λίτρα, η (λατ. libra)
Μονάδα βάρους που ποικίλλει ανάλογα με τα μεγέθη. Η πιο διαδεδομένη ήταν η «λογαρική λίτρα», που καθιερώθηκε επί Κωνσταντίνου Α´, το 309/310, ως βάση του νομισματικού συστήματος. Η λίτρα υπολογίζεται ότι ζύγιζε περ. 319 ή 324 γραμμ. και διαιρoύνταν σε 72 χρυσά νομίσματα (σόλιδους). Οι εκατό λίτρες συμπλήρωναν ένα κεντηνάριον.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|
υγρόν πυρ, το
Εμπρηστικό μείγμα με βάση το αργό πετρέλαιο (νάφθα), το οποίο εκτοξευόταν με τη βοήθεια καταθλιπτικής αντλίας. Η χρήση του διαδόθηκε στο Βυζάντιο στα τέλη του 7ου αιώνα και αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα όπλα του βυζαντινού ναυτικού έως την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων.
|
χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.
|