1. Εισαγωγή 1.1. Τα κατάλοιπα του ναού
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Νίκαια, που καταστράφηκε το 1922,1 διέθετε παράλληλα με το σπουδαίο ψηφιδωτό διάκοσμο και πλούσιο αρχιτεκτονικό. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 το Μουσείο της Νίκαιας έφερε στην επιφάνεια ό,τι έχει διασωθεί από αυτόν.2
1.2. Ιστορία των ερευνών
Η εκκλησία μελετήθηκε πρώτη φορά το 1898.3 Ακολούθησε μία δεύτερη, περισσότερο εμπεριστατωμένη έρευνα το 1912, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν μόνο περιληπτικά το 1927.4 Ακόμα και μετά την καταστροφή του κτηρίου συνεχίστηκαν οι έρευνες για την οικοδομική ιστορία του.5 Παρ’ όλ’ αυτά δε στάθηκε δυνατό να διαμορφωθεί μια σίγουρη εικόνα για την αρχική όψη, την αρχιτεκτονική και το γλυπτό διάκοσμο του ναού. Το 1972 δημοσιεύτηκε μία έρευνα, η οποία βασισμένη στη μελέτη του ίδιου του μνημείου αλλά και των αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκονται στο μουσείο, ανανέωσε τις γνώσεις μας σχετικά με το γλυπτό διάκοσμο της εκκλησίας.6 Η ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται κυρίως σε αυτήν τη μελέτη.7
2. Ιστορία του μνημείου
Προτού παρουσιαστεί ο γλυπτός διάκοσμος, είναι χρήσιμη μια περίληψη της ιστορίας του μνημείου: Ο ναός πιθανόν οικοδομήθηκε στις αρχές του 8ου αιώνα, οπωσδήποτε πριν από την έναρξη της Εικονομαχίας, όπως συνάγεται από τα σπαράγματα του εικονιστικού ψηφιδωτού διακόσμου στην αψίδα και το .8 Σειρά μονογραμμάτων που βρίσκονταν στο κτήριο επιβεβαιώνει ότι ιδρυτής του ήταν ο Υάκινθος,9 όνομα το οποίο παραδίδεται από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 787 στη Νίκαια.10 Ο ναός της Θεοτόκου αποτελούσε το καθολικό μιας αστικής μονής. Κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας, η ψηφιδωτή παράσταση της Θεοτόκου στην αψίδα αντικαταστάθηκε από σταυρό, ενώ αφαιρέθηκαν οι Αρχάγγελοι του θόλου του Ιερού Βήματος. Οι παραστάσεις αποκαταστάθηκαν γρήγορα μετά τη νίκη της Ορθοδοξίας το 843. Επιγραφές συνδέουν τις αποκατεστημένες μορφές με το όνομα ενός αξιωματούχου Ναυκράτιου.11 Ο σεισμός του 1065 επέφερε εκτεταμένες καταστροφές στην πόλη και οδήγησε στην κατάρρευση τμημάτων της εκκλησίας, όπως του , του κεντρικού θόλου, των περιμετρικών τοίχων και του νάρθηκα, τα οποία γρήγορα ανοικοδομήθηκαν.12 Τότε διευρύνθηκε ο προθάλαμος με 2 πλευρικές πτέρυγες και προστέθηκε ένα . Ψηφιδωτά στερεώθηκαν στους του Ιερού Βήματος, στην ταφική κόγχη του νότιου και στο . Από τις επιγραφές συνάγεται ότι, μετά τις επισκευές, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (1059-1067) παραχώρησε τη μονή δωρεά στο Νικηφόρο.13 Ο τρούλος κατέρρευσε άλλη μία φορά στα μέσα του 18ου αιώνα και ανοικοδομήθηκε ξανά το 1807. Άλλη μία ανακαίνιση του ναού έγινε το 1833.14 Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ανυψώθηκε το περιτείχισμα και το κωδωνοστάσιο ενώ αποκαταστάθηκε μεγάλο τμήμα του κτίσματος.
3. Ο γλυπτός διάκοσμος
Η κατάσταση διατήρησης του διακόσμου μετά την καταστροφή του ναού είναι η ακόλουθη: Στο νάρθηκα διατηρούνται ακόμα in situ τα κατώφλια των τριών θυρών. Σε κανέναν από τους τοίχους του νάρθηκα δε διακρίνονται ίχνη παλαιάς ορθομαρμάρωσης.15 Ανατολικά του κατωφλιού της κεντρικής θύρας υπάρχει μία κατεστραμμένη ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα μήκους 2 μ.16 Το δάπεδο του ναού είναι κατεστραμμένο, εκτός από λίγες διασκορπισμένες πλάκες, ένα τμήμα του δαπέδου με μαρμαροθέτημα πλευρικά από το των νότιων τόξων και κάποια απομεινάρια μπροστά από το κατώφλι της . Ο στυλοβάτης μεταξύ του κεντρικού και των πλάγιων κλιτών είναι ακέραιος. Επίσης διατηρούνται με ελάχιστες φθορές οι βάσεις του βόρειου και του νότιου στυλοβάτη και τα δύο , τα οποία σήμερα βρίσκονται δίπλα στις δύο βόρειες βάσεις. Ομοίως παραμένουν in situ τα δύο κατώφλια των θυρών που οδηγούσαν από τα πλευρικά κλίτη στα , καθώς και ο στυλοβάτης προγενέστερου τέμπλου.17 Οι τοίχοι του ναού ήταν κάποτε καλυμμένοι με μάρμαρα μέχρι το σημείο που άρχιζε ο . Διατηρούνται ακόμα τα ίχνη μιας πλάκας.
Στο βόρειο πλευρικό κλίτος υπάρχει αμφίγλυφο θωράκιο, το οποίο σε μια πρωιμότερη φάση είχε χρησιμοποιηθεί ως μέτωπο μιας εντοίχιας στη βόρεια πτέρυγα του νάρθηκα.18 Στη βορειοδυτική γωνία του ναού βρίσκεται σήμερα ένας ρωμαϊκός ενεπίγραφος βωμός. Τα πέντε θωράκια που υπήρχαν προηγουμένως στην εκκλησία, όπως επίσης και το επιστύλιο της θύρας της , μεταφέρθηκαν στο μουσείο.19 Ο νότιος τοίχος του νότιου κλίτους παρουσιάζει, σε ύψος 33 εκ. από τη γωνία και σε μήκος 2,35 μ., μια εγκοπή 49 εκ. Εκεί βρισκόταν ένας τάφος σε , από τον οποίο διακρίνονται ίχνη της στη νοτιοδυτική γωνία.20 Εσωτερικά του τοίχου βρίσκεται μία δεύτερη κόγχη μήκους 1,11 μ. Τόσο η κόγχη του αρκοσολίου όσο και η μικρότερη ανοίχθηκαν σε μεταγενέστερη φάση. Αυτό γίνεται φανερό από τη –σήμερα χαμένη– διακόσμησή τους. Φαίνεται ότι το ανάγλυφο της επιτάφιας πλάκας ανήκε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Επίσης η μαρτυρία ότι παλαιότερα στο του αρκοσολίου υπήρχε ψηφιδωτή παράσταση, η οποία αργότερα αντιγράφηκε, ως τοιχογραφία πλέον, στο νάρθηκα υποδεικνύει ότι εδώ είχε ταφεί ο μεγάλος εταιριάρχης Νικηφόρος.21 Το πλαίσιο της ανατολικής κόγχης,22 που επίσης κατασκευάστηκε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο,23 φαίνεται ότι αρχικά δεν προοριζόταν γι’ αυτή τη θέση. Ακολουθώντας την άποψη του Schneider, o Peschlow υποθέτει ότι αρχικά είχε κατασκευαστεί ως επίστεψη ή δεσποτικής εικόνας.24 Από την κεντρική διατηρείται μόνο το χαμηλότερο τμήμα της τοιχοδομίας με πλίνθους, ενώ μπροστά από αυτή σώζεται αρκετά φθαρμένο το (πλάτους 0,49 μ.) εφοδιασμένο με κεντρική κλίμακα που οδηγούσε στον επισκοπικό θρόνο. Και οι δύο εγκαταστάσεις ήταν οικοδομημένες με πλίνθους. Ο στυλοβάτης του τέμπλου, ο οποίος διατηρείται in situ, ήταν ισοϋψής με το δάπεδο του ναού. Ανατολικά από αυτό υψωνόταν η βαθμίδα του Ιερού Βήματος, από την οποία διατηρείται αποσπασματικά το νότιο τμήμα. Μπροστά από την αψίδα ορθώνεται μέχρι σήμερα ένα τμήμα από κορμό κίονα, ο οποίος μάλλον έφερε την πλάκα της Αγίας Τράπεζας, όταν ο χώρος λειτουργούσε ως παρεκκλήσιο.25 Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος μπορεί να αποκατασταθεί μόνο αποσπασματικά. Το σύνθρονο με την κεντρική κλίμακα πιθανώς αποτελούσε τμήμα του αρχικού οικοδομήματος. Ο ανατολικός στυλοβάτης, ο οποίος σύμφωνα με τον Peschlow συνυπολογίζεται στην αρχική φάση του κτηρίου, επιτρέπει να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα για τον τρόπο οικοδόμησης του παλαιού τέμπλου.26 Τα εξάρματα και οι οπές πάκτωσης στο τέμπλο ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους. Κατά την αρχική φάση ήταν πακτωμένοι στα δύο ορθογωνικά εξάρματα δύο αμφίγλυφοι πεσσίσκοι. Ο ενδιάμεσος χώρος έχει πλάτος 0,64 μ. και βρίσκεται στο μέσο μεταξύ των παλαιότερων πλευρικών τοίχων του Ιερού Βήματος. Εκεί βρισκόταν η . Τα ίδια τα θωράκια, που συνδέονταν με τους πεσσίσκους, δεν πακτώνονταν στο στυλοβάτη, αλλά ενώνονταν με συνδέσμους και πρέπει να έφταναν μέχρι την ορθομαρμάρωση των τοίχων του Ιερού Βήματος. Σε δεύτερη φάση το αντικαταστάθηκε από μία πρόχειρη κατασκευή. Στη θέση των λεπτών πεσσίσκων εμφανίστηκαν επαναχρησιμοποιημένοι κορμοί κιόνων, η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωσε και τα θωράκια, ελάχιστα υποβιβασμένα, είτε εφάπτονταν με τους κίονες είτε πακτώνονταν σε αυτούς. Οι λόγοι για τη διακοπή της χρήσης του φράγματος του πρεσβυτερίου παραμένουν αδιευκρίνιστοι.
4. Χρονολόγηση του γλυπτού διακόσμου
Ο Peschlow υποθέτει ότι το φράγμα σταμάτησε να χρησιμοποιείται μετά τις αρχές του 8ου αιώνα και πριν από τα μέσα του 11ου αιώνα, επειδή θεωρεί ότι μετά το σεισμό του 1065 και παράλληλα με την τοποθέτηση του δαπέδου πρέπει να ανεγέρθηκε και νέο τέμπλο.27 Από το τέμπλο του 11ου αιώνα δεν έχει μείνει τίποτα. Τα δύο πρωιμότερα φράγματα του πρεσβυτερίου αποτελούνταν από ενιαίες πλάκες, μήκους 2,50 μ. εκάστη, ενώ δεν υπήρχαν ενδιάμεσα στηρίγματα. Θωράκια με αναλόγο μήκος δεν απαντώνται συχνά.28 Το φράγμα ίσως έφερε , που πιθανώς είχε το ίδιο μήκος με τα θωράκια ή –λιγότερο πιθανό– έφερε μισοϋψωμένους πεσσίσκους χωρίς επιστύλιο. Ο Wulff είδε στην αψίδα ακόμα έναν –αποσπασματικά σωζόμενο– πεσσό και δύο πεσσόκρανα με μονογράμματα, τα οποία περιέγραψε, ενώ αποτύπωσε σε σχέδιο ένα από αυτά. Δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα εάν αυτά τα σήμερα χαμένα κομμάτια αποτελούσαν τμήμα του τέμπλου· η τεχνοτροπία και το μέγεθος θα συνηγορούσαν σε κάτι τέτοιο.29 Τα δύο μακρά θωράκια επίσης δε σώθηκαν, επειδή πιθανώς σε μεταγενέστερη φάση τεμαχίστηκαν σε μικρότερα τμήματα. 5. Ο εσωτερικός διάκοσμος
Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν συγκρατημένος. Η αρχιτεκτονική γλυπτική δεν επιδεικνύει ιδιαίτερη διακοσμητική διάθεση. Οι που οδηγούσαν στα πλάγια κλίτη εδράζονταν σε ραδινούς ορθογώνιους πεσσούς, οι βάσεις των οποίων διακοσμούνταν με , ενώ στον ενδιάμεσο χώρο ορθώνονταν . Τα ήταν επίπεδα και διακοσμημένα με απλό κοιλόκυρτο θωράκιο. Έχουν καταγραφεί γείσα με ανάγλυφα μονογράμματα σε μετάλλια, επιγραφή και επιστύλια.30Ο κεντρικός χώρος ήταν αυστηρά αποκλεισμένος από τα πλευρικά κλίτη και προσβάσιμος μόνο από τη δυτική θύρα του ναού. Από τους πεσσούς των τοξοστοιχιών του ισογείου διατηρούνται in situ τέσσερις βάσεις, όπως επίσης και δύο πεσσόκρανα, εκ των οποίων ένα έχει μονόγραμμα. Η αρχική θέση τους είναι αβέβαιη. Το πεσσόκρανο με το μονόγραμμα πιθανώς προέρχεται από έναν πεσσό της βόρειας τοξοστοιχίας.
Οι τέσσερις διαφορετικού μεγέθους βάσεις, των οποίων το πλάτος διαφοροποιείται μέχρι και 0,11 μ., ήταν κοσμημένες με αττικό-ιωνικό κυμάτιο.31 Τρεις από αυτές διατηρούν ίχνη της πάκτωσης των θωρακίων. Όπως το μέγεθος των βάσεων έτσι και των πεσσόκρανων διαφοροποιούνταν. Η ανομοιογενής μείωση του άνω μέρους του κορμού των κιόνων υποδεικνύει μια σχετική απροσεξία στην ανέγερση των στηριγμάτων, η οποία διαπιστώθηκε επίσης τόσο στη σύλληψη της κάτοψης του εσωτερικού χώρου, όσο και στην κατασκευή του.32 Πέντε μαρμάρινα θωράκια, από τα οποία το πέμπτο χρησιμοποιήθηκε ως καλυπτήρια πλάκα της Αγίας Τράπεζας, διατηρούνται και φυλάσσονται στο Μουσείο της Νίκαιας. Το τελευταίο φέρει επτά μονογράμματα, μεταξύ των οποίων και αυτό του ιδρυτή της μονής, του Υακίνθου.33 Τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά μέλη θεωρούνται επίσης σύγχρονα με την ανέγερση της εκκλησίας και είναι σημαντικά δείγματα της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής γλυπτικής μεταξύ του 6ου και του 9ου αιώνα.34 Τα μέλη έχουν ταξινομηθεί από τον Peschlow με βάση τη διακόσμηση και/ή την κατάσταση διατήρησής τους ως ακολούθως: 1. Πλάκα με μονογράμματα (Αρ. Μουσ. 736), 2. Πλάκα με διάτρητο ρόμβο (Αρ. Μουσ. 735), 3. Βαθμιδωτή πλάκα (Αρ. Μουσ. 749), 4. Πλάκα με ελικοειδές πλαίσιο (Αρ. Μουσ. 750), 5. Πλάκα με ρόμβο και ρόδακα (Αρ. Μουσ. 726, 727, 729 – τα τρία τμήματα συγκολλήθηκαν το 1972). Οι οπίσθιες όψεις των πλακών με τα μονογράμματα και το διάτρητο ρόμβο είναι ακόσμητες, ενώ οι αντίστοιχες όψεις των τριών υπόλοιπων πλακών είναι ανάγλυφες. Η σύγκριση της εμπρόσθιας και της οπίσθιας όψης οδήγησε τον Peschlow σε μια τεχνοϊστορική επανεκτίμηση των πλακών.35 Τόσο στη βαθμιδωτή πλάκα (Αρ. 3) όσο επίσης και στην πλάκα με το ελικοειδές πλαίσιο (Αρ. 4) το βάθος του ανάγλυφου διακόσμου της εμπρόσθιας και οπίσθιας όψης τους είναι άνισο: και στις δύο περιπτώσεις το ανάγλυφο του σταυρού είναι ορθογώνιο καθ’ ύψος ενώ το αντίστοιχο του ελικοειδούς πλαισίου ορθογώνιο οριζοντίως. Ο Peschlow συμπέρανε για την πλάκα με τον αριθμό 4 ότι πιθανώς επαναχρησιμοποιήθηκε αργότερα. Επειδή όμως χρειάζονταν πλάκες σε μικρότερο μέγεθος, αυτές κόπηκαν και έτυχαν νέας επεξεργασίας.36 Οι σταυροί πιθανόν σχετίζονται με τον αρχικό διάκοσμο, ενώ τα ελικοειδή πλαίσια ίσως προέρχονται από μεταγενέστερη διακόσμηση. Από την ίδια την παράσταση του σταυρού, ο οποίος ήταν διακοσμημένος με σταγόνες ή στιγμές, δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για τη χρονολόγηση, επειδή αυτός ο τύπος είναι γνωστός ήδη από τον 5ο αι. έως και την Υστεροβυζαντινή περίοδο. Οι πλάκες χρονολογήθηκαν στην αρχική φάση του ναού, όμως δεν ήταν δυνατό να συγκριθούν με αρχιτεκτονικά γλυπτά του 7ου και 8ου αιώνα, δεδομένου ότι δε σώζεται τίποτα. Ήδη ο Wulff είχε επισημάνει τη συγγένεια των διακοσμητικών μοτίβων με τα ανάγλυφα στα στηθαία πάνω από τις τοξοστοιχίες του κεντρικού κλίτους του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, υποδεικνύοντας μεταγενέστερη χρονολόγηση.37 Πιθανόν τα πρότυπα τόσο για τα γλυπτά της Νίκαιας όσο και της Βενετίας ήταν κωνσταντινουπολίτικα. Ο Peschlow χρονολογεί και τις δύο κατηγορίες ανάγλυφων πλακών με βάση τη διακόσμησή τους στην περίοδο της ανακαίνισης του ναού, μετά το 1065. Η εμπρόσθια και η οπίσθια όψη της πλάκας που φέρει ρόμβο και ρόδακα (Αρ. 5) έχουν υποστεί ταυτόχρονη επεξεργασία. Μετά την εξέταση της διακόσμησης της οπίσθιας όψης38 –τεχνική ανάγλυφου και εκτύπου με με εναλλαγή γεωμετρικών και φυτικών μοτίβων–39 ο Peschlow πρότεινε κατώτερο χρονολογικό όριο τον 9ο ή το 10ο αι., πιθανώς κατά την εποχή (μέσα 9ου αι.) όπου ο αναφερόμενος στα ψηφιδωτά του Ιερού Βήματος Ναυκράτιος ανέλαβε εκ νέου τη διακόσμηση του ναού με εικόνες. Απροσδιόριστη παραμένει και η αρχική χρήση των πλακών. Γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αν και ποιες από τις παραπάνω σωζόμενες πλάκες του ναού της Κοιμήσεως ανήκαν στο παλαιό τέμπλο. Επιπλέον τα διαστήματα μεταξύ των πεσσών των τοξοστοιχιών δεν αντιστοιχούν στο πλάτος καμίας από τις πέντες πλάκες.40 Έχοντας υπόψη τις διαφορές οι οποίες επισημάνθηκαν για την εμπρόσθια και οπίσθια όψη των πλακών, όπως επίσης και τις τεχνοτροπικές συγκρίσεις, τα θωράκια του ναού δεν μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν ως ενιαίο σύνολο.41 Αντίστοιχα δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα κομμάτια, που σήμερα βρίσκονται στο μουσείο, να προέρχονται από τα κτίσματα της παρακείμενης μονής. Εκτός από τα προαναφερθέντα πεσσόκρανα, ο Peschlow παραπέμπει σε ένα πεσσόκρανο που είχε χρησιμοποιηθεί για λεκάνη νερού και τώρα βρίσκεται στο Μουσείο της Νίκαιας (Αρ. Μουσ. 1834)42 και υπογραμμίζει τη μεγάλη ομοιότητά του με τα δύο πεσσόκρανα που διατηρούνται στο ναό της Νίκαιας, ενώ δεν αποκλείει την κατασκευή τους την ίδια περίοδο. Η λεκάνη –όπως και τα πεσσόκρανα της εκκλησίας– φέρει στη στενή της πλευρά μετάλλιο, το οποίο αποτελείται από έναν εξωτερικό δίσκο με ένα σταυροειδές μονόγραμμα, που εφάπτεται της περιφέρειας του κύκλου και έχει χαραχθεί ως έκτυπο στη δισκοειδή επιφάνεια. Το μετάλλιο έχει παραμείνει ημιτελές, πιθανώς επειδή η χάραξη του ονόματος θεωρήθηκε αρκετή. Επίσης το μοναδικό μετάλλιο που έχει διατηρηθεί σε ένα από τα πεσσόκρανα της εκκλησίας είναι ημιτελές. Πιθανώς ανήκε στην ανωδομή της εκκλησίας της Κοιμήσεως.43 |
1. Για την αναφορά του Ch. Diehl προς τον Ι. Παπαδόπουλο σχετικά με τις καταστροφές που έγιναν στο ναό της Κοιμήσεως το 1921 και για πληρέστερη περιγραφή των καταστροφών βλ. Baynes, N. – Alpatov, M. – Brunov, N., “Die Koimesiskirche in Nikaia”, Byzantinische Zeitschrift 25 (1925), σελ. 267-269. 2. Με την ευκαιρία του 10ου Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου στην Κωνσταντινούπολη. 3. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (Strassburg 1903). 4. Schmit, Th., Die Koimesis-Kirche von Nikaia. Das Bauwerk und die Mosaiken (Berlin 1927). Μεγάλο μέρος του υλικού χάθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. 5. Underwood, P.A., “The Evidence of Restorations in the Sanctuary Mosaics of the Church of the Dormition at Nicaea”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 253-242· Mango, C., “The Date of the Narthex Mosaics of the Church of the Dormition at Nicaea”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 245-252. 6. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 145-187. 7. Ο Peschlow περιέλαβε εκ νέου τα συμπεράσματά του σε ένα άρθρο για τους ναούς της Νίκαιας. Βλ. Peschlow, U., “The Churches of Nicaea-Iznik”, Iznik throughout History (Nikaia/Iznik 2003), σελ. 201-218. 8. Underwood, P.A., “The Evidence of Restorations in the Sanctuary Mosaics of the Church of the Dormition at Nicaea”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 253-242. 9. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (Strassburg 1903), σελ. 190-191· Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 183-184. 10. Grègoire, Η., “Encore le monastère d’Hyacinthe à Nicée”, Byzantion 5 (1929-1930), σελ. 287-293. 11. Underwood, P.A., “The Evidence of Restorations in the Sanctuary Mosaics of the Church of the Dormition at Nicaea”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 240 κ.ε. 12. Schneider, A.M., “Die römischen und byzantinischen Denkmäler von Iznik-Nicaea”, Istanbuler Forschungen 16 (1943), σελ. 18-19. 13. Mango, C.,“The Date of the Narthex Mosaics of the Church of the Dormition at Nicaea”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 246 κ.ε. 14. Βλ. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (1903), σελ. 190-191. 15. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 149, 151. 16. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (1903), σελ. 164. 17. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 149. 18. Feld, O., Römische Quartalschrift für christliche Altertumskunde und Kirchengeschichte 65 (1970), σελ. 175. 19. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (1903). 20. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 152. 21. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (1903), σελ. 183 κ.ε.· Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 157. 22. Schmit, Th., Die Koimesiskirche von Nikaia (1927), πίν. 11.6. 23. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 57, κυρίως σημ. 58. 24. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 157. 25. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 153. 26. Ο Wulff παρατήρησε μεν τα ίχνη του στυλοβάτη, τα εξέλαβε όμως για παλαιό τάφο επενδυμένο με μαρμάρινο μωσαϊκό. Βλ. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 167, σημ. 89. 27. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 167 κ.ε. 28. Όσες πλάκες αυτού του μεγέθους σώζονται είχαν κατασκευαστεί περίπου την ίδια περίοδο με την οικοδόμηση της εκκλησίας της Κοιμήσεως, μεταξύ του τέλους του 6ου και του 9ου αιώνα. Βλ. Ulbert, Th., “Untersuchungen zu den byzantinischen Reliefplatten des 6. bis 8. Jahrhunderts”, Istanbuler Mitteilungen 19/20, (1969/70), σελ. 399 κ.ε. 29. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (1903), σελ. 174, σημ. 3, σελ. 178-179, εικ. 34· Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σημ. 94. 30. Peschlow, U., “The Churches of Nicaea-Iznik”, Iznik throughout History (Nikaia/Iznik 2003), σελ. 201-218, ιδιαίτερα σελ. 204, σημ. 29. 31. Kramer, BJb 170 (1970), σελ. 271 κ.ε.· Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimisiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 171. 32. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 173. 33. Wulff, O., Die Koimesiskirche in Nicäa und ihre Mosaiken (1903), σελ. 168-175, 189-193· Weigand, Ε., “Zur Monogramm-Inschrift der Theotokos-(Koimesis-)Kirche von Nicaea”, Byzantion 6 (1931), σελ. 411-420· Barsanti, C., “Una nota sulle sculture del Tempio die Giacinto nella Chiesa della Dormizione (Koimesis) a Iznik-Nicea”, Storia dell’Arte 46 (1982), σελ. 201-208. Επίσης Peschlow, U., “The Churches of Nicaea-Iznik”, Iznik throughout History (Nikaia/Iznik 2003), σελ. 205. 34. Ulbert, Th., Studien zur dekorativen Reliefplastik des östlichen Mittelmeerraumes (Miscellanea Byz. Monacensia 10) (1969), σελ. 56 κ.ε.· Ulbert, Th., “Untersuchungen zu den byzantinischen Reliefplatten des 6. bis 8. Jahrhunderts”, Istanbuler Mitteilungen 19/20 (1969/70), σελ. 339 κ.ε., ιδιαίτερα 345 κ.ε. 35. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 174 κ.ε. 36. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 176. 37. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 177. Σχετικά με τις βενετικές πλάκες βλ. Zuliani, F., I marmi di S. Marco (1971). 38. Μορφολογικά ο τρόπος λάξευσης είναι συγγενής με αυτόν που ακολουθήθηκε στο Fenari Isa Camii στην Κωνσταντινούπολη, που χρονολογείται στον πρώιμο 10ο αι. Βλ. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 179, σημ. 117. 39. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 179-180. 40. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 181. 41. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 186. 42. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 183. 43. Peschlow, U., “Neue Beobachtungen zur Architektur und Ausstattung der Koimesiskirche in Iznik”, Istanbuler Mitteilungen 22 (1972), σελ. 185. |