Βοτανειάτες

1. Γενικά

Οι Βοτανειάτες ήταν βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια από τη Μικρά Ασία. Θεωρείται ότι κατάγονταν από το χωριό Βοτάνη, από το οποίο έλαβαν και το οικογενειακό τους όνομα. Πολλές γενεές της οικογένειας των Βοτανειατών είχαν δεσμούς με την περιοχή της Φρυγίας, συγκεκριμένα με το θέμα Ανατολικών. Τα πρώτα στοιχεία για την οικογένεια χρονολογούνται στον 9ο αιώνα. Η άνοδος της οικογένειας άρχισε την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025), όταν μέλη της μνημονεύονται μεταξύ των στρατηγών που έδρασαν στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων. Οι Βοτανειάτες σημείωσαν τη μεγαλύτερη ακμή τους στη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου Γ΄. Το 12ο αιώνα, επί της δυναστείας των Κομνηνών, οι Βοτανειάτες κατόρθωσαν να παραμείνουν σε υψηλές θέσεις, χάρη στους δεσμούς συγγένειας που είχαν συνάψει με τους Κομνηνούς και τους Δούκες. Από τα τέλη του 12ου αιώνα η κοινωνική θέση της οικογένειας αυτής αρχίζει να υποβιβάζεται.

2. Η καταγωγή και η απαρχή της οικογένειας των Βοτανειατών

Θεωρείται ότι η οικογένεια των Βοτανειατών καταγόταν από το χωριό Βοτάνη, κοντά στα Σύναδα (σημ. Şuhut) της Φρυγίας,
1 από το οποίο προήλθε το οικογενειακό τους όνομα. Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τα μέλη της οικογένειας δείχνουν ότι για πολλές γενεές οι Βοτανειάτες είχαν δεσμούς με την περιοχή. Έτσι, οι πηγές αναφέρουν ότι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης, το πλέον εξέχον μέλος της οικογένειας, καταγόταν από την τοποθεσία Λάμπη στη Φρυγία, στο θέμα Ανατολικών.2

Η πρώτη ασφαλής μνεία της οικογένειας των Βοτανειατών τοποθετείται στον 9ο αιώνα.
3 Όμως, οι επόμενες πληροφορίες για τους εκπροσώπους της οικογένειας χρονολογούνται στις αρχές του 11ου αιώνα. Το γεγονός ότι για έναν αιώνα οι Βοτανειάτες δεν μνημονεύονται στις πηγές μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πραγματική άνοδος της οικογένειας αρχίζει την εποχή του Βασιλείου Β΄. Έτσι, θα πρέπει να κατατάξουμε τους Βοτανειάτες μεταξύ εκείνων των οικογενειών στις οποίες η εντατικοποίηση της στρατιωτικο-επεκτατικής πολιτικής, που άρχισε στο β΄ ήμισυ του 10ου αιώνα, έδωσε τη δυνατότητα να ανέλθουν και να καταλάβουν θέση στις τάξεις της στρατιωτικής αριστοκρατίας.4

3. Οι Βοτανειάτες την εποχή του Βασιλείου Β΄

Όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά από έναν αιώνα σιωπής, οι πηγές του 11ου αιώνα αρχίζουν πάλι να παρέχουν ειδήσεις για τα μέλη της οικογένειας των Βοτανειατών. Έτσι, από την εποχή του Βασιλείου Β΄ μάς είναι γνωστά δύο μέλη αυτής της οικογένειας, ο παππούς και ο πατέρας του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄, αμφότεροι στρατηγοί.

Ο πρώτος από αυτούς, ο οποίος κατά τον ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη ονομαζόταν Θεοφύλακτος, ενώ σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη λεγόταν Νικηφόρος,
5 συμμετείχε ως δουξ Θεσσαλονίκης στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων του κράτους του Σαμουήλ. Το θέρος του 1014 έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων που ακολούθησαν τη μάχη του Κλειδίου.6

Ο Μιχαήλ Βοτανειάτης, γιος του προηγούμενου, συμμετείχε μαζί με τον πατέρα του στις επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και φέρεται να διακρίθηκε ιδιαίτερα στην άμυνα της πόλης. Δεν είναι γνωστό ποιο αξίωμα κατείχε την εποχή εκείνη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Μιχαήλ έλαβε μέρος στις εκστρατείες του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ εναντίον των Αβασγών (1021-1022).

Τα στοιχεία που αναφέραμε δείχνουν ότι στις αρχές του 11ου αιώνα η οικογένεια των Βοτανειατών κατείχε εξέχουσα θέση στην ιεραρχία της βυζαντινής αριστοκρατίας. Η αρχή της ανόδου τους θα πρέπει να αναζητηθεί στην εποχή του Βασιλείου Β΄, όταν οι πολεμικές συγκυρίες έδιναν στους ικανούς στρατηγούς την ευκαιρία για γρήγορη άνοδο. Πρέπει να τονίσουμε ότι ούτε ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, που έγραψε τον πανηγυρικό του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄, δεν αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν της οικογένειας των Βοτανειατών , δεδομένου του ότι από τους προγόνους του αυτοκράτορα γνώριζε μόνο τους προαναφερθέντες δύο στρατηγούς του Βασιλείου Β΄. Εντούτοις, αναζητώντας τρόπους για να προβάλει το κύρος της οικογένειας στην οποία ανήκε ο αγαπημένος του αυτοκράτορας, συνδέει τους Βοτανειάτες με τους Φωκάδες, οι οποίοι, σύμφωνα με το θρύλο που καλλιεργούσαν οι ίδιοι, είχαν τις ρίζες τους στη ρωμαϊκή οικογένεια των Φαβίων.
7

4. Οι Βοτανειάτες στο αποκορύφωμα της δύναμής τους: η βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄

Το πλέον εξέχον μέλος της οικογένειας των Βοτανειατών ήταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄. Πριν από την ανάληψη της εξουσίας, ο Νικηφόρος είχε μία μακρά και επιτυχημένη σταδιοδρομία στο στρατό. Άρχισε τη σταδιοδρομία του επί βασιλείας Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042–1055). Μολονότι δεν μας είναι γνωστές λεπτομέρειες για την αρχή της υπηρεσίας του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής στις στρατιωτικές του δραστηριότητες. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί το γεγονός ότι την εποχή της εξέγερσης του Ισαακίου Κομνηνού (1057), την οποία και στήριξε, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης έφερε ήδη τον τίτλο του μαγίστρου και εθεωρείτο ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της στρατιωτικής αριστοκρατίας.
8

Η άνοδος του Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού στην εξουσία άνοιξε στο Νικηφόρο Βοτανειάτη το δρόμο προς τα πλέον εξέχοντα στρατιωτικά αξιώματα. Τη δεκαετία του 1060 διακρίθηκε ως διοικητής στρατευμάτων στα Βαλκάνια, ενώ αργότερα έλαβε το αξίωμα του δουκός Αντιοχείας. Παράλληλα, ισχυροποίησε και την πολιτική του θέση, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι το 1067-1068 ήταν ένας από τους υποψηφίους για το θρόνο, ενώ υπήρξε ο τρίτος κατά σειρά στασιαστής από το 1057 ο οποίος κατέλαβε την αυτοκρατορική αρχή (με πρώτους τους Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό και Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα). Τον Οκτώβριο του 1077 ο Νικηφόρος Βοτανειάτης ξεκίνησε για την κατάληψη του θρόνου από τη γενέτειρά του, το θέμα Ανατολικών, του οποίου τότε διατελούσε στρατηγός, φέροντας και τον υψηλό τίτλο του κουροπαλάτη. Ο Νικηφόρος στέφθηκε αυτοκράτορας το 1078 και η
βασιλεία του αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία των Βοτανειατών. Όμως, το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118) ανέτρεψε τον γηραιό αυτοκράτορα και τον έκλεισε σε μοναστήρι, όπου πέθανε λίγους μήνες αργότερα.

5. Οι Βοτανειάτες την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών

Το γεγονός ότι η οικογένεια των Βοτανειατών κατόρθωσε να κρατηθεί στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας και μετά την ανατροπή του Νικηφόρου Γ΄ οφείλεται στους συγγενικούς δεσμούς που η οικογένεια αυτή είχε συνάψει με τη δυναστεία των Κομνηνών, καθώς και με μέλη της οικογένειας των Συναδηνών.9 Οι Βοτανειάτες και οι Κομνηνοί προσπάθησαν για πρώτη φορά να αποκτήσουν στενότερες σχέσεις πριν από το 1081, όταν ένας εγγονός του Νικηφόρου Γ΄ αρραβωνιάστηκε την κόρη του Μανουήλ Κομνηνού, αδελφού του μελλοντικού αυτοκράτορα Αλεξίου. Αυτός ο γάμος πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, περί το 1085.
10 Επίσης, γύρω στα 1110-1112, ο Αλέξιος Α΄ πάντρεψε την Ευδοκία, κόρη του αδελφού του, σεβαστοκράτορα Ισαακίου, με τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, ο οποίος, χάρη στο γάμο αυτόν, τιμήθηκε με τον τίτλο του σεβαστού.11 Τον ίδιο τίτλο έλαβαν και άλλοι εκπρόσωποι της οικογένειας, γνωστοί από το α΄ ήμισυ του 12ου αιώνα: ο Μανουήλ (νυμφευμένος με την Ειρήνη Συναδηνή)12 και ο Γεώργιος (σύζυγος της Ζωής Δούκαινας).13 Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη σταδιοδρομία των δύο αυτών Βοτανειατών του 12ου αιώνα, όμως, όπως προκύπτει από τον τίτλο που τους είχε απονεμηθεί, είναι φανερό ότι κατείχαν εξέχουσα θέση στη βυζαντινή αυλή.

Από το τέλος του 12ου αιώνα η οικογένεια των Βοτανειατών χάνει οριστικά την κοινωνική θέση της.14 Τα μέλη της οικογένειας που εμφανίζονται την επόμενη περίοδο, κατά τους 13ο και 14ο αιώνα, δεν κατείχαν πλέον σημαντικές θέσεις.15




1. Άμαντος, Κ., «Οι Βοτανιάται», Ελληνικά 8 (1935), σελ. 48· Belke, K. – Mersich, N., Phrygien und Pisidien (TIB 7, Wien 1990), σελ. 209.

2. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin – New York 1973), σελ. 488, και Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 185, 213.

3. Schlumberger, G., Sigillographie de l’ Empire byzantin (Paris 1884), 438, αρ. 2· Buckler, G., "A Sixth Century Botaniates", Byzantion 6 (1931), σελ. 405-410. Θεωρείται ότι για το επίθετο αυτό υπάρχουν μαρτυρίες από πολύ νωρίτερα, ακόμα και από τον 6ο αιώνα.  Όμως, πρόκειται για εθνικό όνομα και όχι για οικογενειακό, βλ. Kazhdan, A., "Botaneiates", The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 314.

4. Η ενίσχυση της στρατιωτικής πολιτικής της αυτοκρατορίας αποτελεί χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963-969), του Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή (969-976) και ιδιαίτερα του Βασιλείου Β΄ (976-1025). Την εποχή αυτή οι πολεμικές ανάγκες απαιτούσαν τη συμμετοχή νέων ανθρώπων (διαφόρων εθνοτήτων) στο βυζαντινό στρατό, οι οποίοι, αφού διακρίθηκαν στην υπηρεσία, βραβεύονταν με σημαντικούς τίτλους, ανώτερα αξιώματα και χρήματα. Έτσι, διαπρεπείς αξιωματικοί βρέθηκαν στο ρόλο του γενάρχη μελλοντικών ένδοξων οικογενειών, όπως των Κομνηνών, των Βούρτζηδων κ.ά. Από την άλλη, ο πόλεμος έδωσε τη δυνατότητα γρήγορης ανόδου σε οικογένειες οι οποίες μέχρι τότε δεν κατείχαν εξέχουσα θέση στις τάξεις της βυζαντινής αριστοκρατίας, όπως είναι η περίπτωση των Βοτανειατών. Βλ. λεπτομερώς Krsmanović, B., Uspon vojnog plemstva u Vizantiji XI veka (Βeograd 2001), σελ. 3, 5, 11-13.

5. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin – New York 1973), σελ. 350, 352· Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 230. Ο Kazhdan A. "Botaneiates", The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 314, λανθασμένα θεωρεί ότι στον Θεοφύλακτο του Σκυλίτζη και τον Νικηφόρο του Ατταλειάτη πρέπει να ξεχωρίζουμε δύο διαφορετικές προσωπικότητες που είχαν γιους με το όνομα Μιχαήλ.

6. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 230.

7. Επειδή ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης ήταν θαυμαστής του αυτοκράτορα, τον παρουσιάζει στο έργο του ως απόγονο του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κατά το β΄ ήμισυ του 10ου αιώνα οι Βοτανειάτες απέκτησαν συγγενικούς δεσμούς με τους Φωκάδες. Βλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 217, 228, 229. Σύμφωνα με τον Djurić, I., "Porodica Foka", Zbornik Radova Vizantinoslog Intituta 17 (1976), σελ. 219 και υποσ. 11, πρόκειται για έμμεση συγγένεια. Πρβ. Cheynet, J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance 963-1210 (Paris 1990), σελ. 217 υποσ. 70, 68 υποσ. 49.

8. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin – New York 1973), σελ. 495.

9. Ο Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Xρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Skylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 185, σημ. 23-26, αναφέρει ως ανιψιά του Νικηφόρου Γ΄ την κόρη του Θεοδούλου Συναδηνού, ενώ η Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Reinsch, D.R. – Kambylis, A. (επιμ.), Annae Comnenae Alexias (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 40, Berlin – New York 2001), σελ. 57, 75-82, μιλά για κάποιον Συναδηνό, συγγενή του Βοτανειάτη, στον οποίο ο τελευταίος σκόπευε να αφήσει το θρόνο.

10. Βαρζός, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών 1 (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 123.

11. Βαρζός, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών 1 (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 172-173. Πρβ. Kazhdan, A., "Some Notes on the Byzantine Prosopography of the Ninth through the Twelfth Centuries", Byzantinische Forschungen 12 (1987), σελ. 67-68.

12. Βαρζός, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών 1 (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 274-275. Αυτός ο Μανουήλ ήταν ιδιοκτήτης γης στην περιοχή της Βερροίας. Βλ. Gautier, P., "Le typikon du Christ Sauveur Pantocrator", Revue des Études Byzantines 32 (1974), σελ. 123· Cheynet, J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance 963-1210 (Paris 1990), σελ. 239, σημ. 273.

13. Polemis, D., The Doukai. A Contribution to Byzantine Prosopography (London 1968), σελ. 79, αρ. 33· Βαρζός, Κ., Η γενεαλογία των Κομνηνών 1 (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 280-281.

14. Βλ. Miklosich, F. – Müller, J., Acta et diplomata graeca medii aevi 6(Wien 1890), σελ. 136, όπου αναφέρεται ο Ιωάννης Βοτανειάτης, ταβουλλάριος στην Κρήτη.

15. Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit 2 (Wien 1977), αρ. 3001-3003.