βογομιλισμός, ο
Η αίρεση του βογομιλισμού εμφανίστηκε στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης στα μέσα του 10ου αιώνα. Ήταν συνδυασμός νεομανιχαϊστικών δοξασιών, πεποιθήσεων των παυλικιανών μετοίκων από τη Μικρά Ασία και τοπικών σλαβονικών ασκητικών κινημάτων. Αφορούσε την ερμηνεία του δόγματος αλλά και την ουσιαστική μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής πρακτικής και της καθημερινής ζωής των πιστών. Οι Βογόμιλοι επιβίωσαν μέχρι το 15ο αιώνα παρά τις διώξεις που υφίσταντο και τις αλλεπάλληλες καταδίκες της δοξασίας τους εκ μέρους της Εκκλησίας.
|
επίσκοπος, ο
Αιρετό εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο έφερε ο υπεύθυνος για την καθοδήγηση και την επιτήρηση του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης.
|
καθολικό, το
Ο κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες· επίσης εκεί καθορίζεται ποιο θα είναι το κατά κύριο λόγο τιμώμενο ιερό πρόσωπο και, άρα, ο προστάτης της μονής. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα υπόλοιπα κτήρια της μονής αναπτύσσονται γύρω από το καθολικό και το οικοδομικό συγκρότημα απομονώνεται με περίβολο. Εντός του περιβόλου συχνά υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί ή παρεκκλήσια.
|
Μεσσαλιανισμός, ο
Ασκητικό (αιρετικό) κίνημα το οποίο εμφανίσθηκε τον 4ο αιώνα στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου. Οι οπαδοί της αίρεσης του μεσσαλιανισμού θεωρούσαν ότι η βάπτιση δεν είναι αρκετή για τη σωτηρία των ψυχών.
|
νοτάριος, ο (notarius)
Βυζαντινός αξιωματούχος, τα καθήκοντα του οποίου περιλάμβαναν την καταγραφή των συναλλαγών και την πιστοποίηση των εγγράφων.
|
πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.
|