Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τραπεζούς (Βυζάντιο), Ναός Αγίας Σοφίας, Γλυπτός Διάκοσμος

Συγγραφή : Μπαρμπαρίτσα Ελένη (28/4/2005)

Για παραπομπή: Μπαρμπαρίτσα Ελένη, «Τραπεζούς (Βυζάντιο), Ναός Αγίας Σοφίας, Γλυπτός Διάκοσμος», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6518>

Τραπεζούς (Βυζάντιο), Ναός Αγίας Σοφίας, Γλυπτός Διάκοσμος (9/11/2006 v.1) Trebizond (Byzantium), Church of Hagia Sophia, Reliefs (23/1/2007 v.1) 
 

1. Ο ναός

Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα1 χτίστηκε το 13ο αιώνα με δωρεά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Μεγάλου Κομνηνού (1238-1263) στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και τρία περιμετρικά προστώα στη νότια, τη δυτική και τη βόρεια πλευρά.

Το κτίσμα διαθέτει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο,2 που μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: τα κιονόκρανα, τη γλυπτή ζωφόρο στην εξωτερική πλευρά του νότιου προστώου και ορισμένες πλάκες διακοσμητικού χαρακτήρα ενσωματωμένες στην εξωτερική πλευρά του νότιου, του βόρειου και του δυτικού προστώου.3 Τα περισσότερα γλυπτά του ναού χρονολογούνται στο 13ο αιώνα και μπορούμε να υποθέσουμε πως κατασκευάστηκαν εξαρχής για να ενσωματωθούν στο κτήριο. Μόνο τα κιονόκρανα του τρούλου και των προστώων καθώς και ένα μαρμάρινο μέλος ενσωματωμένο στο εσωτερικό της κεντρικής αψίδας έχουν τοποθετηθεί σε δεύτερη χρήση.

Έντονες είναι στο γλυπτό διάκοσμο του ναού οι επιρροές της σελτζουκικής αισθητικής. Το κεντρικό μοτίβο του αστεριού από το οποίο ξεκινούν ταινιόσχημοι, αλληλοσυμπλεκόμενοι γεωμετρικοί σχηματισμοί, η τεθλασμένη γραμμή και τα επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά μοτίβα, τα καρδιόσχημα άνθη, τα άνθη λωτού καθώς και η κυψελοειδής διακόσμηση είναι τα κυριότερα θέματα της γλυπτής διακόσμησης που προέρχονται από τη σελτζουκική τέχνη. Η εκτεταμένη επίδραση αυτής της τέχνης έχει οδηγήσει και στην υπόθεση ότι στο ναό εργάστηκαν κατά βάση μουσουλμάνοι γλύπτες και μάλιστα σε περίοδο που οι σχέσεις τους με τους χριστιανούς ήταν ιδιαίτερα φιλικές έναντι του κοινού μογγολικού κινδύνου, δηλαδή μεταξύ του 1242 και του 1262.4 Παρ’ όλα αυτά ο εκτεταμένος χαρακτήρας της γλυπτής εξωτερικής διακόσμησης δε θα μπορούσε να αποκλείσει ως πιθανή επιρροή τη μακραίωνη παράδοση της Αρμενίας και της Γεωργίας στην αρχιτεκτονική γλυπτική , περιοχές με τις οποίες η Τραπεζούντα διατηρούσε κατά καιρούς καλές σχέσεις.

2. Κιονόκρανα

Τα κιονόκρανα της Αγίας Σοφίας, τέσσερα στο εσωτερικό για τη στήριξη του τρούλου και από δύο για τη στήριξη των τόξων εισόδου σε καθένα από τα τρία προστώα, παρουσιάζουν τυπολογική ποικιλία. Τα τέσσερα κιονόκρανα του τρούλου είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους και στηρίζονται σε παρόμοιους μαρμάρινους κίονες και βάσεις. Η διακόσμησή τους περιλαμβάνει τριγωνικά σχέδια σε τρεις σειρές τα οποία αποδίδουν το θέμα του βότρυ αρκετά στιλιζαρισμένα. Τα έργα αυτά, που φέρουν στη διακόσμηση έντονες ισλαμικές επιρροές, προορίζονταν αρχικά για το ίδιο, άγνωστο σε εμάς σήμερα, κτήριο και φαίνεται πως στην Αγία Σοφία τοποθετήθηκαν σε δεύτερη χρήση, γιατί η τεχνοτροπία της κατασκευής τους υποδεικνύει χρονολόγηση στον 8ο αιώνα.5

Τα δύο κιονόκρανα του νότιου προστώου ανήκουν στον τύπο του σύνθετου θεοδοσιανού και χρονολογούνται στα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα. Η προέλευσή τους μας είναι άγνωστη.

Τα κιονόκρανα του βόρειου προστώου εικονίζουν: το ένα σταυρό σε χαμηλό ανάγλυφο στη μία πλευρά και μετάλλια στις υπόλοιπες, ενώ το άλλο, όμοιας τεχνοτροπικής κατασκευής, αντικαθιστά το σταυρό με ένα μονόγραμμα. Κιονόκρανα με τέτοια διακόσμηση είναι αρκετά συνηθισμένα περίπου από τα μέσα του 6ου αιώνα και εξής.6 Προέρχονται πιθανότατα από το ίδιο, άγνωστο σήμερα, κτήριο.

Στο δυτικό προστώο το ένα κιονόκρανο είναι σύνθετο θεοδοσιανό του 5ου αιώνα, ενώ το άλλο φέρει σε κάθε πλευρά δύο αντίθετα τοποθετημένα πουλιά, των οποίων οι ουρές διασταυρώνονται στο μέσο κάθε όψης. Σε κάθε γωνία υπάρχει ένα στιλιζαρισμένο φυτικό μοτίβο που απολήγει σε κουκουνάρι. Το θέμα αυτό εντοπίζεται ήδη στον 6ο αιώνα, όμως η προχωρημένη σχηματοποίησή του οδηγεί σε χρονολόγηση προς τα τέλη του 9ου αιώνα.7 Η προέλευσή τους, από διαφορετικά κτήρια, είναι δύσκολο σήμερα να εντοπιστεί.

3. Γλυπτή ζωφόρος νότιου προστώου

Πάνω από την τοξοστοιχία του νότιου προστώου βρίσκεται μία λίθινη ζωφόρος από δώδεκα πλάκες διαφορετικού μεγέθους, που εικονίζουν το επεισόδιο της πτώσης των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο.8 Πάνω από τη ζωφόρο δύο εγχάρακτες λειτουργικές επιγραφές επεξηγούν τις σκηνές. Οι επιγραφές και η ζωφόρος διαιρούνται σε δύο τμήματα εκατέρωθεν του κεντρικού τόξου του προστώου. Στο σημείο αυτό διαμορφώνεται μία μικρή λαξευτή κόγχη σε σχήμα αχιβάδας. Οι επτά σκηνές διατάσσονται από δεξιά προς αριστερά και είναι σήμερα αρκετά φθαρμένες. Πρόκειται για τις εξής: η δημιουργία της Εύας, ο πειρασμός της Εύας, η Εύα προσφέρει στον Αδάμ τον απαγορευμένο καρπό (σε δύο πλάκες), η κλειστή πύλη του Παραδείσου με άγγελο φρουρό, η έξοδος των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο (σε τρεις πλάκες), ο θρήνος των πρωτοπλάστων και η δολοφονία του Άβελ.9 Οι μορφές στο δεξί τμήμα της ζωφόρου, που αποδίδει τις σκηνές πριν από την πτώση, εικονίζονται ντυμένες και εντάσσονται σε ένα περιβάλλον με πλούσια φυτική διακόσμηση. Αντίθετα, γυμνές αποδίδονται οι μορφές στο αριστερό τμήμα. Η επιγραφή που συνοδεύει τις σκηνές του Παραδείσου αναφέρει τα εξής:

+Εφύτευσεν ο Θ[εό]ς Παράδεισον εν Εδέμ κ[α]τ[ά] ανατολάς και έθετ[ο] εκεί τον άνθ[ρωπο] ον έπλασε (Γένεση, ΙΙ,8).

Το χωρίο στα αριστερά της ζωφόρου αναφέρει:

+Εκ[άθισ]ε[ν] Αδ[ά]μ απέ[ναντι του Παρ]α[δεί]σου και την ιδίαν γύμνωσιν θρην[ώ]ν ωδύρετο (Τριώδιο).

Μολονότι ορισμένα χαρακτηριστικά της ζωφόρου, που διακρίνεται για τον ιδιαίτερα εκλεκτικό χαρακτήρα της, θεωρούνται ανατολίτικη επιρροή (η απόδοση των μορφών από δεξιά προς αριστερά, οι ντυμένες μορφές στο εσωτερικό του Παραδείσου), φαίνεται εντούτοις ότι το έργο κινείται στο ευρύτερο πλαίσιο της βυζαντινής τέχνης και λειτουργικής, αν μάλιστα στην ερμηνεία του συνυπολογιστεί το περιεχόμενο των λειτουργικών επιγραφών. Ιδιαίτερα η καλλιτεχνική παράδοση της Αρμενίας και της Γεωργίας θεωρείται από τους ερευνητές άμεσο καλλιτεχνικό πρότυπο για το έργο.10

4. Υπόλοιπα γλυπτά νότιου προστώου

Το εξωτερικό πλαίσιο του περιβάλλοντος τόξου του προστώου φέρει έξεργο διακοσμητικό μοτίβο κληματίδας, το οποίο φαίνεται να φύεται από λίθινες μάσκες που αποδίδουν λεοντοκεφαλές.11 Το κλειδί του τόξου διακοσμείται με μονοκέφαλο αετό, το έμβλημα των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας. Το έργο ανήκει, από κατασκευαστική άποψη, στην αρχική φάση δόμησης του ναού. Σιμούρβ ή γρύπας, που επιγράφεται «ο Ά(γιος) Μάρκος»,αποδίδει λανθασμένα το σύμβολο του Ευαγγελιστή (το λιοντάρι) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του προστώου πάνω από την επιγραφή. Στα τριγωνικά διάχωρα ανάμεσα στα πλάγια και το κεντρικό τόξο της τοξοστοιχίας ενσωματώνονται αντίστοιχα στη δυτική και ανατολική πλευρά ανάγλυφες πλάκες που αποδίδουν κένταυρο με τόξο και φτερωτό γρύπα.12 Πάνω από το παράθυρο του προστώου μία πλάκα διακοσμείται με ενθέσεις λευκού μαρμάρου που αποδίδουν δύο αντίθετα τοποθετημένα περιστέρια με ουρές οι οποίες διασταυρώνονται στο κέντρο της σύνθεσης. Τα πουλιά στρέφονται εκατέρωθεν προς ελικοειδές μοτίβο που περικλείει ρόδια. Ανατολικότερα μία πλάκα κοσμείται με σταυρό. Δυτικά και ανατολικά του παράθυρου ενσωματώνονται, αντίστοιχα, πλάκα με επιπεδόγλυφους τεμνόμενους κύκλους και πλάκα με ημισέληνο και αστέρι.13 Τέλος, στην εξωτερική πλευρά του κεντρικού περιβάλλοντος τόξου και εκατέρωθεν αυτού, δύο πλάκες περικλείουν μετάλλια με φυτικό μοτίβο που αναπτύσσεται γύρω από ένα ακτινωτό κόσμημα. Πρόκειται για διακοσμήσεις σε χαμηλό ανάγλυφο τυπικά σελτζουκικού χαρακτήρα.14

5. Γλυπτά βόρειου προστώου

Εγχάρακτος σταυρός με τρεις οριζόντιες κεραίες βρίσκεται κάτω από το κλειδί του περιβάλλοντος τόξου.15 Κάτω από αυτό το μοτίβο μία σπασμένη πλάκα με φθαρμένο διάκοσμο πιθανόν να εικόνιζε αετό σε αντιστοιχία με το νότιο προστώο. Δύο άλλες πλάκες με σταυρούς έχουν πιο έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα και είναι ενσωματωμένες η μία πάνω από το σημείο τομής του κεντρικού με το ανατολικό τόξο της τριπλής τοξοστοιχίας και η άλλη στον ανατολικό τοίχο του προστώου.16 Η διακόσμηση του χώρου συμπληρώνεται από έναν αριθμό γλυπτών σε χαμηλό ανάγλυφο με έντονες σελτζουκικές επιρροές:17 Στην κορυφή του μεσαίου τόξου της τοξοστοιχίας μετάλλιο κοσμείται με σύνθετο γεωμετρικό σχέδιο. Εκατέρωθεν του κεντρικού τόξου δύο παρόμοιες πλάκες φέρουν ανάλογο, πιο απλοποιημένο σχέδιο. Πάνω από την ένωση της κεντρικής με τη δυτική αψίδα μία ορθογώνια πλάκα κοσμείται με τεθλασμένες γραμμές, ενώ από κάτω μία άλλη πλάκα φέρει διακόσμηση τεμνόμενων τετραγώνων. Στο αντίστοιχο ανατολικό σημείο μία πλάκα φέρει αλληλοσυμπλεκόμενα γεωμετρικά μοτίβα εκατέρωθεν δύο σταυρών. Τα δύο μικρότερα τόξα του προστώου εδράζονται σε λίθους με σταλακτιτοειδή διακόσμηση στην εσωτερική πλευρά τους. Στη δυτική όψη του βόρειου προστώου λίθινες πλάκες φέρουν φυτικό μοτίβο άνθους λωτού. Πάνω από αυτές διαμορφώνεται πλαίσιο διακοσμημένο τμηματικά με φοινικόφυλλα και σπειροειδές κόσμημα. Σε ένα σημείο του πλαισίου εγκλείεται μικρός σταυρός. Στην ανατολική όψη του προστώου ενσωματώνεται μετάλλιο με επαναλαμβανόμενο σχέδιο διακοσμητικών τριγώνων.

6. Γλυπτά δυτικού προστώου

Τα χαρακτηριστικότερα γλυπτά του προστώου είναι τα επιθήματα των δύο κιονοκράνων του που κοσμούνται με τρίζωνο κυψελοειδές μοτίβο.18 Παρόμοια διακόσμηση, έντονα σελτζουκικού χαρακτήρα, φέρουν και οι οριζόντιες απολήξεις των πλαισίων των δύο πλευρικών τόξων. Το κεντρικό τόξο που περιβάλλει το προστώο κοσμείται με ένα απλό μοτίβο αλληλένδετων κύκλων και ημικυκλίων σε χαμηλό ανάγλυφο, που καταλήγει στις κορυφές των δύο παραστάδων του. Στη βόρεια πλευρά του κυκλικού φεγγίτη, που διατρυπά το κέντρο του προστώου, ενσωματώνεται τετράπλευρη πλάκα με ρομβοειδή ταινιόσχημη διακόσμηση. Στη βόρεια και νότια όψη του προστώου διαμορφώνονται εσωτερικά κόγχες που φέρουν γλυπτή διακόσμηση σελτζουκικού χαρακτήρα.

7. Άλλα γλυπτά

Στην κορυφή της κεντρικής αψίδας εξωτερικά είναι εντοιχισμένο γλυπτό με παράσταση μονοκέφαλου αετού, ανάλογου με αυτόν στο νότιο προστώο. Στο εσωτερικό της κεντρικής αψίδας βρίσκεται εντοιχισμένο στο νότιο τοίχο ένα κομμάτι μαρμάρου με πλεκτή ταινιόσχημη διακόσμηση, που φαίνεται πρωιμότερο του 13ου αιώνα και μάλλον τοποθετήθηκε σε δεύτερη χρήση. Τέλος, στη νότια πλευρά του ναού βρέθηκε τμήμα λίθινης πλάκας με διακόσμηση οκτάκτινου αστεριού σελτζουκικού χαρακτήρα.

1. Για το ναό βλ. Brounov, Ν., “La Sainte-Sophie de Trebizonde”, Byzantion IV (1927-28), σελ. 393-405· Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968). Eastmond A., Art and Identity in Thirteenth-Century Byzantium. Hagia Sophia and the Empire of Trebizond, London 2004, κεφάλαια 4 και 5.

2. Για τη γλυπτική του ναού βλ. γενικά: Strzygowski, J., “Les chapiteaux de Sainte Sophie a Trebizond”, BCH 19 (1895), σελ. 517-522· Alpatov, Μ., “Les Reliefs de la Sainte-Sophie de Trebizonde”, Byzantion IV (1927-28), σελ. 407-418· Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 45-82· Safran, L., “The Genesis Frieze at Hagia Sophia at Trebizond”, BSCAbs 20 (1994), σελ. 29· Eastmond, Α., “Narratives of the Fall: Structure and Meaning in the Genesis Frieze at Hagia Sophia, Trebizond”, DOP 53 (1999), σελ. 219-236.

3. Κάθε προστώο πλαισιώνεται από ευρύ χτιστό τόξο και χαμηλά διατρυπάται από τριπλό τοξωτό άνοιγμα.

4. Π.χ., Talbot Rice, Τ., “Analysis of the Decorations in the Seljukid Style”, στο Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 78-82.

5. Kautzsch, R., Kapitellstudien (Berlin 1936), σελ. 199, αρ. 667· Talbot Rice D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 45-46. Ένα παρόμοιο κιονόκρανο του ίδιου εργαστηρίου σώζεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης: Mendel, G., Catalogue des Sculptures, Musees Imperiaux Ottomans ΙΙΙ (Constantinople 1914), σελ. 463, αρ. 1239.

6. Strzygowski, J., “Les chapiteaux de Sainte Sophie a Trebizond”, BCH 19 (1895), σελ. 519· Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 46.

7. Για τις διάφορες προτάσεις χρονολόγησης του κιονόκρανου βλ. Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 46.

8. Alpatov, Μ., “Les Reliefs de la Sainte-Sophie de Trebizonde”, Byzantion IV (1927-28), σελ. 407-418· Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 46-49· Safran, L., “The Genesis Frieze at Hagia Sophia at Trebizond”, BSCAbs 20 (1994), σελ. 29· Eastmond, Α., “Narratives of the Fall: Structure and Meaning in the Genesis Frieze at Hagia Sophia, Trebizond”, DOP 53 (1999), σελ. 219-236.

9. Σχεδιαστική αποκατάσταση της ζωφόρου βλ. στο Eastmond, Α., “Narratives of the Fall: Structure and Meaning in the Genesis Frieze at Hagia Sophia, Trebizond”, DOP 53 (1999), εικ. 5-6.

10. Alpatov, Μ., “Les Reliefs de la Sainte-Sophie de Trebizonde”, Byzantion IV (1927-28), σελ. 417-418· Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 48-49. Αναλυτικότερη ερμηνεία της εικονογραφίας και λειτουργικής χρήσης της ζωφόρου βλ. στο Eastmond, Α., “Narratives of the Fall: Structure and Meaning in the Genesis Frieze at Hagia Sophia, Trebizond”, DOP 53 (1999), σελ. 223-236.

11. Η καταγωγή αυτών των μοτίβων πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή της Μοσούλης, όπου ανάλογα θέματα κοσμούσαν μνημεία του 12ου και 13ου αιώνα και κατασκευάζονταν πιθανότατα κατ’ επιρροή του γλυπτού διακόσμου της εκκλησίας του Σταυρού στο Achthamar (915-921), Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 49.

12. Πλάκες με ανάλογα μυθικά τέρατα γνωρίζουν μεγάλη διάδοση αυτή την περίοδο στον Καύκασο και τη Ρωσία, Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 50 και πίν. 20Β-C.

13. Η ημισέληνος με το αστέρι, σχήμα γνωστό από τη σασσανιδική Περσία, είχε μακραίωνη διάδοση στην ισλαμική τέχνη και έγινε αργότερα το έμβλημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 51.

14. Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 51 και πίν. 23Β.

15. Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 52-53.

16. Σταυροί τέτοιου τύπου γνώριζαν μεγάλη διάδοση στην Αρμενία, τη Γεωργία καθώς και στην περιοχή της Μοσούλης, Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 52 και σημ. 42, 43.

17. Για το σελτζουκικό χαρακτήρα των διακοσμήσεων βλ. Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 55-82.

18. Talbot Rice, D., The Church of Haghia Sophia at Trebizond (Edinburg 1968), σελ. 53.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>