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν στρατολογηθεί επί Κωνσταντίνου Ε΄ και παρέμεναν πιστοί στη μνήμη του αυτοκράτορα, την ανάγκασε να αναβάλει τη διεξαγωγή της συνόδου.

Την άνοιξη του 787 η αυτοκράτειρα, υποκρινόμενη ότι σχεδίαζε εκστρατεία εναντίον των Αράβων, διέταξε τα τάγματα να μεταβούν στο στρατόπεδο των Μαλαγίνων στη Βιθυνία. Κατόπιν εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη φρουρά από στρατιώτες των ανατολικών θεμάτων που είχαν μεταφερθεί στη Θράκη για να λάβουν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων. Τα γεγονότα του 786-787 αποδεικνύουν για άλλη μια φορά ότι η θεωρία για πλήρη ταύτιση της Μικράς Ασίας με την εικονομαχική πολιτική δεν είναι αυταπόδεικτη: αν και το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών των ταγμάτων που αντιτάχθηκαν στην αναστήλωση των εικόνων ήταν Μικρασιάτες, η Ειρήνη μπόρεσε και αυτή με τη σειρά της να βασισθεί στα θεματικά στρατεύματα από τη Μικρά Ασία, με τα οποία εξασφάλισε τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Είναι προφανές ότι ο διαχωρισμός μεταξύ εικονοφίλων και εικονομάχων δεν ακολουθούσε σαφή γεωγραφικά όρια.

3.2. Η πρώτη αναστήλωση των εικόνων (787-815)

Με τη Βασιλεύουσα υπό τον έλεγχό της, η αυτοκράτειρα προχώρησε σε εκκαθάριση των ταγμάτων στα Μαλάγινα από τους υποστηρικτές της πολιτικής των Ισαύρων και κατόπιν (φθινόπωρο 787) συνεκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας.13 Όπως και στην περίπτωση της συνόδου της Ιερείας, έτσι και στη Νίκαια τον πρώτο λόγο στη διαμάχη μεταξύ εικονοφίλων και εικονοκλαστών είχε ο ανώτερος κλήρος των μικρασιατικών επισκοπών. Εκ μέρους των εικονοφίλων, η σημαντικότερη μορφή μετά τον πατριάρχη Ταράσιο ήταν ο Ευθύμιος, ο νέος μητροπολίτης Σάρδεων, ο οποίος καταγόταν από τη Λυκαονία, ενώ από την πλευρά των εικονομάχων (τους οποίους όμως κατάφεραν τελικά να μεταπείσουν οι αντίπαλοί τους) ξεχώρισαν ο Γρηγόριος, μητροπολίτης Νεοκαισαρείας, ο Αμορίου Θεοδόσιος, ο Αγκύρας Βασίλειος, ο Θεόδωρος, μητροπολίτης Μύρων, και ο μητροπολίτης Νικαίας Υπάτιος. Η τελευταία συνεδρία της συνόδου έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποφασίσθηκε η αναστήλωση των εικόνων και η καταδίκη της Εικονομαχίας.14 Καμία ουσιαστική αντίδραση στις αποφάσεις της Νίκαιας δε σημειώθηκε στη Μικρά Ασία, απόδειξη του ότι η Εικονομαχία δεν είχε βαθιές ρίζες στον πληθυσμό της περιοχής. Ακόμα και το 790, όταν τα στρατεύματα των Αρμενιάκων και κατόπιν όλων των θεμάτων της Μικράς Ασίας στασίασαν κατά της Ειρήνης και πέτυχαν την απομάκρυνσή της από τον Κωνσταντίνο Στ΄ (780-797), δεν ετέθη ζήτημα επαναφοράς της Εικονομαχίας, αν και ο σημαντικότερος συνεργάτης του νεαρού αυτοκράτορα την περίοδο αυτή ήταν ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων, ενώ πολλοί από τους αποπεμφθέντες το 787 στρατιώτες των ταγμάτων είχαν καταταγεί στους Ανατολικούς. Το 792 τα στρατεύματα των Αρμενιάκων στασίασαν και πάλι, αυτή τη φορά εναντίον του αυτοκράτορα, αλλά ούτε τότε ούτε κατά τη στάση του Βαρδάνη Τούρκου εναντίον του Νικηφόρου Α΄ (803) έγινε λόγος για καταδίκη της λατρείας των εικόνων. Φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Μικράς Ασίας επιθυμούσε πλέον ειρήνη και σταθερότητα στο εσωτερικό.

4. Η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας στη Μικρά Ασία

4.1. Η αναβίωση της Εικονομαχίας επί Λέοντος Ε΄

Η εξωτερική πολιτική των εικονόφιλων αυτοκρατόρων της περιόδου 802-813 χαρακτηρίστηκε από καταστροφικές αποτυχίες, ιδίως στην αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου. Την πολιτική αστάθεια εκμεταλλεύθηκε ο Λέων Αρμένιος, στρατηγός των Ανατολικών, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία το 813. Αν και αρχικά είχε δεσμευθεί να παραμείνει πιστός στα δόγματα της Νίκαιας, το 814 ο Λέων Ε΄ ανέθεσε σε συνεργάτες του τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το ζήτημα της λατρείας των εικόνων και το επόμενο έτος προχώρησε στη σύγκληση νέας συνόδου στην Κωνσταντινούπολη.

Όπως και προηγουμένως, έτσι και στις συζητήσεις του 814-815 πρωταγωνίστησαν Μικρασιάτες ιεράρχες. Της εικονόφιλης μερίδας ηγούντο, μεταξύ άλλων, οι μητροπολίτες Νικαίας Πέτρος, Νικομηδείας Θεοφύλακτος, Κυζίκου Αιμιλιανός, Συνάδων Μιχαήλ, Αμορίου Ευδόξιος, ο Ευθύμιος, πρώην μητροπολίτης Σάρδεων, και ο μικρασιατικής καταγωγής Θεόδωρος Στουδίτης, ενώ ένα από τα σημαντικότερα μέλη της εικονομαχικής επιτροπής του 814 ήταν ο Αντώνιος Κασσιματάς, μητροπολίτης Συλλαίου. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας μπορούσε να βασισθεί στην υποστήριξη μεγάλων μικρασιατικών οικογενειών, όπως των Μελισσηνών από το θέμα Ανατολικών. Το 815 ο Λέων Ε΄ διόρισε πατριάρχη τον Θεόδοτο Μελισσηνό, γιο του παλαιού στρατηγού των Ανατολικών επί Κωνσταντίνου Ε΄. Κατά τη βασιλεία του Λέοντος Ε΄ υπέστησαν διωγμούς οι εικονόφιλοι μοναχοί της ΒΔ Μικράς Ασίας. Επίσης, η Μικρά Ασία χρησίμευσε ως τόπος εξορίας ορισμένων εικονόφιλων ηγετών, όπως του Θεόδωρου Στουδίτη, ο οποίος την περίοδο 815-819 εξορίσθηκε διαδοχικά στα θέματα Οψικίου και Ανατολικών και κατέληξε στο θέμα Θρακησίων (συγκεκριμένα στη Σμύρνη).

Τα Χριστούγεννα του 820 ο Λέων Ε΄ δολοφονήθηκε από τον πρώην συνεργάτη του, τον Μιχαήλ Τραυλό, ο οποίος καταγόταν από το Αμόριον της Φρυγίας. Λίγο μετά την άνοδό του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Μιχαήλ Β΄ κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη στάση του Θωμά του Σλάβου (821-823). Όπως παλαιότερα ο Αρτάβασδος, έτσι και ο Θωμάς παρουσιάσθηκε τώρα ως αντίπαλος της Εικονομαχίας, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη του λαού. Μόνο τα θέματα Οψικίου και Αρμενιάκων έμειναν πιστά στον Μιχαήλ Β΄, αλλά και πάλι πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλους παράγοντες πριν καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με τη σχετική επιρροή εικονοφίλων και εικονοκλαστών στις μικρασιατικές επαρχίες.

4.2. Το τέλος της Εικονομαχίας

Αν και μία από τις πρώτες ενέργειες του Μιχαήλ Β΄ ήταν να διορίσει πατριάρχη τον εικονομάχο μητροπολίτη Συλλαίου Αντώνιο Κασσιματά το 821, εντούτοις η πολιτική του έναντι των εικονοφίλων ήταν σε γενικές γραμμές μετριοπαθής, ειδικά στη Μικρά Ασία. Στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας άνθησαν μοναστικές κοινότητες εικονοφίλων, όπου κατέφυγε ο Θεόδωρος Στουδίτης επιστρέφοντας από την εξορία, ενώ δε μαρτυρούνται συστηματικοί διωγμοί εικονοφίλων.

Τον Μιχαήλ Β΄ τον διαδέχθηκε το 829 ο γιος του Θεόφιλος. Αρχικά και η δική του εικονομαχική πολιτική υπήρξε χαμηλών τόνων, με μοναδικές εξαιρέσεις την εξορία του εικονόφιλου πρώην μητροπολίτη Εφέσου Θεοφίλου και την προσωρινή φυλάκιση του Αντωνίου, εικονόφιλου μοναχού στον Όλυμπο της Βιθυνίας και πρώην υποδιοικητή των Κιβυρραιωτών. Μάλιστα, η μητριά του Ευφροσύνη ήταν εικονόφιλη, όπως και η σύζυγός του Θεοδώρα, η οποία καταγόταν από μεγάλη εικονόφιλη οικογένεια της Παφλαγονίας.

Η στάση του Θεόφιλου άρχισε να σκληραίνει το Δεκέμβριο του 831, όταν αποκαλύφθηκε μία εναντίον του συνωμοσία εκ μέρους εικονοφίλων, στην οποία εμπλεκόταν ο πρώην μητροπολίτης Σάρδεων Ευθύμιος (ο οποίος πέθανε λίγες ημέρες αργότερα από τις κακουχίες της εξορίας) και μέλη της οικογένειας της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Το 833 ο Θεόφιλος εξέδωσε διάταγμα το οποίο επανέφερε σε ισχύ τις εικονομαχικές διατάξεις της συνόδου του 815. Πολλοί εικονόφιλοι αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη Βασιλεύουσα και να καταφύγουν στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Το 838 ο νέος πατριάρχης Ιωάννης Γραμματικός συνεκάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη η οποία αναθεμάτισε τους εικονολάτρες και διέταζε την καταστροφή όλων των εικόνων.

Η εικονομαχική πολιτική του Θεόφιλου, όπως και των προκατόχων του, δεν κατάφερε να αποκτήσει ερείσματα στον απλό λαό. Το Μάρτιο του 843, ένα έτος μετά το θάνατό του, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα συγκάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό την αναστήλωση των εικόνων. Χωρίς να συναντήσει παρά ελάχιστες αντιδράσεις, η αυτοκράτειρα έδωσε οριστικό τέλος στην Εικονομαχία, η οποία είχε ταλαιπωρήσει την αυτοκρατορία για περισσότερα από 100 έτη.

5. Συνέπειες

Η Εικονομαχία προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στη Μικρά Ασία, ιδίως επί της βασιλείας φανατικών εικονοκλαστών αυτοκρατόρων (Κωνσταντίνος Ε΄, Λέων Ε΄, Θεόφιλος). Σοβαρά πλήγματα δέχθηκε ο μοναχισμός στην περιοχή, καθώς πολλές μονές έκλεισαν ή καταστράφηκαν και πολλοί μοναχοί αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, ή να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στον ελλαδικό χώρο και την Ιταλία.

Μία ακόμα συνέπεια της Εικονομαχίας εντοπίζεται στον τομέα της τέχνης. Δεν ξέρουμε σε ποιον βαθμό αλλοιώθηκε ο διάκοσμος εκκλησιών επί Εικονομαχίας, ούτε τι έκτασης ήταν οι καταστροφές φορητών εικόνων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μαρτυρούνται με σαφήνεια παρεμβάσεις, όπως στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στη Νίκαια, όπου το ψηφιδωτό με τη μορφή της Παναγίας στην αψίδα αντικαταστάθηκε (γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα) από έναν σταυρό,15 και στην Αγία Σοφία στη Βιζύη, ενώ η παράδοση ανεικονικών διακόσμων με σταυρούς, που απαντάται σε πολλά επαρχιακά μνημεία στη Μικρά Ασία, ανάγεται συχνά στην περίοδο της Εικονομαχίας. Σε γενικές γραμμές πάντως η καλλιτεχνική παραγωγή θα συνεχίστηκε, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας, στους τομείς πέραν της χριστιανικής εικονογραφίας.16

Οι πλέον μακροπρόθεσμες συνέπειες της Εικονομαχίας δεν περιορίζονται στο μικρασιατικό χώρο, αλλά αφορούν το σύνολο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτές ήταν η ενίσχυση της Ανατολικής Εκκλησίας σε σχέση με τη Ρώμη17 (ειδικά μετά την αφαίρεση των επισκοπών του ελλαδικού χώρου και της Ν. Ιταλίας από τη δικαιοδοσία του Πάπα και η προσάρτησή τους στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στα μέσα του 8ου αιώνα) και η αναγέννηση των γραμμάτων στο Βυζάντιο τον 9ο αιώνα, αποτέλεσμα των φιλολογικών, θεολογικών και ιστορικών ερευνών που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ εικονομάχων και εικονολατρών.




1. P. Brown, «A Dark age crisis: Aspects of the Iconoclastic controversy» English Historical Review 88 (1973), σελ. 1, 27. M.-F. Azépy, «Les enjeux de l'Iconoclasme» στο Cristianità d'Occidente e Cristianità d'Oriente (secoli VI-XI) [=Settimane di studio sull'alto medioevo 51] (Spoleto 2004), σελ.143-4.

2. Το γεγονός αυτό, που παραδοσιακά θεωρείται ότι σηματοδοτεί το ξέσπασμα της Εικονομαχίας, δεν αναφέρεται σε όλες τις πηγές κι ενδεχομένως δεν συνέβη ποτέ, βλ. M.-F. Auzépy, «La destruction de l'icône dy Christ de la Chalcé par Léon III: propagande ou réalité?» Byzantion 55 (1990), σελ. 445-492.

3. Βλ. μεταξύ άλλων Bréhier, L., La querelle des images (Paris 1904), και Martin, E. J., A History of the Iconoclastic Controversy (London 1930).

4. Η Ahrweiler, H., “The Geography of the Iconoclast World”, στο Bryer, A. A - Herrin, Judith (επιμ.), Iconoclasm. Papers given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies (Birmingham 1977), 21-27, αμφισβητεί τις παλαιότερες απόψεις σχετικά με την απόλυτα θετική αντιμετώπιση της Εικονομαχίας από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς, καθώς και την ερμηνεία της στάσης των Ελλαδικών ως κινήματος αποκλειστικά εικονόφιλου. Πρβλ. P. Brown, «A Dark Age crisis...» English Historical Review 88 (1973), σελ. 3-5.

5. Οι δύο Μικρασιάτες ιεράρχες βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη την εποχή που ο αυτοκράτωρ προέβη στα πρώτα εικονοκλαστικά του μέτρα και θεωρείται ότι τον επηρέασαν στη λήψη της απόφασής του. Βλ. Ostrogorsky, G., “Les débuts de la querelle des images”, στο Mélanges Charles Diehl, 1 (Paris 1930), σελ. 233-255. Επιπλέον, στον κατάλογο των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας θα πρέπει να προστεθεί και ο Ιωάννης, μητροπολίτης Συννάδων. Παρόλ' αυτά, ο ρόλος τως επισκόπων αυτών δεν θα πρέπει να υπερτιμηθεί, βλ. J. Herrin, «The Context of Iconoclast Reform» στο A. Bryer - J. Herrin, (ed.), Iconoclasm (Birmingham 1977), σελ. 15-20.

6. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό χρονογράφο Θεοφάνη, ο στρατιώτης ονομαζόταν Κωνσταντίνος και ανήκε στο επιτελείο του Αρτάβασδου, του Βυζαντινού στρατιωτικού διοικητή της περιοχής. Ο θάνατος του εν λόγω στρατιώτη από βλήμα αραβικού λιθοβόλου, ενώ βρισκόταν στις επάλξεις του τείχους, θεωρήθηκε θεϊκή τιμωρία για την ανόσια πράξη του.

7. Την απομάκρυνση και αργότερα την καταστροφή των λειψάνων τις είχε διατάξει ο Λέων Γ΄, αλλά μεταγενέστερες πηγές απέδιδαν τις ενέργειες αυτές στον Κωνσταντίνο Ε΄. Ο Wortley, J., “Iconoclasm and Leipsanoclasm: Leo III, Constantine V and the Relics”, Byzantinische Forschungen 8 (1982), 274-277, αμφισβητεί την ιστορικότητα του συγκεκριμένου γεγονότος.

8. Kaegi, W. E., “The Byzantine Armies and Iconoclasm”, Byzantinoslavica 27 (1966), σελ. 48-70.

9. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν τη σύνοδο οικουμενική, ενώ οι εικονόφιλοι τη χαρακτήρισαν ακέφαλη, καθώς κανένας εκπρόσωπος του Πάπα ή των ανατολικών πατριαρχείων δεν παρίστατο, ενώ ακόμα και ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης την εποχή εκείνη ήταν προσωρινά κενός.

10. Για τον πολιτικό χαρακτήρα της δίψξης του αγίου Στεφάνου του Νέου, βλ. P. Kalrin-Hayter, «Iconoclasm» στο C. Mango (ed.) The Oxford History of Byzantium (Oxford-New York 2002), σελ. 157-8.

11. Εκτός από τον Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα, στους νεοδιορισμένους πιστούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Ε΄ περιλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Μελισσηνός, στρατηγός των Ανατολικών, και ο Μάνης, στρατηγός των Βουκελλαρίων.

12. P. Brown, «A Dark Age crisis...» English Historical Review 88 (1973), σελ. 26-31.

13. Πιθανώς η επιλογή του τόπου να μην ήταν τυχαία, καθώς η Νίκαια ήταν το διοικητικό κέντρο του θέματος Οψικίου, οι άνδρες του οποίου και ο ίδιος ο διοικητής τους, ο Πετρωνάς, ήταν πιστοί στην Ειρήνη, συνεπώς η ασφάλεια της συνόδου ήταν εξασφαλισμένη.

14. Από θεολογικής απόψεως, η Εικονομαχία έχει ερμηνευτεί ως η συνέχεια των μεγάλων χριστολογικών ζητημάτων και ερίδων της Βυζαντινής θεολογίας από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα, βλ. J. Meyendorff, Christ in Early Christian Thought, (Crestwood N.Y. 1975), C. von Schönborn, L'icône du Christ. Fondements théologiques élaborés entre le Ier et le IIe concile de Nicée (323-787) (Fribourg 1976), σελ. 142-235. Για τη θεολογία της εικονομαχικής έριδας βλ. επίσης, ενδεικτικά, G. Ladner, « Origin and Significance of the Iconoclastic Controversy»,  Medieval Studies 2 (1940), σελ. 127-149· G. Ladner, «The Concept of the Image in the Greek Fathers and the Byzantine Iconoclastic Controversy», Dumbarton Oaks Papers 7 (1953), σελ. 1-34· P.J. Alexander, «The Iconoclastic Council of St Sophia (815) and its Definition (Horos)», Dumbarton Oaks Papers 7 (1953), σελ. 35-66· L. Barnard, «The Theology of Images» στο A. Bryer - J. Herrin, (ed.), Iconoclasm (Birmingham 1977), σελ. 7-13· S. Gero «The Eucharistic Doctrine of the Byzantine Iconoclasts and its Sources», Byzantinische Zeitschrift 68 (1975), σελ. 4-22.

15. Μετά το 843 ο σταυρός αντικαταστάθηκε από νέο ψηφιδωτό με απεικόνιση της Θεοτόκου. Underwood, P. A., “The Evidence of Restorations in the Sanctuary Mosaics of the Church of the Dormition at Nicaea”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 235-243.

16. Για την τέχνη στην εποχή της Εικονομαχίας βλ. A. Grabar, L'Iconoclasme. Dossier archéologique (Paris 21984), σελ. 164-263· R. Cormack, «The Arts during the Age of Iconoclasm» στο A. Bryer - J. Herrin, (ed.), Iconoclasm (Birmingham 1977), σελ. 35-44· A. Cutler, «The Byzantine Psalter: Before and after Iconoclasm», στο ίδιο, σελ. 93-102· A. Wharton Epstein, «The 'Iconoclast' Churches of Cappadocia», στο ίδιο, σελ. 103-111· C. Barber, Figure and Likeness. On the limits of representation in Byzantine Iconoclasm (Princeton - Oxford 2002)· L. Brubaker, «The artisanal production of second Iconoclasm (815-843)» in M. Kaplan (ed.) Monastères, images, pouvoirs et société à Byzance (Paris 2006), σελ. 135-152. Βλ. επίσης «Icons: The evidence from Mount Sinai, The Icons, Icons of questionable assosiation with Iconoclasm, The evidence from texts, Conclusions» στο L. Brubaker - J. Haldon (ed.) Byzantium in the Iconoclastic Era (ca. 680-850): The Sources. An annotated survey. (Aldershot 2001), σελ. 55-74.

17. Για τη στάση του Πάπα απέναντι στην Εικονομαχία, που σήμανε μια σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα σε Ανατολική και Δυτική Εκκλησία, βλ. ενδεικτικά P. Llewellyn, «The Roman Church on the Outbreak of Iconoclasm» A. Bryer - J. Herrin, (ed.) Iconoclasm (Birmingham 1977), p. 29-34· J. Gouillard, "Aux origines de l'Iconoclasme: le témoignage de Grégoire II?" Travaux et Mémoires 3 (1968), σελ. 243-307.