1. Τόποι καταγωγής των προσφύγων Οι αναστατώσεις που προκλήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις του ρωσοτουρκικού πολέμου και κυρίως από την εν πολλοίς ανεξέλεγκτη δράση άτακτων στρατιωτικών σωμάτων Αλβανών που βοήθησαν το οθωμανικό κράτος στην καταστολή των εξεγέρσεων των ελληνορθοδόξων που τάχθηκαν στο πλευρό των Ρώσων ήταν η βασική αιτία που ώθησε σημαντικό μέρος του πληθυσμού να μεταναστεύσει. Το φαινόμενο πήρε μαζικές διαστάσεις ειδικά στην Πελοπόννησο, όπου διεξήχθησαν κατά κύριο λόγο οι πολεμικές επιχειρήσεις και η έκρυθμη κατάσταση διήρκεσε μέχρι το 1779, εξαιτίας της δράσης των ατάκτων. Ο αριθμός των μεταναστών από αυτή την περιοχή υπολογίζεται στους 40.000 περίπου, από τους οποίους 20.000 πέρασαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.1 Άλλη εκτίμηση που ανεβάζει τον αριθμό των Πελοποννησίων που μετακινήθηκαν προς τη Μικρά Ασία στους 40.000 2 πρέπει να θεωρηθεί μάλλον υπερβολική. Την ίδια περίοδο παρατηρήθηκαν και μεταναστεύσεις από τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και νησιά του Αιγαίου προς την ίδια κατεύθυνση. Τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας δεν ήταν όμως ο μοναδικός προορισμός των Πελοποννήσιων προσφύγων. Αρκετοί κατευθύνθηκαν προς τα Επτάνησα, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, αλλά και προς την Ύδρα, τις Κυκλάδες και τη Ρωσία. Λόγω των πολεμικών γεγονότων παρατηρήθηκαν και κινήσεις προσφύγων προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Μετά τη ναυμαχία του Τσεσμέ κάτοικοι της περιοχής, μεταξύ των οποίων και οι οικογένειες Κανάρη, Πατατούκου και Καλαφάτη, αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια εγκαταστάθηκαν τελικά στα Ψαρά. 2. Μετακίνηση και νέα εγκατάσταση Πρώτος σταθμός των Πελοποννήσιων προσφύγων ήταν συχνά νησιά του Αιγαίου, από όπου στη συνέχεια κάποιοι συνέχιζαν την πορεία τους προς τα μικρασιατικά παράλια. Ενδεικτική είναι η περίπτωση 8.000 προσφύγων από την Αργολίδα και τη Μονεμβασία, οι οποίοι σε πρώτη φάση μεταφέρθηκαν στην Ύδρα. Τελικά 7.000 από αυτούς πέρασαν στη Μικρά Ασία. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οικογένειες από τη Δημητσάνα και τη Ζάτουνα, οι οποίες σε πρώτη φάση είχαν καταφύγει στα ορεινά της Πελοποννήσου. Ιδιαίτερη σημασία στην προσέλκυση και υποδοχή των προσφύγων έπαιξε η πολιτική ισχυρών τοπαρχών, όπως ήτανοι Κιατίπ Ογλού, Ελίς Ογλού, Τζιχάν Ογλού και Χασάν Τσαούς στην περιοχή της Σμύρνης και ιδιαίτερα των Καραοσμάνογλου στην Πέργαμο και στην πεδιάδα της Μενεμένης. Οι νέοι έποικοι προσλαμβάνονταν αρχικά ως καλλιεργητές ή ποιμένες. Κάποιοι κατόρθωσαν σταδιακά να γίνουν κάτοχοι κτημάτων. Σύμφωνα με μια πηγή σύγχρονη των γεγονότων, οι τοπάρχες αυτοί φρόντιζαν για την ομαλή εγκατάσταση των νεοφερμένων, χτίζοντάς τους εκκλησίες και παρέχοντάς τους στέγη και φορολογική ατέλεια για διάστημα δέκα ετών.3 Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν συμπαγείς πυρήνες ελληνόφωνων οικισμών στην ενδοχώρα. Πρόσφυγες όμως εγκαταστάθηκαν και στις πόλεις και ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Εκτός από τη Σμύρνη και –κυρίως μετά τα προνόμια του 1773– το Αϊβαλί, εγκαταστάθηκαν και στους οικισμούς Αλάτσατα, Ακσάρ, Βαϊνδίρι, Βουρλά, Θείρα, Κασαμπά, Κουκλουτζά, Μαγνησία, Μενεμένη, Μπουρνόβα, Μπουτζά, Οδεμίσι, Πέργαμο, Σεβντίκιοϊ και Τσεσμέ. Συχνά έδιναν στους νέους συνοικισμούς ονόματα που παρέπεμπαν στους τόπους καταγωγής τους. Έτσι, στο Αϊβαλί ιδρύθηκε η συνοικία Μοραΐτικα ή Μοραΐτικος μαχαλάς. Στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας υπήρχαν ήδη μετανάστες από περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών. Άλλωστε και οι πρόσφυγες αποτέλεσαν έπειτα από κάποιο διάστημα πόλο έλξης για άλλους μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στον ίδιο χώρο. Οι μετακινήσεις πληθυσμών από περιοχές της κυρίως Ελλάδας συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του πληθυσμού των ορθοδόξων στην περιοχή. |
1. Σακελλαρίου, Μ., Η Πελοπόννησος κατά την Δευτέραν Τουρκοκρατίαν2 (Αθήνα 1979), σελ. 199. 2. Κοντογιάννης, Π., Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ ρωσσοτουρκικόν πόλεμον (1768-1774) (Αθήναι 1903), σελ. 388. 3. Κοντογιάννης, Π., Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ ρωσσοτουρκικόν πόλεμον (1768-1774) (Αθήναι 1903), σελ. 388. |