δρουβάνισμα
Επεξεργασία του καϊμακιού μέσα σε ειδικό ξύλινο αγγείο, το ονομαζόμενο "δρουβάνιν", κατά την οποία με κατάλληλα χτυπήματα διαχωρίζεται το βούτυρο από το αριάνι.
|
ξύγαλαν
Το γιαούρτι. Βασική τροφή, όπως και τα παράγωγά του, σε πολλές κτηνοτροφικές περιοχές του Πόντου. Η λέξη προέρχεται από το οξύγαλον ή οξύγαλα.
|
πασκιτάν’
Αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο και αλατισμένο γιαούρτι, κατάλοιπο του δρουβανίσματος. Όταν δρουβάνιζαν τα γιαούρτια οι γυναίκες, αφού έπαιρναν το βούτυρο, όταν αυτό ξεχώριζε, έχυναν το υπόλοιπο γιαούρτι σε σακούλι για να στραγγίσει. Αυτή η αφυδάτωση, μαζί με το αλάτι που πρόσθεταν στη συνέχεια, μεγάλωναν το χρόνο της δυνατής κατανάλωσης. Το πασκιτάν’ το χρησιμοποιούσαν για την άρτυση των φαγητών ως μυζήθρα. Το χρησιμοποιούσαν επίσης σε πολλά φαγητά.
|