Αριστοκρατία στη Μικρά Ασία (Βυζάντιο)

1. Εισαγωγή

Η έννοια της αριστοκρατίας παραμένει ασαφής στο Βυζάντιο, ελλείψει ενός ακριβούς προσδιορισμού. Ωστόσο, στις πηγές παρουσιάζεται μια ομάδα προσωπικοτήτων που συγκεντρώνονται γύρω από τον αυτοκράτορα, καταλαμβάνουν αξιώματα και κατέχουν οικονομική δύναμη και κοινωνική επιρροή. Προσδιορίζονται με διάφορους όρους, ανάλογα με την έμφαση που τους προσδίδει κάθε πηγή: δυνατοί, έκκριτοι, λογάδες, οι εν τέλει.

Η αριστοκρατία της Πρωτοβυζαντινής εποχής αφομοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην τάξη των συγκλητικών, που είχε αποδυναμωθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης του 7ου αιώνα. Αυτή η αλλαγή αναμφίβολα εκδηλώθηκε σε διαφορετικά επίπεδα μέσα στην αυτοκρατορία. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι τα μέλη της παλαιάς αριστοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους προστατευμένοι μέσα στα τείχη της Πόλης. αντίθετα, στη Μικρά Ασία, που είχε να αντιμετωπίσει τις περσικές και στη συνέχεια τις αραβικές επιδρομές, η ανώτερη τάξη των γαιοκτημόνων σε μεγάλο βαθμό καταστράφηκε.1 Βέβαια αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι και μεγάλες επαρχιακές οικογένειες κατάφεραν να επιβιώσουν: ο στρατηγός των Αρμενιάκων και μελλοντικός αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ ήταν απόγονος του Χασανίδη πατρικίου Γαβαλά, πρόσφυγα στην Καππαδοκία μετά την καταστροφή του Γιαρμούκ.2

2. Ο πόλεμος «μήτρα» μιας νέας αριστοκρατίας

Οι πηγές που αναφέρονται στον 8ο αιώνα είναι ελάχιστες. Επομένως, για να κατανοήσουμε τη γέννηση αυτής της νέας αριστοκρατίας, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε χρήση μεταγενέστερων πηγών, οι οποίες προβάλλουν τους ήρωες των πολέμων εναντίον των Αράβων.

Κατά την περίοδο της δυναστείας των Ισαύρων, οι οποίοι κατάφεραν όχι μόνο να καταστείλουν, αλλά και να απωθήσουν τις επιθέσεις των Αράβων, εμφανίζεται ένα σώμα αξιωματούχων που περιβάλλει τους επαρχιακούς πληθυσμούς. Αυτοί οι αξιωματούχοι υποστήριξαν τους εικονομάχους αυτοκράτορες, οι οποίοι συχνά τους ενέτασσαν στα μέλη της οικογένειάς τους με επιγαμίες. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Ε΄ παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο την Ευδοκία, της οποίας η αδελφή είχε νυμφευτεί κάποιον Μελισσηνό,3 μέλος μιας από τις πρώτες οικογένειες που αναδύονται από την ανωνυμία, χάρη στην εμφάνιση των οικογενειακών επωνύμων. Στα τέλη του 8ου αιώνα και στις αρχές του επόμενου, νέα ονόματα κάνουν την εμφάνισή τους στις πηγές. Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Α΄, κάποιος Λέων, με καταγωγή από την Αρμενία, απελευθερώνει την Πελοπόννησο από τους εξεγερμένους Σλάβους.4 Ο αριθμός των Αρμενίων στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας είναι πολύ μεγάλος αυτή την εποχή. Από τον 8ο αιώνα και εξής, οι Αρμένιοι, εξαιτίας της κακομεταχείρισής τους από το αραβικό χαλιφάτο, σπεύδουν μαζικά να καταταγούν στον αυτοκρατορικό στρατό.5 Οι ηγέτες τους αναδεικνύονται από τις μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων της χώρας, η πιο σημαντική από τις οποίες ήταν αυτή των Μαμικονιάν, με χαρακτηριστικά ονόματα αυτά του Αρτάβασδου ή του Βαρδάν. Ο αυτοκράτορας Βαρδάνης Φιλιππικός υπήρξε ένας από αυτούς. Οι Μωσηλέ αποτελούσαν ένα άλλο παρακλάδι αυτής της οικογένειας. Ο Αλέξιος, γαμπρός του αυτοκράτορα Θεόφιλου, απέτυχε να τον διαδεχτεί. Η σύζυγος του Θεόφιλου, η Θεοδώρα,6 ήταν επίσης γόνος μιας από τις οικογένειες Αρμενίων που είχαν εγκατασταθεί στο θέμα των Αρμενιάκων.

Αυτή η νέα αριστοκρατία μονοπωλούσε τις ανώτερες ηγετικές θέσεις, συγκέντρωνε τα σημαντικότερα αξιώματα και ρίζωσε στις παραμεθόριες επαρχίες. Η ομάδα αυτή σταδιακά χωρίστηκε σε δύο μέρη αφότου το εξασθενημένο χαλιφάτο άφησε τη διεξαγωγή του «ιερού πολέμου» στα χέρια των εμιράτων κατά μήκος των συνόρων με το Βυζάντιο: στη Μελιτηνή, την Ταρσό και το Χαλέπι. Κάποιες οικογένειες με καταγωγή από την Παφλαγονία και τη Χαλδία στράφηκαν εναντίον του εμιράτου της Μελιτηνής και στη συνέχεια κατά της Μεσοποταμίας. Άλλες, εγκατεστημένες στο θέμα των Ανατολικών και στη συνέχεια στην Καππαδοκία και στο θέμα Χαρσιανών, αντιμετώπιζαν τους Άραβες της Κιλικίας και της Αντιόχειας. Το 10ο αιώνα, από την πρώτη ομάδα αναδείχτηκαν οι Δούκες, οι Αργυροί, οι Κουρκούες· και από τη δεύτερη οι Μελισσηνοί, οι Φωκάδες, οι Μαλεΐνοι και οι Σκληροί. Αυτή η αριστοκρατία συνέχισε να απορροφά τους Αρμένιους, ιδιαίτερα στο β΄ μισό του 10ου αιώνα, που η αυτοκρατορία αρχίζει να ενσωματώνει τα αρμενικά πριγκιπάτα. Έτσι εντάχθηκαν στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων και οι Τορνίκιοι και οι Ταρωνίτες. Συχνά ένας απλός τυχοδιώκτης είχε τη δυνατότητα να γίνει ο γενάρχης μιας ισχυρής οικογένειας. Ο Μελίας (Mleh) με μια μικρή ομάδα ακολούθων κατάφερε να εδραιωθεί, με την έγκριση του Λέοντα Στ΄, στο Λύκανδο, περιοχή προηγουμένως έρημη, και κατασκεύασε εκεί φρούρια για την αντιμετώπιση των επιδρομών.7

Η επιτυχία μιας οικογένειας λοιπόν διαφαίνεται μέσα από τη μεταβίβαση των ίδιων αξιωμάτων διαδοχικά σε πολλές γενεές. Οι κατάλογοι των δομέστικων των σχολών ή των στρατηγών του θέματος των Ανατολικών κατά τον 9ο και 10ο αιώνα περιέχουν πλήθος πληροφοριών, εφόσον συναντούμε σε αυτούς ονόματα όπως Δούκας, Αργυρός, Διογένης, Φωκάς, Μαλεΐνος, Τσιμισκής κ.ά. Τη μεγαλύτερη επιτυχία σημειώνουν οι Φωκάδες, των οποίων η άνοδος είναι παράλληλη με αυτήν των πρώτων Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄, οι Φωκάδες, που μοιράζονταν με τους Μακεδόνες το μίσος κατά των Λεκαπηνών, συγκέντρωναν τα αξιώματα του δομέστικου των σχολών (που βρισκόταν στα χέρια του Βάρδα) και του στρατηγού των θεμάτων των Ανατολικών, της Καππαδοκίας και της Σελεύκειας (που κατείχαν οι τρεις γιοι του Βάρδα, ο Νικηφόρος, ο Λέων και ο Κωνσταντίνος αντίστοιχα). Αναμφίβολα αυτό το γεγονός αποτελούσε εξαίρεση, αφού στιγματίστηκε αργότερα από το Βασίλειο Β΄ στη Νεαρά του κατά των Δυνατών, η οποία εκδόθηκε μετά τη δύσκολη νίκη του κατά της στάσης του Βάρδα Φωκά του Νεότερου.

Η ανέλιξη νέων προσώπων ήταν πάντα δυνατή. Το 960, ένας υψηλόβαθμος (εφόσον κατείχε τον τίτλο του πατρικίου) στρατηγός συμμετείχε στην εξέγερση του Βάρδα Φωκά εναντίον του Ιωάννη Τσιμισκή. Ονομαζόταν Αμπελάς και το όνομά του οφειλόταν, σύμφωνα με το χρονογράφο Λέοντα Διάκονο, στο πρώτο του επάγγελμα, αυτό του αμπελουργού.8

3. Οι ρίζες της αριστοκρατίας στην περιφέρεια

Οι μεγάλες οικογένειες αντλούσαν τη δύναμή τους από την εδαφική τους εδραίωση σε τοπικό επίπεδο. Οι πιο ισχυρές και επιφανείς από αυτές αναφέρονται στην Καππαδοκία: Αργυροί, Φωκάδες, Μαλεΐνοι, Διογέναι. Οι τελευταίοι κατείχαν εκεί μεγάλες εκτάσεις γης, όπου μπορούσαν να αποσυρθούν οι αρχηγοί των οικογενειών, όταν έπαυαν να ασκούν τα υψηλά κρατικά τους αξιώματα. Από εκεί αντλούσαν και τους απαραίτητους πόρους για τη συντήρηση υψηλού βιοτικού επιπέδου στους οίκους τους. Η μεταβίβαση της γης αυτής ήταν κληρονομική. Οι κόρες της οικογένειας από την άλλη λάμβαναν οπωσδήποτε ως προίκα κινητά περιουσιακά στοιχεία, ενώ η έγγεια ιδιοκτησία περνούσε στους γιους.9 Μέσω των γάμων τους, αλλά και με αυτοκρατορικές δωρεές που αντάμειβαν τις υπηρεσίες τους προς το κράτος, οι πιο αναγνωρισμένοι συγκέντρωναν μεγάλη κληρονομική περιουσία, όπως ο Ιωάννης Τσιμισκής στην Παφλαγονία. Περιστοιχίζονταν, επομένως, από πολυάριθμους συγγενείς, φίλους (φίλοι, οικείοι) και υπηρετικό προσωπικό (υπηρέται, δούλοι).10 Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες των σωμάτων που διοικούσαν συχνά στρατολογούνταν από την ίδια επαρχία στην οποία διέμεναν και αυτοί. Επομένως, στη στρατιωτική εξουσία ερχόταν να προστεθεί η κοινωνική επιρροή, γεγονός που εξηγεί την πίστη που επιδείκνυαν συχνά τα στρατεύματα προς τους αρχηγούς τους, όταν αυτοί στασίαζαν εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Έτσι, ο Νικηφόρος Φωκάς το 963, και στη συνέχεια ο ανιψιός του Βάρδας Φωκάς το 987, ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου κατοικούσαν οι Μαλεΐνοι. Αλλά και άλλες επαρχίες είχαν κατά καιρούς αναδείξει μεγάλες οικογένειες. Στην Τραπεζούντα ξεχώρισαν οι Γαβράδες, στη Φρυγία οι Βοτανειάτες, οι Συναδηνοί, οι Παλαιολόγοι.

4. Μια ξεχωριστή κουλτούρα

Αυτή η στρατιωτική ελίτ φρόντιζε για την ανέγερση εκκλησιών, συχνά αφιερωμένων σε στρατιωτικούς αγίους όπως ο Γεώργιος, ο Μιχαήλ και ο Ευστάθιος. Γνωρίζουμε κυρίως εκείνες της Καππαδοκίας. Ο Νικηφόρος Φωκάς παριστάνεται σε κάποια από αυτές να εκστρατεύει, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, τον πατέρα του και το νεαρό Βασίλειο Β΄.11 Οι πολεμιστές αυτοί επιθυμούσαν την αναγνώριση της θυσίας τους όταν αντιμετώπιζαν τους μουσουλμάνους, ώστε να μην υστερούν από τους τελευταίους, που θεωρούσαν ότι πήγαιναν στον παράδεισο αν έχαναν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του «ιερού πολέμου» (djihad). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β΄ Φωκάς επιθυμούσε να αναγνωριστούν ως μάρτυρες από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως οι στρατιώτες που έπεφταν στη μάχη.12 Η Εκκλησία, πιστή στην παλαιά χριστιανική παράδοση, που απεχθανόταν την αιματοχυσία, και με ιεραρχία προερχόμενη κυρίως από την κωνσταντινουπολίτικη αριστοκρατία, ήταν λιγότερο ευαίσθητη προς τους στρατιωτικούς κινδύνους κι αρνήθηκε αυτό το αίτημα, κάτι που δείχνει το μέτρο του χάσματος ανάμεσα στη νοοτροπία των κατοίκων της Ανατολίας και των κατοίκων της πρωτεύουσας.

Η στρατιωτική ανδρεία εξυμνούνταν επίσης και με τα ακριτικά τραγούδια, τα οποία διηγούνταν τους πολέμους κατά των Αράβων. Τέτοιου είδους τραγούδια εμφανίζονται και στην εποχή των Κομνηνών, οπότε συναντούμε το έπος του Διγενή Ακρίτα, το οποίο θα είχε οπωσδήποτε μεγάλη απήχηση στους πληθυσμούς της Ανατολής που είχαν εκδιωχθεί από τους Τούρκους και νοσταλγούσαν την αλλοτινή δόξα της περιοχής. Ο ήρωας, πρότυπο Βυζαντινού αριστοκράτη, προέρχεται από μεικτό γάμο, όπως συνέβαινε σε αρκετές περιπτώσεις μεγάλων οίκων της Μικράς Ασίας. Κατοικεί σε ένα μεγαλοπρεπές παλάτι, κοντά στα σύνορα, όπου δέχεται και την επίσκεψη ενός φανταστικού αυτοκράτορα. Επίσης, κατέχει πολύ μεγάλη εδαφική περιουσία, χρήματα, κοσμήματα, πολύτιμα υφάσματα, πολυάριθμους υπηρέτες και δούλους. Αυτή η περιγραφή αντικατοπτρίζει, διογκωμένη βέβαια, την πραγματικότητα.

5. Η μικρασιατική αριστοκρατία και η αυτοκρατορική εξουσία

Οι μεγάλες οικογένειες της Μικράς Ασίας πλαισίωναν τις στρατιωτικές δυνάμεις που αντιμετώπιζαν τους Άραβες επί πολλούς αιώνες. Οι αυτοκράτορες κατέβαλλαν προσπάθειες να μην τις αποξενώσουν, παράλληλα όμως και να μην τις αφήσουν να αποκτήσουν επιρροή που θα απειλούσε την αυτοκρατορική εξουσία. Σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να το πετύχουν, παρόλο που, σε αρκετές περιπτώσεις, οι υποψίες κατά των δομέστικων των σχολών ή των στρατηγών ωθούσαν τους τελευταίους να καταφύγουν σε εχθρικές χώρες, συχνά ακόμα και στη Βαγδάτη, όπως ο Μανουήλ την εποχή του Θεόφιλου ή ο Κωνσταντίνος Δούκας επί Λέοντα Στ΄. Οι αυτοκράτορες γρήγορα κατέφευγαν σε διαπραγματεύσεις και τους συγχωρούσαν, μη θέλοντας να απομακρύνουν μόνιμα αυτούς που διοικούσαν τα στρατεύματα της Ανατολής και διατηρούσαν εκεί εκτενή δίκτυα επιρροής· δίκτυα που εκτείνονταν συχνά και εκτός των συνόρων, όπως φανερώνουν οι στάσεις του Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού επί Βασίλειου Β΄. Οι αξιωματούχοι, ακόμα και όσοι κατάγονταν από τις πιο επιφανείς οικογένειες, δε διέθεταν ιδιαίτερα ισχυρούς ιδιωτικούς στρατούς, εφόσον οι πιο ισχυροί, όπως οι δομέστικοι των σχολών, δεν έρχονταν σε επαφή παρά μόνο με μερικές εκατοντάδες άνδρες, που ήταν ικανοί να ασκήσουν επιρροή σε μια επαρχία αλλά όχι να αντιμετωπίσουν τον αυτοκρατορικό στρατό. Ωστόσο, ήταν σε θέση να κινητοποιήσουν τα στρατεύματα που βρίσκονταν υπό τις διαταγές τους. Στην πραγματικότητα λοιπόν οι στρατιώτες πολεμούσαν σημειώνοντας επιτυχίες στο όνομα του αυτοκράτορα, αλλά όντας στο πλευρό των στρατηγών ή των δομέστικων.

6. Οι μεγάλες εξεγέρσεις

Το 976, με το θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή, οι φιλοδοξίες των στρατηγών της Μικράς Ασίας αυξήθηκαν με τη σύσταση της αντιβασιλείας. Ο Βάρδας Σκληρός ήταν ο πρώτος που στασίασε, με την υποστήριξη των πολυάριθμων αρμενικών στρατευμάτων και των Αράβων συμμάχων του. Δεν ηττήθηκε παρά μόνο με την παρέμβαση του μεγάλου αντιπάλου του Βάρδα Φωκά και των προσωπικών συμμάχων του, των Ιβήρων. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Βασίλειος Β΄ ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, θεώρησε ότι η μικρασιατική αριστοκρατία κατείχε υπερβολικά μεγάλη επιρροή στην Αυλή. Έτσι, απέπεμψε τους Φωκάδες και τους συμμάχους τους από την ομάδα των συμβούλων του.

Ο Βάρδας Φωκάς προσβεβλημένος προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία το 987 χωρίς αποτέλεσμα, στρέφοντας αμέσως το στρατό του στη Μικρά Ασία. Τελικά νικήθηκε το 989, έχοντας κρατήσει την περιοχή περίπου δύο χρόνια, επειδή ο Βασίλειος Β΄ είχε δύο βασικά πλεονεκτήματα: τα απόρθητα τείχη της Κωνσταντινούπολης και το δημόσιο ταμείο, που του επέτρεπε να στέλνει αξιωματούχους να αντιμετωπίσουν τους στασιαστές αλλά και να εξαγοράσει τη συμμαχία των Ρως. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι 6.000 Βαράγγοι, που έκριναν το αποτέλεσμα στις δύο τελευταίες μάχες. Επιπλέον, οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών τού επέτρεψαν να στρέψει τη μία εναντίον της άλλης, όπως στην περίπτωση των Σκληρών με τους Φωκάδες. Μετά το 989, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ και ο αδελφός του Κωνσταντίνος Ζ΄ τιμώρησαν την ομάδα του Φωκά, εξαλείφοντας και τους τελευταίους τους υποστηρικτές με κατηγορίες για συνωμοσίες πραγματικές ή φανταστικές, δημεύοντας τις περιουσίες τους –όπως στην περίπτωση του Ευστάθιου Μαλεΐνου, του πλουσιότερου άνδρα εκείνης της εποχής– και μετατρέποντάς τες σε κουρατορείες ή αυτοκρατορικές επισκέψεις.

7. Οι μετασχηματισμοί του 11ου αιώνα

Η αντιπαράθεση αυτή προκάλεσε ριζικές αλλαγές. Η αριστοκρατία της Μικράς Ασίας ενθαρρυνόταν όλο και συχνότερα να στέλνει τα παιδιά της στο Παλάτι, όπου λάμβαναν αξίωμα και εκπαιδεύονταν για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ως αξιωματούχοι, κυρίως μέσα στις εταιρίες, ενώ ταυτόχρονα το γεγονός ότι έμεναν στο παλάτι αποτελούσε εγγύηση για την πίστη των γονιών τους. Οι μεγάλες οικογένειες της Ανατολής ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βασίλειος Β΄ έδειξε συμπάθεια προς νέες οικογένειες όπως οι Κομνηνοί, παρόλο που πλέον κατοικούσαν μόνο στην πρωτεύουσα, οι Δαλασσηνοί, οι οποίοι διατηρούσαν ρίζες στην Παφλαγονία, η οικογένεια Βατάτζη, ένας από τους οποίους τον πρόδωσε στο Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Οι Παλαιολόγοι, που κατάγονταν από τη Φρυγία, δεν αναφέρονται την εποχή του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη. Ο Βασίλειος Β΄ και οι διάδοχοί του εγκατέστησαν στην Καππαδοκία νέες οικογένειες με αρμενική και βουλγαρική καταγωγή, για να ανανεώσουν την τοπική αριστοκρατία έχοντας υπό τον έλεγχό τους τις επιγαμίες.13 Οι απόγονοι του τελευταίου τσάρου της Βουλγαρίας παντρεύτηκαν με αριστοκράτες των ανατολικών επαρχιών: ο μέλλων αυτοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός παντρεύτηκε την Αικατερίνη της Βουλγαρίας, και ο Ρωμανός Διογένης, άλλος μετέπειτα αυτοκράτορας, την αδελφή του Σαμουήλ Αλουσιανού. Βούλγαροι, όπως ο Προυσιανός ή ο Ααρών, κατείχαν υψηλές στρατιωτικές θέσεις στη Μικρά Ασία. Οι παλαιοί βασιλείς των αρμενικών πριγκιπάτων εδραιώθηκαν μέσω των στρατιωτικών οίκων τους στην Καππαδοκία. Το αμάλγαμα όμως της παλαιάς και της νέας αριστοκρατίας δεν είχε το χρόνο να ενοποιηθεί, εξαιτίας των τουρκικών επιδρομών στα τέλη του 11ου αιώνα.14

Ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας είχε αποτέλεσμα την εξασθένιση της ανατολικής αριστοκρατίας, που περιέβαλλε τον πληθυσμό επηρεάζοντας τις απόψεις του σχετικά με την κεντρική εξουσία, διαμοιράζοντας τα χρήματα που στέλνονταν από τον αυτοκράτορα· ο πληθυσμός αυτός αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας των ανατολικών επαρχιών, και ίσως έτσι μπορεί να ερμηνευτεί εν μέρει η γρήγορη εξασθένιση της αυτοκρατορικής εξουσίας απέναντι στην τουρκική εξάπλωση. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Τούρκοι δε συγκρούστηκαν με τους απογοητευμένους από τη συμπεριφορά των Βυζαντινών (κυρίως σε θρησκευτικά θέματα) Αρμένιους, σε αντίθεση με τις απόψεις που εξέφρασαν αρκετές φορές σύγχρονοι ιστορικοί. Όταν ο Αλέξιος Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο, η Αυτοκρατορία απειλούνταν σε όλα τα μέτωπα. Ο αυτοκράτορας επέλεξε να ρίξει το βάρος της άμυνας στα Βαλκάνια, τα οποία, από την εποχή του Βασίλειου Β΄ και το τέλος των βουλγαρικών πολέμων, αποτελούσαν την πιο δυναμική περιοχή της Αυτοκρατορίας. Οι αριστοκράτες της Ανατολής, απογοητευμένοι από τη σχετική αδράνεια του Αλέξιου όσον αφορά τους Τούρκους, επιχείρησαν να συνωμοτήσουν εναντίον του, συντασσόμενοι κυρίως γύρω από το Νικηφόρο Διογένη, γιο του έκπτωτου αυτοκράτορα.

8. Η αυξανόμενη αυτονομία

Μετά την ανάκτηση τμήματος της Μικράς Ασίας χάρη στην Α΄ Σταυροφορία, οι μεγάλες οικογένειες απέκτησαν ξανά γη, όμως συχνά σε μορφή πρόνοιας· αυτό τους καθιστούσε ιδιοκτήτες της γης αυτής για μια γενιά ή το πολύ δύο. Διατηρώντας τις κατοικίες τους στην Κωνσταντινούπολη, δεν κατάφεραν να ανακτήσουν, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις όπως η οικογένεια Βατάτζη, τους δεσμούς που είχαν με τους αυτόχθονες πληθυσμούς, οι οποίοι δικαίως θεωρούνταν η πηγή των εισοδημάτων τους. Αυτή η αδυναμία διευκόλυνε την ανάδειξη τοπικών αρχόντων που επωφελήθηκαν από τον πλούτο της περιοχής, προσφέροντας στους κατοίκους μια σχετική ασφάλεια, ώστε να αντιτάσσονται στις διαταγές που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης για την εξουσία στα τέλη του 12ου αιώνα, οι ανατολικές επαρχίες συχνά αποστατούσαν. Υποστήριξαν μαζικά, εκτός από τον Πόντο και την Παφλαγονία, τον Ιωάννη Κομνηνό Βατάτζη, που εναντιώθηκε στην άνοδο στο θρόνο του Ανδρόνικου Κομνηνού. Αυτός ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε στη συνέχεια να καταπνίξει εξέγερση των πόλεων της Βιθυνίας, οι οποίες υποστήριξαν τους Αγγέλους το 1184. Μερικά χρόνια αργότερα, επαναστάτησαν οι ίδιοι οι τοπικοί αριστοκράτες. Ο πιο γνωστός είναι ο Θεόδωρος Μαγκαφάς στη Φιλαδέλφεια. Καταγόταν από μία οικογένεια γνωστή για περίπου έναν αιώνα. Σε δύο περιστάσεις, το 1189 και το 1203, κατέστη κύριος της πόλης του, πρωτεύουσας του θέματος Θρακησίων, με την υποστήριξη του πληθυσμού. Σε αντίθεση με προηγούμενες εξεγέρσεις, ο Μαγκαφάς δε φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο κράτος στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Η σχετικά γρήγορη αποτυχία του και στις δύο περιπτώσεις αναδεικνύει τις δυνατότητες μιας τέτοιας επιχείρησης.15 Η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης και η εκδίωξη του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου προκάλεσαν πολλαπλασιασμό των αυτόνομων περιοχών υπό την κυριαρχία τοπικών αρχόντων: Μαγκαφάς, Σάββας Ασιδηνός, Μανουήλ Μαυροζώμης. Τέτοιες διαφωνίες εμφανίστηκαν και στις δυτικές περιοχές, όπως φανερώνουν οι φιλοδοξίες του Λέοντα Σγουρού, μεταξύ άλλων.

Όταν ο Θεόδωρος Λάσκαρις, γαμπρός του Αλέξιου Γ΄ και νόμιμος διάδοχός του, εμφανίστηκε την άνοιξη του 1204 στη Νίκαια, αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί με τους κατοίκους, αφήνοντας εκεί τη γυναίκα και τα παιδιά του, χωρίς ο ίδιος να κατορθώσει να εισέλθει στην πόλη.

9. Συμπεράσματα

Η μικρασιατική αριστοκρατία δρούσε ως μεσάζων ανάμεσα στους αυτοκράτορες και τον πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Επάνδρωνε τις τάξεις του στρατού και λάμβανε μέρος στις μάχες κατά των Αράβων με επιτυχία. Σε δύο περιπτώσεις η αριστοκρατία αποδυναμώθηκε σημαντικά στις ανατολικές επαρχίες: Πρώτον, όταν κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, μετά τις αποτυχημένες εξεγέρσεις κατά του Βασίλειου Β΄, αρκετές μεγάλες οικογένειες εξαλείφθηκαν κοινωνικά, ενώ άλλες εδραιώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και, δεύτερον, όταν, στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Ανδρόνικος Κομνηνός εξολόθρευσε όσους θεωρούσε πολιτικούς αντιπάλους του. Σίγουρα δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι αυτά τα γεγονότα προηγήθηκαν μιας εποχής έντονης παρακμής για την αυτοκρατορία.




1. Για αυτό το ζήτημα και κυρίως σχετικά με τις οικογένειες Αρμενίων ή αυτές με αρμενική καταγωγή βλ. Settipani, C., Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs: les princes caucasiens et l’Empire du VIe au IXe siècle (Paris 2006).

2. Shahîd, I., “Sigillography in the Service of History: New Light”, στο Sode, C. – Takács, S. (επιμ.), Novum Millennium. Studies on Byzantine History and Culture dedicated to Paul Speck (Aldershot 2001), σελ. 369-377.

3. Martindale, J. (επιμ.), The prosopography of the Byzantine Empire I: 641-867 (Aldershot 2001), βλ. λ. “Michael 4”· Lilie, R.-J. κ.ά. (επιμ.), Prosopographie der mittel-byzantinischen Zeit 3 (Berlin – New York 1998-2000), βλ. λ. “Michael Melissenos”, αρ. 5028.

4. Martindale, J. (επιμ.), The prosopography of the Byzantine Empire I: 641-867 (Aldershot 2001), βλ. λ. “Leo 17”· Lilie, R.-J. κ.ά. (επιμ.), Prosopographie der mittel-byzantinischen Zeit 3 (Berlin – New York 1998-2000), βλ. λ. “Leon Skleros”, αρ. 4409.

5. Σχετικά με τους Αρμένιους που βρίσκονταν στην υπηρεσία του Βυζαντίου εκείνη την εποχή βλ. Settipani, C., Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs: les princes caucasiens et l'Empire du VIe au IXe siècle (Paris 2006), σελ. 142-146, 221-224, 326, 339, 390-392· Brousselle, I., “L’intégration des Arméniens dans l’aristocratie byzantine du IXe siècle”, στο L’Armenie et Byzance. Histoire et Culture (Byzantina Sorbonensia 12, Paris 1996), σελ. 43-54.

6. Martindale, J. (επιμ.), The prosopography of the Byzantine Empire I: 641-867 (Aldershot 2001), βλ. λ. “Alexios 2”· Lilie, R.-J. κ.ά. (επιμ.), Prosopographie der mittel-byzantinischen Zeit 1 (Berlin – New York 1998-2000), βλ. λ. “Alexios Musele”, αρ. 195.

7. Dédéyan, G., “Mleh le Grand, stratège de Lycandos”, Revue des études arméniennes NS 15 (1981), σελ. 73-102.

8. Λέων Διάκονος, Ιστορία, Hase, K.B. (επιμ.), Leonis Diaconis, Historiae (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1828), σελ. 113.

9. Cheynet, J.-C., “Aristocratie et héritage (XIe-XIIe s.)”, στο Dagron, G. – Beaucamp, J. (επιμ.), La transmission du patrimoine (Paris 1998), σελ. 53-80, ανατ. στο Cheynet, J.-C., The Byzantine Aristocracy and its Military Function (Aldershot 2006), αρ. IV (αγγλική μετάφραση).

10. Σχετικά με τους δεσμούς της κεφαλής ενός αυτοκρατορικού οίκου και όσων εξαρτιόνταν από αυτόν βλ. Patlagean, É., Un Moyen Âge grec. Byzance IXe-XVe siècle (Paris 2007), σελ. 163-192.

11. Thierry, N., Haut Moyen Âge en Cappadoce. Les églises de la région de Çavuhin I (Paris 1983), σελ. 43-57.

12. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλ. μεταξύ άλλων Dagron, G., “Byzance et le modèle islamique au Xe siècle à propos des Constitutions Tactiques de l'empereur Léon VI”, Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles Lettres (1983), σελ. 219-242.

13. Cheynet, J.-C., “Basil II and Asia Minor”, στο Magdalino, P. (επιμ.), Byzantium in the Year 1000 (Leiden – Boston 2003), σελ. 71-108.

14. Howard-Johnston, J., “Crown Lands and the Defence of Imperial Authority in the Tenth and Eleventh Centuries”, Byzantinische Forschungen 21 (1995), σελ. 75-100.

15. Cheynet, J.-C., “Philadelphie, un quart de siècle de dissidence, 1182-1206”, Philadelphie et autres études (Byzantina Sorbonensia 5, Paris 1984), σελ. 39-54.