Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ματζούκα, Μονή Παναγίας Σουμελά, Ιστορικό

Συγγραφή : Μπαρμπαρίτσα Ελένη (21/3/2005)

Για παραπομπή: Μπαρμπαρίτσα Ελένη, «Ματζούκα, Μονή Παναγίας Σουμελά, Ιστορικό», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5237>

Ματζούκα, Μονή Παναγίας Σουμελά, Ιστορικό (23/1/2006 v.1) Matzouka, Soumela Monastery, Historical Survey (25/2/2007 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

εξκουσσεία, η
(από λατ. excusatio θηλ.: απαλλαγή) Βυζαντινός όρος που αφορά είδος φορολογικών απαλλαγών. Αρχικά, στο πρώιμα βυζαντινά χρόνια, η excusatio παρεχόταν σε ευρεία κλίμακα σε κρατικούς αξιωματούχους με σκοπό τη δημιουργία ή την ενδυνάμωση πελατειακών σχέσεων. Ως θεσμός φοροαπαλλαγών όμως εμφανίσθηκε από τον 10ο αι, αλλά ίσχυσε ευρέως τον 11ο αι. Διδόταν συχνά προσωπικά από τον αυτοκράτορα σε μεμονωμένους ανθρώπους. Περιλάμβανε γενικά προνομιακές απαλλαγές από τους συμπληρωματικούς φόρους, πιθανότατα από τις λεγόμενες επήρειες, αγγαρείες και λειτουργίες. Όσοι απολάμβαναν τις εξκουσσείες ονομάζονταν εξκουσσάτοι, και μπορούσαν να είναι κάτοχοι ή διαχειριστές ποικίλων οικονομικών μέσων που συνεπάγονταν φορολογικές υποχρεώσεις: γης, πάροικων, ζώων, πλοίων κ.ά. Κατά κύριο λόγο επωφελούνταν από τις εξκουσσείες ο κλήρος και τα ευαγή ιδρύματα.

ζητεία, η
Έκτακτη συγκέντρωση εισφορών από πιστούς εκ μέρους των εκκλησιαστικών αρχών ή των μοναστηριών.

καθολικό, το
Ο κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες· επίσης εκεί καθορίζεται ποιο θα είναι το κατά κύριο λόγο τιμώμενο ιερό πρόσωπο και, άρα, ο προστάτης της μονής. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα υπόλοιπα κτήρια της μονής αναπτύσσονται γύρω από το καθολικό και το οικοδομικό συγκρότημα απομονώνεται με περίβολο. Εντός του περιβόλου συχνά υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί ή παρεκκλήσια.

πάροικος, ο
Αγρότης εξαρτημένος από τη γη, την οποία καλλιεργούσε για λογαριασμό ενός μεγάλου γαιοκτήμονα ή ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος (ναού ή μονής).

σταυροπήγιο, το
Μονή ή και ναός που υπάγεται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν έχει εξάρτηση από τον τοπικό επίσκοπο. Όταν ο όρος αφορούσε χωριά, σήμαινε ότι αυτά εξαρτιόνταν, ιδίως ως προς την εκκλησιαστική φορολογία των κατοίκων, απευθείας από το Πατριαρχείο και όχι από την τοπική μητρόπολη.

φιρμάνι, το
Σουλτανικό διάταγμα το οποίο έφερε το μονόγραμμα-υπογραφή του σουλτάνου (τουγράς).

χρυσόβουλο, το
Το χρυσόβουλο ή χρυσόβουλλον είναι το πιο επίσημο έγγραφο που εκδιδόταν από τη γραμματεία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ονομάζεται έτσι γιατί φέρει τη χρυσή βούλα του αυτοκράτορα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>