κιβώριο, το
Ημισφαιρικός θόλος ή πυραμιδοειδής στέγη που σχημάτιζε ένα μεγαλοπρεπές κάλυμμα πάνω από την Αγία Τράπεζα. Στηριζόταν σε τέσσερις ή σπάνια έξι κιονίσκους που ενώνονταν μεταξύ τους με τόξα.
|
κλίτος, το
Επιμήκης χώρος στο εσωτερικό κτηρίου ή ναού που δημιουργείται από την ύπαρξη κιονοστοιχίας.
|
λοβός, ο
Χαρακτηριστικός τύπος τοξωτών ανοιγμάτων στους βυζαντινούς ναούς (σε θύρες και παράθυρα). Ανάλογα με τον αριθμό των λοβών, τα παράθυρα διακρίνονται σε μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα.
|
ορθομαρμάρωση, η
Η επένδυση των τοίχων ενός ναού με μαρμάρινες πλάκες. Η επένδυση ξεκινούσε από το δάπεδο και έφτανε έως το ύψος της γένεσης των τόξων.
|
σύνθρονο, το
Διάταξη από μια σειρά υπερκείμενων εδράνων, ημικυκλικά τοποθετημένων κατά την εσωτερική περίμετρο της αψίδας του ναού (θυμίζουν μικρό κοίλο θεάτρου), στα οποία κάθονταν οι ιερείς κατά τη διάρκεια των ιεροπραξιών, όταν δε συμμετείχαν στα δρώμενα. Στο κέντρο του ανώτερου εδράνου υπήρχε συνήθως μαρμάρινος θρόνος, όπου καθόταν ο επίσκοπος (όταν ήταν παρών) ή, ενδεχομένως, ο ηγούμενος (όταν επρόκειτο για μοναστηριακό ναό).
|