δωρικός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στην κυρίως Ελλάδα και στις δωρικές αποικίες, ειδικότερα στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, κατά τον 6ο αι. π.Χ. Στο δωρικό ρυθμό ο κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη, οι ραβδώσεις του κορμού είναι αβαθείς και σχηματίζουν οξείες ακμές, το κιονόκρανο αποτελείται από τον άβακα, τον εχίνο και το υποτραχήλιο, το επιστύλιο έχει αδιάρθρωτη επιφάνεια και η ζωφόρος αποτελείται από δύο εναλλασσόμενα μέλη: τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ο δωρικός ρυθμός χαρακτηρίζεται από τις αναλογίες των κιόνων που είναι βαριές σε σχέση με εκείνες του ιωνικού ρυθμού.
|
επίγραμμα, το
Μικρό περιεκτικό ποίημα με σατιρικό ή δηκτικό περιεχόμενο. Σύντομη κρίση αναφερόμενη σε κάποιον άνδρα ή έργο τέχνης.
|
κορινθιακός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό.
|
σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα.
|