Ασαάκιοϊ

1. Ανθρωπογεωγραφία

Ο οικισμός Ασαάκιοϊ βρισκόταν στην κοιλάδα του Καρασού (Γάλλου), παραποτάμου του Σαγγάριου ποταμού, πάνω σε πλαγιά βουνού. Απείχε 2 χλμ. Β των Κιουπλιών, 4 χλμ. ΝΑ του Μπιλετζίκ, 79 χλμ. Α-ΝΑ της Προύσας.

Η ονομασία του οικισμού ήταν κοινή τόσο στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα όσο και στα εκκλησιαστικά έγγραφα,1 και παραμένει η ίδια μέχρι σήμερα (Aşağıköy). Όνομάστηκε έτσι (Aşağı-köy = Kάτω χωριό) μάλλον σε σχέση με το άλλο γειτονικό χωριό των Κιουπλιών, το Μπάσκιοϊ (Baş-köy = Πάνω χωριό, χωριό στην κορυφή ή κεφαλοχώρι). Οι κάτοικοι των Κιουπλιών αποκαλούσαν τους κατοίκους του Ασαάκιοϊ «μπαμιατζήδες». Υποτίθεται ότι ο λόγος ήταν ότι οι τελευταίοι παρήγαν μπάμιες, στην πραγματικότητα όμως ήταν η απάντηση των κατοίκων των Κιουπλιών στο πειραχτικό «καμπακτσήδες», δηλαδή «κολοκυθάδες» (kabakçı= κολοκυθάς), που οι «Ασαγηνοί» τους απηύθυναν. Οι Κιουπλιώτες συνήθιζαν να φτιάχνουν ένα γλύκισμα από κόκκινες κολοκύθες, ο πειραχτικός όμως χαρακτηρισμός των Ασαγηνών δεν αφορούσε μόνο αυτό: αντανακλούσε την άποψή τους ότι οι κάτοικοι των Κιουπλιών ήταν πιο μαλθακοί και όχι ιδιαίτερα εργατικοί, επειδή ασχολούνταν με το εμπόριο κυρίως και όχι τόσο με τη γεωργία.

2. Διοικητική Υπαγωγή

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Ασαάκιοϊ ανήκε στο μουδουρλίκι των Κιουπλιών του καϊμακαμλικίου Σογιούτ, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι του Μπιλετζίκ, στο βιλαέτι της Προύσας. Το Ασαάκιοϊ διοικούνταν από έναν μουχτάρη σε συνεργασία με τρεις ή τέσσερις συμβούλους (αζάδες). Αυτοί εκλέγονταν από τη γενική συνέλευση των κατοίκων του χωριού συνήθως ύστερα από υπόδειξη των γεροντότερων και των προκρίτων. Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Νικαίας.

3. Πληθυσμός – Οικιστική δομή

Το χωριό πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή αριθμούσε περί τις 350-400 οικογένειες, από τις οποίες οι 250-300 ήταν ορθόδοξες.2 Θεωρούνταν «ντόπιοι», αν και κάποιες οικογένειες είχαν μετοικήσει από την Ήπειρο. Οι ορθόδοξοι του χωριού ήταν τουρκόφωνοι. Το ελληνικό σχολείο λειτούργησε ουσιαστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα και από τότε άρχισε να επεκτείνεται η χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Οι ορθόδοξοι κατοικούσαν σε έξι συνοικίες: Aşağı mahallesi, Yukarı mahallesi, Ağlan kayabaşı, Erenler, Topraklık mahallesi και Oluklar başı. Η μουσουλμανική συνοικία βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο του χωριού, δηλαδή προς την πλευρά των κτημάτων. Οι χριστιανικές συνοικίες βρίσκονταν προς την πλευρά των Κιουπλιών.

Η ύδρευση του χωριού γινόταν από αντλία με υδροκίνητο τροχό, η οποία ανέβαζε το νερό από ένα πηγάδι που βρισκόταν χαμηλά σε μία δεξαμενή που κατασκευάστηκε στο ψηλότερο σημείο του χωριού, στο κτήμα του δασκάλου Χατζησάββα.

4. Οικονομία

Εμπορικά κέντρα για το χωριό ήταν τα γειτονικά χωριά: πρωτίστως τα Κιουπλιά και δευτερευόντως το Μπιλετζίκ. Η βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η σηροτροφία. Στο χωριό υπήρχαν επίσης δύο μύλοι, οι οποίοι άλεθαν καρύδια και παρήγαν καρυδέλαιο, το οποίο μάλιστα οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν ως κύριο λάδι στη διατροφή τους. Στο χωριό υπήρχαν τέσσερα εργοστάσια επεξεργασίας μεταξιού. Σε αυτά απασχολούνταν περίπου 300 εργάτριες. Μάλιστα, επειδή δεν επαρκούσαν τα κορίτσια του χωριού, έρχονταν και από γειτονικά χωριά για να εργαστούν. Τα εργοστάσια λειτουργούσαν με λιγνίτη και καυσόξυλα.

5. Θρησκεία – Εκπαίδευση

Η μοναδική εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Υπήρχε επίσης ένα παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία, και ένα αγίασμα που ήταν ταυτόχρονα αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα και στην Αγία Παρασκευή.

Το σχολικό κτήριο του Ασαάκιοϊ συστέγαζε ένα αρρεναγωγείο και ένα παρθεναγωγείο. Παλαιότερα υπήρχε ένα μικρότερο οίκημα, το οποίο όμως επεκτάθηκε μετά το 1902.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ορθόδοξες οικογένειες του χωριού εγκαταστάθηκαν στην πόλη των Σερρών (προσφυγικοί συνοικισμοί Αγίας Σοφίας και Νέων Κιουπλιών), στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή.




1. Μωϋσείδης, Μ.,  «Τα Κουπλιά και αι περίοικοι ορθόδοξοι κοινότητες», Ξενοφάνης, Σύγγραμμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολή 3 (1905), σελ. 423-424.

2. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 91. Το 1867 υπήρχαν στον οικισμό 250 ελληνορθόδοξες οικογένειες και 100 μουσουλμανικές, βλ. Κλεωνύμος, Μ. Παπαδόπουλους, Χρ., Βιθυνικά ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 147. Ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος αναφέρει για το 1909, 260 οικογένειες ελληνορθοδόξων βλ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 162. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.250 ελληνορθόδοξων κατοίκων βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολη 1922), σελ. 264.