Βαλαβάνης Ιωακείμ

1. Νεανικά χρόνια και σπουδές

Ο Ιωακείμ Βαλαβάνης γεννήθηκε το 1858 στο Αραβάνι της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Δημήτρης Μπαλαμπάν, που ήταν ιχθυοπώλης, μετοίκησε με την πολυμελή οικογένειά του στο ακμάζον τότε Μεταλλείο Ταύρου (Μπουγάμαντεν), όπου μετέφερε ψάρια από μια λίμνη κοντά στο Ικόνιο. Παρά την οικονομική στενότητα της οικογένειας, «ο πατήρ Βαλαβάνης […] εφρόντισεν ώστε όλα τα παιδιά του να μάθουν γράμματα, ακόμη και τα κορίτσια του, πράγμα σπάνιον διά την εποχήν εκείνην».1 Ο νεαρός Ιωακείμ, αφού έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση,2 κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη για να «μάθει τέχνη» υπό την προστασία του συμπατριώτη του Χ. Κάζογλου, μεγαλέμπορου σιδηρικών. Οι πληροφορίες από τις πηγές διίστανται ως προς τη φύση των ευθυνών του στις επιχειρήσεις του προστάτη του,3 συμφωνούν όμως ως προς τις κακές επιδόσεις του: ο μαθητευόμενος, διαρκώς απορροφημένος από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου, αδυνατούσε να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά του. Για το λόγο αυτό «ο προϊστάμενός του Χ. Κάζογλου, όσον και οι οικείοι και συμπατριώται του, εσκέφθησαν να τον εισάξουν εις μιαν σχολήν»,4 και έτσι, είτε με υποτροφία του Πατριαρχείου επί Ιωακείμ Β΄5 είτε με την αρωγή του Κάζογλου,6 ο Βαλαβάνης κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στη συνέχεια φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 7 και το 1889 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας.

2. Εκπαιδευτικό έργο

Αφού αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών ο Βαλαβάνης εργάστηκε ως καθηγητής, πρώτα σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στην Αθήνα και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα κατά πάσα πιθανότητα λίγο πριν από το 1890. Το έτος εκείνο παντρεύτηκε την Πολυξένη Γεράρδου,8 με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Κατά τα έτη 1892-1895 εξέδωσε τη Νεοελληνική κιβωτό, τρίτομη ανθολογία των νέων Ελλήνων πεζογράφων και ποιητών που διδάσκονταν στα ελληνικά σχολεία, με ερμηνευτικά σχόλια. Άλλα διδακτικά του έργα είναι τα Απανθίσματα ελληνικών γραμμάτων και το Αναγνωσματάριον εκ του Ηροδότου, για το οποίο βραβεύτηκε από τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως στον Καραπάνειο αγώνα του 1894. Στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου και στο Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, προτού διοριστεί το 1903 καθηγητής των Νέων Ελληνικών και των Συνθέσεων στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ως καθηγητής, παραδίδεται πως είχε «χαρακτήρα λαμπρόν, ήθος πράον και διδακτική ικανότητα»9 και πως προσπαθούσε ιδιαίτερα να εμψυχώσει τους μαθητές που, όπως και αυτός, κατάγονταν από τις απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας,10 οι οποίοι συνήθως ήταν και οι φτωχότεροι. Αναφέρεται ότι το 1919 ο Βαλαβάνης επιδίωξε να διοριστεί καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ο Ε. Βενιζέλος, σε προσωπική συνάντηση μαζί του, τον απέτρεψε από το να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, που «θα κατελαμβάνετο υπό της Ελλάδος».11 Έτσι, παρέμεινε στη Σχολή μέχρι το θάνατό του, το 1921.12 Τάφηκε στο νεκροταφείο Σισλή της Κωνσταντινούπολης και τα οστά του κατατέθηκαν στο μαυσωλείο που ανέγειραν στο Σισλή οι τελειόφοιτοι των ελληνικών ανώτερων σχολών στη μνήμη των καθηγητών τους.

3. Ζώντα μνημεία και εργογραφία

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Βαλαβάνης είχε συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, και ιδιαίτερα με τον Παρνασσό, δημοσιεύοντας μελέτες και μεταφράσεις. Το 1891 εκδόθηκαν στην Αθήνα με τον τίτλο Μικρασιατικά τα δημοσιεύματά του αυτά που αναφέρονταν στη ζωή των κατοίκων της ιδιαίτερης πατρίδας του και με τα οποία επιδίωκε να «δείξει υμίν ως εν καλειδοσκοπίω χώρας ελληνικωτάτας, ανηκούσας προαιωνίοις δικαιώμασι τω Ελληνισμώ, εν ταις κλιτύσι του Ταύρου και Αργαίου, επί των οχθών του Κύδνου και του Άλυος, παρά τον χρυσορρόαν Πακτωλόν και τον ομηρικόν Σκάμανδρον».13 Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνονται λαϊκές και θρησκευτικές παραδόσεις, μύθοι, ανέκδοτα του Νασρεδίν Χότζα, λαογραφικές περιγραφές κτλ.: ένα πλήθος πληροφοριών πολύτιμων για τη σπανιότητά τους, αλλά και για τη ζωντάνια με την οποία αποδίδονται. Έτσι, στις Σελίδες εκ του οικογενειακού βίου των εν Μικρά Ασία Ελλήνων ο συγγραφέας καταφέρνει να στήσει γύρω από ένα διήγημα αμφίβολης λογοτεχνικής ποιότητας μια αξιόλογη μελέτη της καθημερινής ζωής των Καππαδοκών του β΄ μισού του 19ου αιώνα, με κύριο άξονα τις μεταναστεύσεις του ανδρικού πληθυσμού. Το έργο αυτό, όπως και το ανέκδοτο χειρόγραφό του Γλωσσάριον Αραβανιώτικον, που βραβεύτηκε το 1892 στο Ζωγράφειο αγώνα του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, τον αναδεικνύουν, μαζί με τους σύγχρονούς του Αναστάσιο Λεβίδη και Γεώργιο Παχτίκο, σε σημαντικό συλλέκτη και μελετητή των ζώντων μνημείων της Καππαδοκίας.




1. Φωστέρης, Δ.Π., «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μικρασιατικά Χρονικά ΣΤ΄ (1955), σελ. 377.

2. Οι πληροφορίες για την εκπαίδευση στο Μεταλλείο Ταύρου την περίοδο που μας ενδιαφέρει είναι πενιχρές. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1870 φαίνεται ότι λειτουργούσε μόνο ένα αλληλοδιδακτικό. Έπειτα ιδρύθηκαν δύο τετρατάξια δημοτικά και ένα σχολαρχείο (Ελληνικό σχολείο), τα οποία ίσως να πρόλαβε ο Βαλαβάνης. Βλ. Χατζηκυριακίδης, Κ.Σ., Το μεταλλείο Ταύρου (Μπουγά Μαντέν), 1826-1924 (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 129-131.

3. Σύμφωνα με το Φωστέρη ο Κάζογλου ήταν πηγαδάς και προσέλαβε το Βαλαβάνη για να του μάθει την τέχνη του [βλ. Φωστέρης, Δ.Π., «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μικρασιατικά Χρονικά ΣΤ΄ (1955), σελ. 378]. Κατά το Μάρτογλου, Ευ., «Από τον Ιωακείμ Βαλαβάνην, καθηγητήν μου στην Μεγάλη Σχολή», Δελτίον Μεγαλοσχολιτών 3 (Αθήναι 1952), σελ. 82, ο Κάζογλου προόριζε το Βαλαβάνη για το εμπόριο. Η δεύτερη αυτή πληροφορία φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο την πραγματικότητα, εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο ίδιος ο Βαλαβάνης αναφέρει τον Κάζογλου ως μεγαλέμπορο σιδηρικών και όχι ως πηγαδά.

4. Φωστέρης, Δ.Π., «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μικρασιατικά Χρονικά ΣΤ΄ (1955), σελ. 378.

5. Φωστέρης, Δ.Π., «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μικρασιατικά Χρονικά ΣΤ΄ (1955), σελ. 378.

6. Κατά το Μάρτογλου, Ευ., «Από τον Ιωακείμ Βαλαβάνην, καθηγητήν μου στην Μεγάλη Σχολή», Δελτίον Μεγαλοσχολιτών 3 (Αθήναι 1952), σελ. 82. Βλ. παράθεμα «Ο αφηρημένος κάλφας».

7. Στο σημείο αυτό οι πληροφορίες διίστανται για μία ακόμη φορά: σύμφωνα με το Μάρτογλου (βλ. παράθεμα «Ο αφηρημένος κάλφας») ο Κάζογλου συνέχισε να χρηματοδοτεί το Βαλαβάνη, ενώ σύμφωνα με το Φωστέρη ο τελευταίος κατάφερε πάλι να πάρει υποτροφία σε διαγωνισμό. Βλ. Φωστέρης, Δ.Π., «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μικρασιατικά Χρονικά ΣΤ΄ (1955), σελ. 378.

8. Η γυναίκα του ήταν αδερφή του Κ. Γεράρδου, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Ταχυδρόμος», όπου ο Βαλαβάνης δημοσίευε μελέτες του.

9. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΣΤ΄, σελ. 509, βλ. λ. «Βαλαβάνης Ιωακείμ».

10. Βλέπε παράθεμα «Σταθήτε περήφανα!».

11. Φωστέρης, Δ.Π., «Ιωακείμ Βαλαβάνης», Μικρασιατικά Χρονικά ΣΤ΄ (1955), σελ. 380, όπου αναφέρεται επίσης ότι ο τότε υπουργός Παιδείας και εκδότης της εφημερίδας Πατρίς Σ. Σίμος ήταν αυτός που τον παρουσίασε στο Βενιζέλο.

12. Το μοναδικό τεύχος του περιοδικού του Συνδέσμου Μεγαλοσχολιτών Μελέται, που εκδόθηκε το 1921, αναφέρει το Βαλαβάνη στη διεύθυνση: Γριτσόπουλος, Γ., Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 59, τόμ. Β΄ (1971), σελ. 321.

13. Βαλαβάνης, Ι., Μικρασιατικά (Αθήναι 1891), σελ. 5.