Αρτεμισία Α΄

1. Οικογένεια

Η Αρτεμισία Α΄ ήταν κόρη του τυράννου της Αλικαρνασσού, Λύγδαμη Α΄, ενώ η μητέρα της καταγόταν από την Κρήτη. Μετά το θάνατο του συζύγου της, του οποίου το όνομα δεν είναι γνωστό, ανέλαβε πριν από το 480 π.Χ. την εξουσία στην Αλικαρνασσό και στα νησιά Κω, Νίσυρο και Kάλυμνο. Κατείχε την εξουσία ως επίτροπος του γιου της Πισινδήλη υπό την επικυριαρχία βέβαια των Περσών.1 Ο Πισίνδηλης τη διαδέχτηκε, ενώ την περίοδο 465-450 π.Χ. είχε την εξουσία στην πόλη ο Λύγδαμης Β΄, πιθανόν γιος του Πισινδήλη και εγγονός της Αρτεμισίας.2

2. Δράση

Το 480 π.Χ. η Αρτεμισία συμμετείχε με πέντε πλοία στην εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Ξέρξη Α΄ εναντίον της Ελλάδος. Ο Ηρόδοτος τη μνημονεύει ανάμεσα στους ταξίαρχους του βασιλέα και αναφέρει ότι τα πλοία της ήταν από τα καλύτερα του περσικού στόλου. Επαινεί την αποφασιστικότητα και την εξυπνάδα της Αρτεμισίας και τονίζει την επιρροή που ασκούσε στον Ξέρξη.3

Η Αρτεμισία έλαβε μέρος στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται από τον Ηρόδοτο στη συμμετοχή της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, καθώς αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι προσπάθησε ανεπιτυχώς να αποτρέψει τον Ξέρξη από αυτή την πολεμική αναμέτρηση.

Κατά την τελευταία αυτή ναυμαχία, η Αρτεμισία κατόρθωσε να διαφύγει με επιδεξιότητα από τους Αθηναίους που την καταδίωκαν. Οι Αθηναίοι είχαν ορίσει το ποσό των 10.000 δραχμών ως αμοιβή για την αιχμαλωσία της. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο στην προσπάθειά της να σωθεί βύθισε ένα συμμαχικό πλοίο από τα Κάλυνδα, πάνω στο οποίο επέβαινε ο βασιλιάς των Καλυνδέων, Δαμασίθυμος. Η Αρτεμισία κατόρθωσε να παραπλανήσει έτσι όχι μόνο τους Αθηναίους που την καταδίωκαν, αλλά και τον ίδιο τον Ξέρξη, ο οποίος, βλέποντας αυτό το συμβάν και νομίζοντας ότι η Αρτεμισία βύθισε ένα εχθρικό πλοίο, αναφώνησε: «οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες».4

Μετά την ήττα των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας η Αρτεμισία συμβούλεψε τον Ξέρξη να αποχωρήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την Ελλάδα και μετέφερε η ίδια τους γιους του στην Έφεσο.5 Η μετέπειτα τύχη και το τέλος της δεν είναι γνωστά.




1. Ηρ. VII.99· KlPauly 1 (1964), στήλη 625, βλ. λ. “Artemisia 1” (H. Gams)· Lexicon der Alten Welt (Stuttgart 1965), στήλη 338, βλ. λ. “Artemisia I” (F. Kiechle)· ΝPauly 2 (1997), στήλη 59, βλ. λ. “Artemisia 1” (P. Högemann)· RE II.2 (1896), στήλη 1441, βλ. λ. “Artemisia 2” (W. Judeich)· Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 135, 359· OCD (Oxford 1996), σελ. 184, βλ. λ. “Artemisia” (Piero Treves).

2. Η ιστορία που παραθέτει ο Φώτιος για την Αρτεμισία σύμφωνα με την οποία τύφλωσε τον εραστή της Δάρδανο από την Άβυδο και πήγε έπειτα από χρησμό στη Λευκάδα, όπου και γκρεμίστηκε στα βράχια, είναι μεταγενέστερη και ανάγεται στο πεδίο του μύθου, βλ. Photius, Bibliothèque II, 153a, 25-30· RE II.2 (1896), στήλη 1441, βλ. λ. “Artemisia 2” (W. Judeich)· Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology I, σελ. 376-377, βλ. λ. “Artemisia 1” (L. Schmitz). Για τους Πισινδήλη και Λύγδαμη βλ. Σουδ., λ. «Ηρόδοτος».

3. Ηρ. VII.99· Πολύαιν. VIII.53· RE II.2 (1896), στήλη 1441, βλ. λ. “Artemisia 2” (W. Judeich)· Lexicon der Alten Welt (Stuttgart 1965), στήλη 338, βλ. λ. “Artemisia I” (F. Kiechle).

4. Ηρ. VIII.68, 87-88, 93· Πολύαιν. VIII.53· Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Β΄: Αρχαϊκός Ελληνισμός, σελ. 334· Hignett, C., Xerxes’ Invasion of Greece (Oxford 1963), σελ. 206.

5. Ηρ. VIII.101-103· Hignett, C., Xerxes’ Invasion of Greece (Oxford 1963), σελ. 265· Lexicon der Alten Welt (Stuttgart 1965), στήλη 338, βλ. λ. “Artemisia I” (F. Kiechle)· OCD (Oxford 1996), σελ. 184, βλ. λ. “Artemisia” (Piero Treves)· RE II.2 (1896), στήλη 1441, βλ. λ. “Artemisia 2” (W. Judeich).