1. Καταγωγή
Αν και παλιότερα πιστευόταν ότι υπήρχε μόνο ένας γλύπτης Βρύαξις στην Αρχαιότητα, η σύγχρονη έρευνα έχει εντοπίσει δύο με αυτό το όνομα, που σταδιοδρόμησαν μεταξύ του 370 και του 270 π.Χ. Με βάση το όνομά τους φαίνεται ότι κατάγονταν από την Καρία και ήταν συγγενείς.
2. Βρύαξις Α΄
Ο πρεσβύτερος Βρύαξις ή Βρύαξις Α΄ γεννήθηκε γύρω στο 390 π.Χ., εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα –γι’ αυτό αναφέρεται και ως Αθηναίος στις γραπτές πηγές–1 και εργάστηκε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Το όνομά του εμφανίζεται γύρω στο 350 π.Χ. σε μαρμάρινη βάση τρίποδα από την Αγορά της Αθήνας που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις ιππέων.2 Μόνο αυτό το έργο μπορεί να αποδοθεί με σιγουριά στον πρεσβύτερο Βρύαξι.3 Από τις γραπτές πηγές παραδίδεται επίσης ότι εργάστηκε μαζί με το Λεωχάρη, το Σκόπα και τον Τιμόθεο για το γλυπτό διάκοσμο του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού (360-350 π.Χ.), του οποίου είχε αναλάβει τη βόρεια πλευρά.4 Έχουν γίνει προσπάθειες να του αποδοθούν κάποιες από τις πλάκες της ζωφόρου της Αμαζονομαχίας με βάση κυρίως τις παραστάσεις των αλόγων, που εμφανίζουν ομοιότητες με αυτά στη βάση του τρίποδα από την Αθήνα.5
Ο Βρύαξις θεωρούνταν παραδοσιακά δημιουργός δύο διάσημων ανδριάντων από το Μαυσωλείο, γνωστών ως Μαύσωλος και Αρτεμισία,6 κάτι που σήμερα αμφισβητείται. Η δραστηριότητά του στην Αθήνα και στην Αλικαρνασσό οδήγησε τη σύγχρονη έρευνα να του αποδώσει και άλλα έργα, κυρίως από τη Μικρά Ασία, που μας είναι γνωστά μόνο από γραπτές πηγές. Σε αυτά περιλαμβάνονται ένα άγαλμα Ασκληπιού και ένα άγαλμα Υγείας που είδε ο Παυσανίας7 στα Μέγαρα, ένα μαρμάρινο άγαλμα Διονύσου στην Κνίδο,8ένα σύμπλεγμα Δία και Απόλλωνα με λέοντες στα Πάταρα της Λυκίας, που αποδίδεται όμως και στο Φειδία,9 πέντε χάλκινα κολοσσικά αγάλματα θεών στη Ρόδο10 και πιθανώς ένα άγαλμα Πασιφάης,11 που μεταφέρθηκε αργότερα στη Ρώμη.
3. Βρύαξις Β΄
Ο νεότερος Βρύαξις ή Βρύαξις Β΄ ήταν πιθανότατα γιος ή εγγονός του προηγούμενου. Σε αυτό συνηγορεί και μια αρχαία πηγή.12 Φιλοτέχνησε γύρω στο 300-281 π.Χ. ένα κολοσσικό λατρευτικό άγαλμα (ύψους 12 μ.) όρθιου Απόλλωνα με λύρα στη Δάφνη, κοντά στην Αντιόχεια της Συρίας. Σύμφωνα με μια άποψη το γλυπτό θα μπορούσε να έχει γίνει νωρίτερα για άλλη πόλη και να μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια από το Σέλευκο Α΄ Νικάτορα αμέσως μετά την ίδρυσή της το 301 π.Χ. Το έργο αυτό καταστράφηκε από φωτιά το 362 μ.Χ., ο αγαλματικός τύπος του όμως μας είναι γνωστός από ένα νόμισμα του Αντιόχου Δ΄ Επιφανούς (175-163 π.Χ.)13 και από κάποια ρωμαϊκά αυτοκρατορικά νομίσματα, όπως και από τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων.14
Ο Απόλλωνας του Βρυάξιδος ήταν ένα ακρόλιθο άγαλμα με επιχρυσωμένα τα ντυμένα του μέρη. Απεικόνιζε το θεό όρθιο, ντυμένο με πέπλο και ιμάτιο, να κρατά τη λύρα με το αριστερό του χέρι και φιάλη προσφορών στο δεξί. Το έργο θα πρέπει να επηρέασε ιδιαίτερα τα ύστερα ελληνιστικά και ρωμαϊκά αγάλματα Απόλλωνα και Μουσών, τα οποία πιθανότατα απηχούν το χαμένο πρωτότυπο έργο του Βρυάξιδος.
Με αυτόν το Βρύαξι συνδέθηκε από το φιλόσοφο και ιστορικό του 1ου αι. μ.Χ. Αθηνόδωρο της Ταρσού15 το κολοσσικό (ύψους 12 μ.) καθιστό λατρευτικό άγαλμα του Σαράπιδος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που έχει προκαλέσει πολλά ερωτηματικά στη σύγχρονη έρευνα. Το πρωτότυπο έργο καταστράφηκε από τους χριστιανούς τον 4ο αι. μ.Χ., υπάρχει όμως μια υπερφυσικού μεγέθους παραλλαγή στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Το πρωτότυπο έργο ήταν παραγγελία πιθανότατα του Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρος (305-283 π.Χ.). Ορισμένες αρχαίες πηγές16 επίσης αναφέρουν ότι ένα παλαιότερο άγαλμα Άδη φιλοτεχνήθηκε από το Βρύαξι για την πόλη της Σινώπης στη Μαύρη θάλασσα και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Α΄. Σύμφωνα με τον Τάκιτο17 το άγαλμα του Σαράπιδος φιλοτεχνήθηκε τον 4ο αι. π.Χ. για τη Μέμφιδα της Αιγύπτου και αργότερα μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν φτιαγμένο από ξύλινο πυρήνα, πιθανότατα επενδυμένο με ένα συνδυασμό ποικίλων μετάλλων και πολύτιμων λίθων, που έδιναν στην επιφάνειά του μια σκούρα μπλε απόχρωση (θα μπορούσε όμως να ήταν και χρυσελεφάντινο).18 Ο Σάραπις απεικονιζόταν ως θεός της γονιμότητας και του Κάτω Κόσμου, με τρόπο που συνδύαζε ελληνικά και μη στοιχεία. Φορούσε χιτώνα και ιμάτιο, έφερε στο κεφάλι κάλαθο, που ήταν πρότυπο μέτρο χωρητικότητας δημητριακών, και είχε πυκνά και μακριά μαλλιά και γένια. Κρατούσε σκήπτρο στο αριστερό του χέρι και με το δεξί ετοιμαζόταν να αγγίξει ένα από τα τρία κεφάλια του Κέρβερου, σκύλου που προστάτευε την είσοδο του Κάτω Κόσμου, ο οποίος στεκόταν δίπλα του. Τον αγαλματικό αυτό τύπο του Σαράπιδος επινόησε πιθανότατα ο Βρύαξις. Φαίνεται ότι θέλησε να συγχωνεύσει σε αυτόν το μεγαλείο του αγάλματος του Δία του Φειδία στην Ολυμπία με την προσωπική γοητεία του Ασκληπιού και το μυστηριώδη χαρακτήρα του Πλούτωνα. Ήταν μάλλον η τελευταία φορά που εκφράστηκε στην τέχνη η ροπή προς τις προσωπικές και μυστικές πλευρές της θρησκευτικής εμπειρίας, ροπή η οποία χαρακτήριζε την Ελληνιστική εποχή.
Πιθανότατα αυτός είναι ο Βρύαξις που αναφέρεται ως χαλκοπλάστης από τον Πλίνιο,19 ο οποίος μας παραδίδει δύο άγνωστα κατά τα άλλα έργα του, έναν Ασκληπιό και ένα πορτρέτο του βασιλιά της Συρίας Σελεύκου Α΄ Νικάτορος (305-281 π.Χ.). Ανάμεσα στα αντίγραφα άλλων χαμένων έργων που αποδίδονται στο Βρύαξι με βάση την ομοιότητά τους με το Σάραπι είναι και μια κεφαλή του Δία.20
4. Αποτίμηση
Οι δύο γλύπτες από την Καρία θεωρείται ότι ερμήνευσαν με το δικό τους τρόπο τις μορφές των ελληνικών θεών, συνδυάζοντας τα ελληνικά πρότυπα με τη μη ελληνική νοοτροπία, με αποτέλεσμα οι μορφές τους να αντανακλούν την ανάδυση του ελληνιστικού πολιτισμού.
1. Κλήμ. Αλ., Προτρ. 4.48.1-3 (FGH 746 F 3). 2. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 1733· Picard, Ch., Manuel d'archéologie grecque: La Sculpture 4 (Paris 1963), σελ. 858-863· Richter, G.M.A., The Sculpture and Sculptors of the Greeks 4 (New Haven 1970), εικ. 771-772. 3. Υπήρχε και μια άλλη βάση στη Ρώμη, χαμένη σήμερα, που έφερε τη λατινική επιγραφή Opus Bryaxidis· πρόκειται όμως για ρωμαϊκό αντίγραφο ενός χαμένου έργου του Βρυάξιδος. 4. Plin., ΗΝ 36.30-31· Vitr. 7, Πρόλογος 12-13. 5. Έχουν προταθεί διάφορες πλάκες που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Π.χ. οι αρ. 1009 και 1019 ή οι 1018, 1019, 1020 και 1021. Κυρίως όμως η 1019. 6. Βρίσκονται και οι δύο στο Βρετανικό Μουσείο. 9. Κλήμ. Αλ., Προτρ. 4.47. 11. Tatian, Oratio ad Graecos 33· Coarelli, F., “Il complesso pompeiano del Campio Marzio e la sua decorazione scultorea”, Pontifica Accademia Romana di Archeologia. Rendiconti 44 (1971-1972), σελ. 99-106. 13. Πρώην ιδιωτική συλλογή R. Jameson. 14. Π.χ. Λιβάν., Λόγ. 60.8-12· Φιλοστόργ., σελ. 87, 19-88, 9· Downey, G., Ancient Antioch (Princeton 1963), σελ. 43, εικ. 17· Hermann, W., “Zum Apollo Borghese”, AA (1973), σελ. 658-663· Fuchs, M., “Eine Musengruppe aus dem Pompeius-Theater”, MDAI(R) 89 (1982), σελ. 69-80· Linfert, A., “Der Apollon von Daphne des Bryaxis”, DaM 1 (1983), σελ. 165-173· Stewart, A., Greek Sculpture. An Exploration (New Haven - London 1990), σελ. 202, 221, 282, 300, εικ. 629. 15. Αναφέρεται από τον Κλήμ. Αλ., Προτρ. 4.48.1-3 (FGH 746 F 3). Για το ποιος καλλιτέχνης φιλοτέχνησε το Σάραπι της Αλεξάνδρειας και πότε βλ. συνοπτικά Frazer, P.M., Ptolemaic Alexandria (Oxford 1972), σελ. 246-276· Hornbostel, W., Sarapis: Studien zur Überlieferungsgeschichte, der Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt eines Gottes (Leiden 1973)· Pollitt, J.J., Η Τέχνη στην Ελληνιστική Εποχή, μτφρ. από τα αγγλικά Α. Γκαζή (Αθήνα 1994), σελ. 345-347· Stewart, A., Greek Sculpture. An Exploration (New Haven - London 1990), σελ. 20, 28, 196, 200-203, 282, 301, 325. 16. Tac., Hist. 4.83-84· Πλούτ., Ηθ. 361F-362A. 18. Hornbostel, W., Sarapis: Studien zur Überlieferungsgeschichte, der Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt eines Gottes (Leiden 1973). 20. Η λεγόμενη κεφαλή Διός Otricoli, Ρώμη, Βατικανό, Museo Pio-Clementino.
|
|
|