αγαλματικό σύνταγμα, το
Ανάθημα περισσότερων του ενός αγαλμάτων που δεν ακουμπά το ένα το άλλο. Τα αγάλματα τοποθετούνταν συνήθως σε παράταξη πάνω σε επιμήκη παραλληλόγραμμη ή ημικυκλική βάση.
|
αγαλματικός τύπος, ο
Η στάση και η μορφή με τις οποίες επιλέγει ο γλύπτης να αποδώσει το σώμα ενός αγάλματος.
|
ακρόλιθο άγαλμα, το
Άγαλμα κατασκευασμένο από διάφορα υλικά. Η κεφαλή ήταν λίθινη ή μαρμάρινη. Το ίδιο ίσχυε σχεδόν πάντα και για τα άκρα. Τα υπόλοιπα μέρη κατασκευάζονταν από άλλα υλικά, συνήθως ξύλο, ελεφαντόδοντο ή χαλκό.
|
ανδριάς, ο
Μεμονωμένο έργο γλυπικής που παρίστανε αρσενική ή θηλυκή μορφή θεών ή ανθρώπων, συνήθως ολόσωμη. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για αγάλματα θνητών.
|
ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
|
σηκός, ο (λατ. cella)
Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.
|