lustrum, το
Πενταετής κύκλος βάσει του οποίου οργανωνόταν η νομισματική παραγωγή κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια.
|
δεκανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 10 νουμμίων.
|
διακριτικό της αξίας, το
Γράμμα ή αριθμός που τοποθετείται στο νόμισμα προκειμένου να δηλώσει την αξία του.
|
διακριτικό του εργαστηρίου, το
Γράμμα ή σύμβολο που τοποθετείται στο νόμισμα προκειμένου να δηλώσει το εργαστήριο που το εξέδωσε.
|
διακριτικό του νομισματοκοπείου, το
Γράμμα ή σύμβολο που απεικονίζεται στο νόμισμα, προκειμένου να δηλώσει τον τόπο κοπής του. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο πρόκειται συνήθως για συντομευμένη εκδοχή του ονόματος του νομισματοκοπείου.
|
εικοσανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 20 νουμμίων. Γνωστό και ως μισή φόλλις.
|
εμπροσθότυπος, ο
Η όψη του νομίσματος που φέρει την πιο σημαντική απεικόνιση. Λόγω αμφιβολιών, πολλοί νομισματολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο για την όψη που τυπώθηκε από την κάτω μήτρα.
|
εργαστήριο, το (λατ. officina)
Τμήμα ρωμαϊκού ή βυζαντινού νομισματοκοπείου.
|
θησαυρός, ο (1. αρχιτεκτονική, 2. νομισματική)
1. Ναόσχημο οικοδόμημα αναθηματικού χαρακτήρα, που το ανήγειραν οι διάφορες πόλεις σε μεγάλα ιερά (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), το οποίο προοριζόταν για τη φύλαξη των πολύτιμων αφιερωμάτων των πόλεων και των μικρών αναθημάτων των πολιτών τους.2. Κλειστό σύνολο ευρημάτων, συνήθως νομισμάτων ή μεταλλικών αντικειμένων.
|
μυστικά (συμπληρωματικά) διακριτικά, τα
Σύμβολο (αστερίσκος, στιγμή κτλ.) που τοποθετείται στο νόμισμα και αλλάζει περιοδικά. Σχετίζεται με την οργάνωση της παραγωγής του νομισματοκοπείου.
|
νούμμος, ο
Ονομασία λατινικής προέλευσης που αρχικά σήμαινε νόμισμα. Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ο όρος χρησιμοποιήθηκε για τη μικρότερη χάλκινη υποδιαίρεση, που αντιστοιχούσε στο 1/40 του φόλλεως.
|
πεντανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 5 νουμμίων.
|
φόλλις, η
Ονομασία λατινικής προέλευσης που κατά τη Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιήθηκε για τη μεγαλύτερη χάλκινη υποδιαίρεση, αρχικά αξίας 40 νουμμίων.
|