1. Από τα Κοτύωρα στην Εθνική Άμυνα
Ο Ξενοφών Άκογλου, του Κοσμά και της Αφροδίτης, το γένος Γρηγοριάδη, γνωστός και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ξένος Ξενίτας», γεννήθηκε στη Σαμψούντα (Αμισό) το 1895. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Κοτύωρα (Ordu),1 όπου τελείωσε την αστική σχολή, και ύστερα φοίτησε στο γυμνάσιο της Αμισού. Το 1915 διέφυγε από την Τουρκία και πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον επόμενο χρόνο κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό της Εθνικής Άμυνας. Μετά το 1918 εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Έλαβε κατόπιν μέρος στις επιχειρήσεις της μικρασιατικής εκστρατείας. Μονιμοποιήθηκε και παρέμεινε στο στρατό μέχρι το 1935, οπότε αποστρατεύθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη. Επαναστρατεύτηκε, ωστόσο, το 1940-1941 και από το αλβανικό μέτωπο έστελνε ανταποκρίσεις στα Νεοελληνικά Γράμματα, τις οποίες αναδημοσίευσε συμπληρωμένες το 1945 στην Αθήνα με τον τίτλο Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας.
2. Εργογραφία και συλλογή λαογραφικού υλικού
Ο Άκογλου δημοσίευσε μεγάλο αριθμό άρθρων σε διάφορα περιοδικά (Αρχείον Πόντου, Μικρασιατικά Χρονικά, Ποντιακή Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα και ιδιαίτερα στα Χρονικά του Πόντου,2 των οποίων υπήρξε διευθυντής καθ’ όλη τη διάρκεια της έκδοσής τους) και τέσσερα βιβλία, χρησιμοποιώντας συνήθως το ψευδώνυμο «Ξένος Ξενίτας». Εκτός από το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας εξέδωσε ένα λογοτεχνικό έργο, τα Διηγήματα ηθογραφικά, από τη ζωή της ταβέρνας και των ψαράδων (Αθήνα 1939), και το θεατρικό Ακρίτας, γραμμένο στην ποντιακή. Το έργο αυτό (ιστορικό δράμα σε πέντε πράξεις και μια εικόνα), για το οποίο ο Άκογλου πήρε έπαινο από τον Καλοκαιρίνειο διαγωνισμό το 1945, αφορά τη δράση των Πόντιων οπλαρχηγών και των αντάρτικων σωμάτων τους την περίοδο 1914-1923. Ο συγγραφέας στόχευε αρχικά στη σύνταξη μελέτης, αλλά ελλείψει των απαιτούμενων πηγών αναγκάστηκε να συνθέσει το δράμα αυτό, το οποίο, μάλλον λόγω βαρύτητας,3 δε φαίνεται να σημείωσε μεγάλη επιτυχία επί σκηνής.
Το σημαντικότερο όμως έργο του υπήρξε το δίτομο Από τη ζωή του Πόντου, Λαογραφικά Κοτυώρων. Καρπός μακράς και επίπονης4 διαδικασίας συλλογής λαογραφικού υλικού από Κοτυωρίτες διεσπαρμένους ανά την Ελλάδα (Αθήνα, Πειραιάς και προάστια, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, Κιλκίς), το βιβλίο χαρακτηρίστηκε ένα από τα πληρέστερα του είδους.5 Ο Άκογλου, εκτός του ότι δίνει μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή περιγραφή της ζωής στα Κοτύωρα (κύκλος ζωής, κοινοτική και οικονομική οργάνωση, έθιμα και δοξασίες) που πληροί τις προδιαγραφές της κλασικής λαογραφίας, καταβάλλει προσπάθεια να είναι αντικειμενικός, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο σε τέτοιου είδους συλλογές. Τα Λαογραφικά Κοτυώρων δε συνθέτουν μία ειδυλλιακή εικόνα της ιδιαίτερης πατρίδας του: έστω και αποσπασματικά, αναφέρονται στις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις, στις ταξικές διαφορές, στην περιορισμένη καλλιτεχνική κίνηση του τόπου. Με λίγα λόγια δίνουν, πολύ περισσότερο από τα αναλόγου περιεχομένου έργα άλλων συλλεκτών, την αίσθηση στον αναγνώστη ότι έχει να κάνει με μια πραγματική, ζωντανή κοινωνία και όχι με μια ουτοπική ανασύνθεση της χαμένης πατρίδας. Ο Άκογλου πέθανε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1961.
1. Ο Άκογλου, ο οποίος πουθενά στα βιβλία του δεν κάνει λόγο για τη Σαμψούντα, θεωρεί τον εαυτό του Κοτυωρίτη. Από τα Λαογραφικά Κοτυώρων προκύπτει εξάλλου ότι η οικογένειά του καταγόταν από τα Κοτύωρα. 2. Τα Χρονικά του Πόντου, μηνιαίο λαογραφικό περιοδικό του Συλλόγου «Αργοναύται Κομνηνοί», εκδίδονταν από το Σεπτέμβριο του 1943 μέχρι και το Φεβρουάριο του 1954. Κυκλοφόρησαν όμως μόνο 24 τεύχη, τα οποία τυπώθηκαν με κάποια καθυστέρηση. Έτσι, το τελευταίο φέρει την ημερομηνία «Ιούλιος-Αύγουστος 1946». 3. Βλ. παράθεμα «Κριτική του “Ακρίτα”». 4. Βλ. παράθεμα «Ο “τεκελτέας”». 5. Μεταξύ πολλών καλών κριτικών και αυτή του Γιάννη Κορδάτου στα «Νεοελληνικά Γράμματα» της 8ης Ιουλίου 1939.
|
|
|