1. Βιογραφικά στοιχεία
Ο Αιδέσιος της Καππαδοκίας ήταν ο πρώτος διάδοχος του Ιαμβλίχου στη νεοπλατωνική φιλοσοφική σχολή που είχε έδρα την Απάμεια της Συρίας. Ο μόνος αρχαίος συγγραφέας που αναφέρει βιογραφικά στοιχεία για αυτόν, ο Ευνάπιος, είναι φειδωλός και συχνά μονομερής. Περισσότερες πληροφορίες αντλούμε από τον Αντιοχέα ρήτορα Λιβάνιο και από το φιλόσοφο του 6ου αι. μ.Χ. Σιμπλίκιο.
Ο Αιδέσιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία μεταξύ του τέλους του 3ου αιώνα και των αρχών του 4ου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, η οποία όμως είχε εκπέσει οικονομικά. Για το λόγο αυτό ο πατέρας του προσπάθησε να τον στρέψει σε σπουδές οικονομικού-χρηματιστικού τύπου και τον έστειλε στην Ελλάδα. Ο Αιδέσιος όμως είχε ήδη εκδηλώσει την κλίση του προς τη φιλοσοφία και άρχισε να ασχολείται με αυτή όσο βρισκόταν στην Ελλάδα. Τελικά, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ήθος, κατάφερε να κάμψει τις αντιστάσεις του πατέρα του και μετέβη στη Συρία, για να φοιτήσει στη φιλοσοφική σχολή του Ιαμβλίχου στην Απάμεια.
2. Μελέτη και άσκηση της φιλοσοφίας
Ο Ιάμβλιχος εκείνη την εποχή θεμελίωνε έναν από τους δύο1 σημαντικούς κλάδους της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο του από τους άλλους νεοπλατωνικούς ήταν ότι εφάρμοζε και δίδασκε τη θεουργία, ένα κράμα φιλοσοφίας και θρησκείας που βασιζόταν στην προσπάθεια ελέγχου της ύλης μέσω του πνεύματος έως το σημείο της πραγματοποίησης θαυμάτων.2 Ο Ιάμβλιχος πέθανε το 330, ορίζοντας ως διάδοχο τον αγαπημένο του μαθητή Σώπατρο. Ωστόσο ο Σώπατρος βρισκόταν ήδη στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (314-337), όπου είχε τη θέση συμβούλου. Για το λόγο αυτό οι μαθητές επέλεξαν ως επόμενο διάδοχο τον Αιδέσιο, που θα πρέπει να ανέλαβε την ηγεσία της σχολής μεταξύ του 330 και του 337.
Στη φιλοσοφική του διδασκαλία διατήρησε τις βασικές αρχές του Ιαμβλίχου, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να ασχολείται με τη θεουργία. Η πιο «ορθολογική» προσέγγιση του Αιδεσίου στη φιλοσοφία του Ιαμβλίχου ωστόσο ίσως να οφειλόταν στο γεγονός ότι φοβόταν μήπως η φήμη για θαύματα προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα, ο οποίος είχε ήδη χαράξει μια φιλοχριστιανική πολιτική.
Ωστόσο ο Αιδέσιος έφερε μια καινοτομία στη φιλοσοφική σκέψη και πρακτική της εποχής του. Ορμώμενος, σύμφωνα πάντα με τον Ευνάπιο, από ένα όνειρο, αποφάσισε γύρω στο 337 ή 338 να ζήσει μόνος κατά τα ασκητικά πρότυπα, σε κατάσταση «ερημίας». Οι πηγές είναι ασαφείς ως προς το αν την εποχή εκείνη ήταν ακόμη επικεφαλής της σχολής της Απάμειας ή είχε ήδη επιστρέψει στη Μικρά Ασία, και μάλιστα στην Πέργαμο. Πάντως την περίοδο του ερημικού του βίου, που ήταν σύντομος, την πέρασε στην αφιλόξενη και τραχιά φύση της γενέτειράς του Καππαδοκίας. Όταν αποφάσισε να επιστρέψει στα εγκόσμια, εγκαταστάθηκε στην Πέργαμο και ίδρυσε εκεί φιλοσοφική σχολή που έγινε σύντομα γνωστή. Το 351 μάλιστα ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός παρευρέθηκε σε κάποιους κύκλους μαθημάτων του. Ο Αιδέσιος πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, ίσως το 353 ή το 355, χωρίς να αφήσει συγγραφικό έργο.
3. Μαθητές
Από τους μαθητές του ξεχώρισαν ο Μάξιμος, ο Χρυσάνθιος, ο Πρίσκος και ο Ευσέβιος της Μύνδου. Ο Ευνάπιος δίνει πληροφορίες για τους τρεις πρώτους, και ιδιαίτερα για το Χρυσάνθιο, του οποίου μαθητής υπήρξε και ο ίδιος και τον οποίο τοποθετεί σε τιμητική θέση στους Βίους του, πριν ακριβώς από τον κολοφώνα. Ο Χρυσάνθιος δίδαξε στις Σάρδεις και παρέμεινε πιστός στις φιλοσοφικές αρχές του Αιδεσίου.
Ο Μάξιμος, που ηγήθηκε σχολής στην Έφεσο, έμεινε προσκολλημένος στις αρχές του Ιαμβλίχου και στη θεουργία. Ο Ευσέβιος αντίθετα ακολούθησε μια περισσότερο ορθολογιστική κατεύθυνση και μάλιστα έφτασε στο σημείο να χλευάζει τις θαυματουργικές απόπειρες του Μαξίμου. Τέλος, ο Πρίσκος δίδαξε στην Αθήνα και ίσως επέφερε και εκείνος καινοτομίες στη διδασκαλία.3 Από τις πολυσχιδείς αυτές τάσεις μέσα στον κύκλο των μαθητών της σχολής του Αιδεσίου φαίνεται καταρχήν ότι ο φιλόσοφος είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα πολύ δημοκρατικό κλίμα, όπου μπορούσαν να συνυπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις.4 Μάλιστα ο ίδιος ενθάρρυνε αρετές όπως η ταπεινοφροσύνη και η διαλλακτικότητα και αποστρεφόταν την υπεροψία και τη μισαλλοδοξία.5 Ο Ευνάπιος τον περιγράφει ως «κοινό» και «δημοτικό», άνθρωπο δηλαδή που καταδεχόταν τη συντροφιά ακόμη και απλών ανθρώπων.
Φαίνεται όμως πως η στάση του αυτή δεν είχε εντυπωσιάσει τον Ιουλιανό κατά τη διάρκεια της φοίτησής του κοντά του, αφού ο μετέπειτα αυτοκράτορας δεν αναφέρει πουθενά το δάσκαλό του μέσα στο συγγραφικό του έργο. Βέβαια, ίσως αυτό να συνέβη γιατί και ο ίδιος ο Ιουλιανός, με το δύστροπο χαρακτήρα του, δεν είχε καταφέρει να γίνει αγαπητός στον Αιδέσιο. Όταν όμως ο Ιουλιανός έγινε αυτοκράτορας, βρήκε πιστούς υποστηρικτές της θρησκευτικής του μεταρρύθμισης τον Πρίσκο και το Μάξιμο. Οι τελευταίοι δεν τήρησαν τις αρχές του δασκάλου τους και την απάθεια και την απομάκρυνση από τα εγκόσμια που απαιτούσε η νεοπλατωνική φιλοσοφία, καθώς τάχθηκαν στο πλευρό του Ιουλιανού και προσπάθησαν με πάθος να επαναφέρουν τις παλαιές θρησκείες. Ο Πρίσκος μάλιστα, ο οποίος είχε εκδηλώσει περιφρόνηση προς τον Αιδέσιο όσο ο δάσκαλός του ήταν στη ζωή, εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στην αυλή του Ιουλιανού, όπου φερόταν με παροιμιώδη υπεροψία και αυταρχισμό – γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή του μετά το θάνατο του Ιουλιανού και την επαναφορά της χριστιανικής διακυβέρνησης.
4. Στάση ζωής και αποτίμηση του έργου του Ο Αιδέσιος δεν έγινε γνωστός τόσο για το ίδιο το έργο του, όσο λόγω της εποχής στην οποία έζησε και της δραστηριότητας των μαθητών του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (314-337) και κυρίως του γιου του Κωνσταντίου (337-360) εφαρμόστηκε μια σταθερή πολιτική απαγορεύσεων κατά των παλαιών θρησκειών της αυτοκρατορίας προς ενίσχυση του χριστιανισμού. Οι απαγορεύσεις αυτές αφορούσαν αρχικά μόνο τις δημόσιες εκδηλώσεις και θυσίες, σταδιακά όμως το κλίμα γινόταν ολοένα και πιο ζοφερό. Οι παγανιστές φιλόσοφοι, ιδιαίτερα οι νεοπλατωνικοί, ένιωσαν να βρίσκονται σε ασφυκτικό κλοιό, παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμη σεβαστοί και αποδεκτοί λόγω των γνώσεών τους και της μετριοπαθούς στάσης που κρατούσαν. Ο Αιδέσιος φαίνεται ότι ανήκε στους φιλοσόφους εκείνους που επέλεξαν να μην αντιδράσουν στις πιέσεις προκειμένου να συνεχίσουν το έργο τους, το οποίο δεν παρεμποδιζόταν άμεσα από τις αυτοκρατορικές διατάξεις. Κάποιοι, μεταγενέστεροι κυρίως, τον κατηγόρησαν για φόβο και συμβιβασμό. Φαίνεται όμως ότι ο Αιδέσιος βρισκόταν απλώς πιο κοντά στις πνευματικές παρά στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του. Κατά το σύντομο διάστημα της «ερημίας» του εφάρμοσε αυτό που την ίδια εποχή έκαναν εκατοντάδες άλλοι πνευματικοί άνθρωποι στην «απέναντι όχθη», που θεμελίωναν το χριστιανικό μοναχισμό και ασκητισμό, ο οποίος έμελλε να σαρώσει την αυτοκρατορία τον επόμενο αιώνα. Ταυτόχρονα η απουσία γραπτού έργου δεν οφειλόταν τόσο (ή όχι μόνο) στην επιφυλακτικότητά του αλλά μάλλον στην πίστη του ότι η διδασκαλία ενός ανθρώπου είναι προτιμότερο να εφαρμόζεται παρά να διδάσκεται.
1. Ευνάπ., ΒΣοφ. 6.1-4· Λιβάν., Αυτοβ. 210· Simp., in Cat. 10. 2. Ο Ιάμβλιχος ήταν ο μόνος νεοπλατωνικός που, σύμφωνα με μαρτυρίες, πραγματοποιούσε θαύματα, ιδιαίτερα εξαφανίσεις και επανεμφανίσεις. Ο ίδιος προτιμούσε να διδάσκει ταξιδεύοντας ή περιπλανώμενος μαζί με τους μαθητές του. Οι τελευταίοι διέδωσαν ότι δεν πέθανε αλλά αναλήφθηκε στους ουρανούς. 3. Το σχετικό σημείο του Ευναπίου είναι ασαφές. Οι καινοτομίες ίσως να πραγματοποιήθηκαν από τον ίδιο τον Πρίσκο, ίσως όμως και από τους μαθητές του. Για τις δύο απόψεις βλ. αντίστοιχα Fowden, G., “The pagan holy man in late antique society”, JHS 102 (1982), σελ. 44, και Penella, R.J., Greek philosophers and sophists in the fourth century A.D. (Leeds 1990), σελ. 66-67. 4. Για τον κύκλο των μαθητών του Αιδεσίου, αλλά και για τη σχέση του φιλοσόφου με τον Ιουλιανό βλ. Fowden, G., Pagan philosophers in Late Antique Society: with special reference to Iamblichus and his followers (Diss. University of Oxford 1979), σελ. 199-201. 5. Ευνάπ., ΒΣοφ. 6. 1.5-7.
|
|
|