Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Αφροδισιάς (Αρχαιότητα), Ρωμαϊκή Πλαστική

Συγγραφή : Παπαζαφειρίου Γιώργος (18/2/2002)

Για παραπομπή: Παπαζαφειρίου Γιώργος, «Αφροδισιάς (Αρχαιότητα), Ρωμαϊκή Πλαστική», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3868>

Αφροδισιάς (Αρχαιότητα), Ρωμαϊκή Πλαστική (27/3/2008 v.1) Aphrodisias (Antiquity), Roman Sculpture (16/10/2008 v.1) 
 

1. Ιστορία της έρευνας

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 η επιστημονική κοινότητα άρχισε να διακρίνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη σημασία των έργων της Αφροδισιάδος.1 Ωστόσο οι συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1960. Παλιότερα, το 1904-1905 και το 1937, είχαν πραγματοποιηθεί ερευνητικές εργασίες μικρής χρονικής διάρκειας. Ο μεγάλος αριθμός των έργων πλαστικής, αλλά και των υπόλοιπων ευρημάτων, έκανε επιτακτική την ανάγκη ανέγερσης ενός μουσείου, το οποίο ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 1979.

2. Υλικό

Το μάρμαρο που χρησιμοποιούσαν τα διάφορα τοπικά εργαστήρια της Αφροδισιάδος προέρχεται από μια περιοχή μόλις 2 χλμ. ΒΑ της πόλης, γεγονός που πρόσφερε σε αυτά μεγάλες ποσότητες πρώτης ύλης σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος. Το μέγεθος του λατομείου δεν ξεπερνά τα 4 τ.χλμ. και βρίσκεται σε ύψος 600-800 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, ψηλότερα δηλαδή από την πόλη, που βρίσκεται στα 520 μ.2 Ύστερα από επιστημονικές αναλύσεις προκύπτει ότι η παλιότερη γνωστή χρήση του λατομείου αυτού ανάγεται στον 7ο/6ο αι. π.Χ.

3. Τεχνικά χαρακτηριστικά

Από τη μελέτη των έργων της Αφροδισιάδος προκύπτει ένας ιδιαίτερος τρόπος επεξεργασίας του μαρμάρου. Με τη χρήση διαφορετικών εργαλείων και τεχνικών επιτυγχανόταν η διαφοροποίηση της υφής της κόμης, των γυμνών μερών του σώματος και της ενδυμασίας. Σε πολλά αγάλματα η έντονη στίλβωση του προσώπου συνδυάζεται με τη χρήση ράσπας στο χιτώνα ή στο ιμάτιο, η οποία προσδίδει μια τραχύτητα στην επιφάνεια του μαρμάρου. Ο τρόπος επεξεργασίας του μαρμάρου γίνεται ευκολότερα αντιληπτός στα ημιτελή έργα.3 Επιπλέον στην Αφροδισιάδα βρέθηκαν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία μικρά κομμάτια μαρμάρου, τα λεγόμενα «παραδείγματα», τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γλύπτες και οι μαθητευόμενοί τους για την εξάσκησή τους.4 Πάνω σε αυτά σκάλιζαν διάφορα μέρη του ανθρώπινου σώματος, κυρίως τα άκρα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους για την όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη επεξεργασία των διάφορων τμημάτων ενός γλυπτού. Η μελέτη τους εμπλουτίζει τις γνώσεις μας γύρω από την οργάνωση και τις μεθόδους παραγωγής των τοπικών εργαστηρίων και την εκπαίδευση των επίδοξων γλυπτών. Από τη μελέτη των επώνυμων κυρίως έργων προκύπτει η διαπίστωση ότι ανάμεσα στους καλλιτέχνες υπήρχε συχνά η τάση για εξειδίκευση. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ιδιαίτερα ικανοί στη δημιουργία πορτρέτων, άλλοι στη μαζική παραγωγή αγαλματίων, κυρίως για τη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων ή των κήπων των ιδιωτικών κατοικιών, και άλλοι επιδίδονταν στη δημιουργία αρχιτεκτονικών ή άλλου είδους αναγλύφων, όπως σαρκοφάγων.

4. Στιλιστικά χαρακτηριστικά

Οι ελληνιστικές επιδράσεις είναι πολύ συχνές στα έργα των Αφροδισιέων γλυπτών. Μέρος της θεματολογίας τους, αλλά και πολλά από τα στιλιστικά τους χαρακτηριστικά προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τα ελληνιστικά καλλιτεχνικά ρεύματα της Μικράς Ασίας, με κύριο εκπρόσωπο τη σχολή του Περγάμου. Οι ομοιότητες είναι τόσο σαφείς, ώστε έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι αρκετοί από τους καλλιτέχνες του Περγάμου εγκαταστάθηκαν στην Αφροδισιάδα κατά την Πρώιμη Αυτοκρατορική περίοδο. Τα περισσότερα έργα της σχολής της Αφροδισιάδος, ανεξάρτητα από τη χρονολόγησή τους ή αν πρόκειται για πορτρέτα ή ιδεαλιστικές μορφές, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό μια αίσθηση ζωντάνιας, που προκύπτει από την εκφραστικότητα του προσώπου. Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί επίσης η πλαστικότητα των επιμέρους τμημάτων του προσώπου, χάρη στην ικανότητα αλλά και στην ιδιαίτερη επιμέλεια που επεδείκνυαν πολλοί από τους καλλιτέχνες της σχολής αυτής. Σε πολλά έργα η έντονη και με χαρακτηριστική δραματικότητα κίνηση του σώματος ερμηνεύεται επίσης από τις ελληνιστικές καλλιτεχνικές καταβολές των ντόπιων γλυπτών. Η ίδια κίνηση αποτυπώνεται επιπλέον με τον περίτεχνο τρόπο επεξεργασίας των πτυχώσεων των ενδυμάτων, όπου επικρατούν το παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και στη σκιά και το μαλακό πλάσιμο.

5. Επώνυμοι γλύπτες

Στις γραπτές πηγές της Ρωμαϊκής περιόδου λίγες είναι οι αναφορές σχετικά με τους γλύπτες της σχολής της Αφροδισιάδος. Αντίθετα, αρκετά συχνές είναι οι επιγραφές σε έργα, στις οποίες ο καλλιτέχνης εκτός από το όνομά του αναφέρει και το όνομα της πόλης του. Ορισμένα από τα επώνυμα αυτά έργα έχουν βρεθεί στη Ρώμη, στα περίχωρά της, σε άλλες περιοχές της Ιταλίας, στην Ελλάδα, σε διάφορα άλλα σημεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην ίδια την Αφροδισιάδα. Στη βίλα του Αδριανού στο Τίβολι, ανατολικά της Ρώμης, βρέθηκαν δύο αγάλματα κενταύρων που φέρουν επιγραφές με τα ονόματα των καλλιτεχνών Παπία και Αριστέα. Από το Λανούβιο, λίγα χιλιόμετρα ΝΑ της Ρώμης, προέρχεται ένα ανάγλυφο έργο του γλύπτη Αντωνιανού από την Αφροδισιάδα, που εικονίζει τον ευνοούμενο του Αδριανού, Αντίνοο, με τη μορφή του Σιλβανού. Τέλος, έργο γλύπτη από την Αφροδισιάδα είναι μια ανδρική καθιστή μορφή που φυλάσσεται στο Museo Nazionale της Ρώμης.5 Γνωστοί είναι και μερικές δεκάδες άλλοι γλύπτες από την Αφροδισιάδα, τα ονόματα των οποίων μας σώζονται σε επιγραφές, όπως ο Φλάβιος Ανδρόνικος, ο Πολυνείκης, ο Μηνόδοτος, ο Αλέξανδρος Ζήνωνος και ο Απολλώνιος Αστήρ (Aster). Για ορισμένους από αυτούς είναι εφικτή πλέον η ανίχνευση, σε γενικές γραμμές, της καλλιτεχνικής τους δραστηριότητας, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για γλύπτες της Ρωμαϊκής περιόδου, που συνήθως αντιμετωπίζονται περισσότερο ως αντιγραφείς κλασικών έργων παρά ως αυτόνομοι δημιουργοί.

6. Ταφικό μνημείο Γ. Ιουλίου Ζωίλου

Η προνομιακή θέση της Αφροδισιάδος διαφαίνεται ήδη από την Ύστερη περίοδο της Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα από το 82 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας εγκαθίδρυσε εκεί τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Ο ναός της ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. με την ουσιαστική βοήθεια του αυτοκράτορα Αυγούστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) και την προσωπική συμβολή του Γ. Ιουλίου Ζωίλου, ενός από τους απελεύθερους του αυτοκράτορα και μιας από τις σημαντικότερες μορφές της πόλης, που επέστρεψε από τη Ρώμη στην Αφροδισιάδα γύρω στο 40 π.Χ. Τα ανάγλυφα από το ταφικό του μνημείο (20-10 π.Χ.) θεωρούνται τα παλιότερα αλλά και τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της σχολής της Αφροδισιάδος.6 Ο δήμος της πόλης τον τίμησε με δύο τουλάχιστον ανδριάντες, χαμένους σήμερα, που τοποθετήθηκαν στο θέατρο και στις θέρμες του Αδριανού, στο δυτικό τμήμα της αγοράς.7

7. Έργα πλαστικής από το θέατρο

Η παραγωγή έργων ιδεαλιστικής πλαστικής εκπροσωπείται με τον καλύτερο τρόπο από τα πολυάριθμα αγάλματα που διακοσμούσαν την πρόσοψη της σκηνής και άλλα σημεία του θεάτρου της πόλης.8 Τα έργα αυτά ξεπερνούν σε αριθμό τα 40 και καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο. Τα παλιότερα, η ανάθεση των οποίων συνδέεται με το Ζωίλο, χρονολογούνται στην περίοδο 38-28 π.Χ., ενώ τα νεότερα φθάνουν έως και τον 5ο αι. μ.Χ. Ανάμεσά τους υπάρχουν έξι αγάλματα Νικών και ένα ακέφαλο άγαλμα Απόλλωνα ή Διονύσου, που ανήκε σε σύνταγμα μαζί με δύο τουλάχιστον γυναικεία αγάλματα, τα οποία κρατούν από ένα προσωπείο και πρέπει να εικονίζουν την ίδια μούσα, τη Μελπομένη, προστάτιδα της τραγωδίας. Οι μορφές των Μουσών και του Απόλλωνα είναι από τις πιο συνηθισμένες στη διακόσμηση των ρωμαϊκών θεάτρων. Περιλαμβάνονται επίσης ένα από τα πιο επιμελημένα αντίγραφα του λεγόμενου Δισκοφόρου του Πολυκλείτου και μια πεπλοφόρος μορφή που αντλεί και αυτή τα πρότυπά της από τον 5ο αι. π.Χ. Το πρώτο εντυπωσιάζει χάρη στην ικανότητα του καλλιτέχνη να αναλύει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, αλλά και με έντονο το νατουραλιστικό στοιχείο, τα επιμέρους τμήματα του κορμού και του υπόλοιπου σώματος. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τρία ανδρικά γυμνά ιδεαλιστικά αγάλματα, των μέσων του 1ου (το ένα) και των αρχών ή των μέσων του 2ου αι. μ.Χ. (τα άλλα δύο), που φέρουν ιμάτιο ή paludamentum, το οποίο καλύπτει μόνο τον αριστερό ώμο και τμήμα της πλάτης. Σε αυτά είναι φανερή η προσπάθεια των Αφροδισιέων καλλιτεχνών να προσαρμόσουν τα ιδεαλιστικά πρότυπα του 5ου αι. π.Χ., όπως μας είναι κυρίως γνωστά από αττικά έργα, στο καλλιτεχνικό ιδίωμα της εποχής τους. Είναι πολύ πιθανόν τα τρία αυτά αγάλματα να έφεραν όχι ιδεαλιστικές αλλά εικονιστικές κεφαλές ιδιωτών ή μελών αυτοκρατορικών δυναστειών.9

8. Άλλα αρχιτεκτονικά γλυπτά

Εκτός από τα γλυπτά του θεάτρου, πολυάριθμα άλλα αρχιτεκτονικά γλυπτά από την Αφροδισιάδα αντλούν τα πρότυπά τους από ελληνικά έργα της Κλασικής περιόδου. Σε αυτά περιλαμβάνονται αετωματικές συνθέσεις, ενίοτε ημικυκλικής διάταξης, γλυπτός διάκοσμος παραστάδων, που συνδυάζει φυτικά μοτίβα με μορφές ανθρώπων και ζώων, και ζωφόροι με προσωπεία ανάμεσα σε γιρλάντες και ταινίες. Ζωφόροι αυτού του τύπου διακοσμούσαν διάφορα κτήρια της πόλης. Οι γνωστότερες και σημαντικότερες από αυτές ως προς την ποιότητα της εκτέλεσης είναι και οι παλιότερες χρονολογικά. Πρόκειται για τις ζωφόρους που κοσμούσαν τις ιωνικές στοές του Τιβερίου (14-37 μ.Χ.) στην αγορά. Η κατασκευή τους ολοκληρώθηκε το 27 μ.Χ. και ήταν αφιερωμένες στο θεοποιημένο Αύγουστο, στη σύζυγό του Λιβία, στον ίδιο τον Τιβέριο και στους δήμους των πόλεων της περιοχής.10 Ανακαλύφθηκαν το 1937 από την ιταλική αρχαιολογική αποστολή και συγκαταλέγονται μεταξύ των παλιότερων ευρημάτων από την Αφροδισιάδα. Στη ζωφόρο εναλλάσσονται προσωπεία θεών και ηρώων, όπως της Ήρας, του Ηρακλή, της Ρώμης και της Virtus, προσωποποίησης της ανδρείας. Τα πιο αντιπροσωπευτικά γλυπτά της Ιουλιοκλαυδιανής περιόδου (27 π.Χ.-68 μ.Χ.) είναι τα θωράκια με ανάγλυφες παραστάσεις που κοσμούσαν τις δύο στοές του Σεβαστείου στο ανατολικό τμήμα της πόλης. Είναι λίγο μεταγενέστερα από τις ζωφόρους των ιωνικών στοών της αγοράς και χρονολογούνται στην περίοδο του Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.) και του Νέρωνα (54-68 μ.Χ.). Το μικρό μέγεθος των μορφών και κυρίως το μεγάλο ύψος στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα ανάγλυφα δικαιολογούν την έλλειψη ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών για την απόδοση ιδιαίτερων λεπτομερειών. Στα θωράκια του τρίτου ορόφου της νότιας στοάς εικονίζονται, εκτός από τον Καλιγούλα (37-41 μ.Χ.), όλοι οι άλλοι αυτοκράτορες της δυναστείας μαζί με αρκετά άλλα ανδρικά και γυναικεία μέλη της.11 Ιδιαίτερη προτίμηση δίνεται στους ιδεαλιστικούς τύπους, μέσω των οποίων τα μέλη της αυτοκρατορικής δυναστείας συνδέονται με διάφορους θεούς ή ήρωες. Λόγω της απουσίας ακριβούς απόδοσης των επιμέρους εικονιστικών χαρακτηριστικών, ορισμένες από τις μορφές είναι δύσκολο να αποδοθούν σε συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα. Οι υπόλοιποι όροφοι της νότιας στοάς διακοσμούνταν με 45 μυθολογικές παραστάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες διατηρούνται σε καλή κατάσταση.12 Θεματικά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας. Ορισμένα μάλιστα από τα θωράκια, όπου εικονίζονται η Αφροδίτη και ο Αινείας, συνδέονται άμεσα με τις απεικονίσεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων του τρίτου ορόφου, καθώς οι τελευταίοι ανήκουν στην Ιουλία γενεά, που σύμφωνα με την παράδοση έλκει την καταγωγή της από τον Αινεία και τη θεά του έρωτα. Τέλος, στα θωράκια της βόρειας στοάς εικονίζονταν οι προσωποποιήσεις των διάφορων εθνών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μεταγενέστερα είναι τα ανάγλυφα με μυθολογικά θέματα που βρέθηκαν στην περιοχή της Πύλης της Αγοράς, τα οποία χρονολογούνται στο β' μισό του 2ου αι. μ.Χ. (περίοδος Αντωνίνων, 138-193 μ.Χ.).13 Ο τύπος του κτηρίου που διακοσμούσαν αρχικά δεν είναι γνωστός, γιατί βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση σε ένα νυμφαίο του 5ου αι. μ.Χ. Περιλαμβάνονται παραστάσεις αμαζονομαχίας, κενταυρομαχίας και γιγαντομαχίας, που περισσότερο τυπολογικά αλλά και στιλιστικά παραπέμπουν στα γλυπτά από το βωμό της Περγάμου, και ειδικά σε ορισμένες μορφές γιγάντων. Η εκφραστικότητα των προσώπων, με ιδιαίτερα έντονο το στοιχείο της αγωνίας, το αναλυτικό και ογκώδες πλάσιμο των μυών του σώματος και η θεατρικότητα των κινήσεων είναι ορισμένα από τα περγαμηνά δάνεια. Οι συνθέσεις απηχούν ένα ευρύ πεδίο προτύπων, κλασικών και ελληνιστικών, που συνδυάζονται με βασικό κριτήριο τις τοπικές προτιμήσεις.

9. Αγάλματα και προτομές αυτοκρατόρων και ιδιωτών

Στον τομέα της δημιουργίας των πορτρέτων, η σχολή της Αφροδισιάδος διακρίνεται για τη χρονική της συνέχεια, κάτι που δύσκολα συναντάται στα καλλιτεχνικά εργαστήρια άλλων περιοχών.14 Τα περισσότερα έργα χαρακτηρίζονται από μια αντίθεση ανάμεσα στη λεία επιφάνεια του δέρματος του προσώπου και στον πλαστικό τρόπο απόδοσης της κόμης και του γενιού. Αυτό επιτείνεται από το παιχνίδισμα φωτός και σκιάς μέσω της έντονης χρήσης του τρυπανιού. Τουλάχιστον 50 είναι τα αυτοκρατορικά και ιδιωτικά πορτρέτα από την Αφροδισιάδα που περιλαμβάνονται στους συνολικούς καταλόγους των ρωμαϊκών πορτρέτων της Μικράς Ασίας που δημοσιεύτηκαν το 1966 και το 1979. Έκτοτε, χάρη στις συστηματικές ανασκαφικές δραστηριότητες κυρίως των Αμερικανών αλλά και των Τούρκων αρχαιολόγων, ο αριθμός τους έχει σχεδόν διπλασιαστεί.15 Πολλά είναι τα πορτρέτα, ελεύθερα αγάλματα ή μορφές σε ανάγλυφα, από την περίοδο των Ιουλίων και των Κλαυδίων (27 π.Χ.-68 μ.Χ.). Τα περισσότερα εικονιστικά αγάλματα ανήκουν σε ιδιώτες, που εικονίζονται συχνά ως ιερείς, ενώ οι ίδιοι εμφανίζονται πολλές φορές σε σαρκοφάγους, επιτύμβιες στήλες ή άλλου τύπου ταφικά μνημεία, όπως αυτό του Ζωίλου. Οι απεικονίσεις των αυτοκρατόρων και των υπόλοιπων μελών της δυναστείας προέρχονται κυρίως από τα θωράκια της νότιας στοάς του Σεβαστείου, όπου πρέπει να σημειωθεί ότι έχουμε την πιο εκτενή παρουσίαση αυτοκρατορικής οικογένειας σε ανάγλυφο που σώζεται έως τις μέρες μας. Στην ίδια περιοχή βρέθηκαν πρόσφατα και δύο αδημοσίευτες προτομές του α' μισού του 1ου αι. μ.Χ., που εικονίζουν τον Γερμανικό (15 π.Χ.-19 μ.Χ.), αδελφό του αυτοκράτορα Κλαυδίου, και έναν ιδιώτη, το όνομα του οποίου αναγράφεται στη βάση του έργου.16Από την περίοδο των Φλαβίων (69-96 μ.Χ.) ξεχωρίζει ένα άγαλμα του Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.) στον τύπο του togatus που βρέθηκε στο θέατρο της πόλης. Στο έργο αυτό εντύπωση προκαλούν η μαλακή υφή της toga και της tunica και το παιχνίδισμα φωτός και σκιάς ανάμεσα στις πτυχώσεις.17 Τα ίδια χαρακτηριστικά απαντούν και σε δύο λίγο μεταγενέστερα γυναικεία αγάλματα της περιόδου του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), που φυλάσσονται στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.18 Οι αγαλματικοί τους τύποι αντλούν τα πρότυπά τους από κλασικά έργα του 5ου αι. π.Χ., που πιθανώς να απεικόνιζαν τις θεές Ήρα και Δήμητρα. Αντίθετα, ο τύπος της κόμμωσής τους, με το χαρακτηριστικά μεγάλο όγκο και τις επάλληλες σειρές ελικοειδών βοστρύχων που συγκρατούνται πάνω από το κεφάλι, εμφανίζεται για πρώτη φορά στα πορτρέτα των γυναικείων μελών της δυναστείας των Φλαβίων. Οι έντονες φωτοσκιάσεις που δημιουργούνται από αυτό τον περίτεχνο τύπο κόμμωσης έρχονται σε αντίθεση με τη λεία επιφάνεια του μετώπου και του υπόλοιπου προσώπου. Τα πορτρέτα του 2ου και του 3ου αι. μ.Χ. είναι λιγότερα. Χαρακτηρίζονται από ακρίβεια στην εκτέλεση και αποτελούν συνέχεια της καλλιτεχνικής παράδοσης που είχε διαμορφωθεί κατά τον προηγούμενο αιώνα. Στον 4ο και 5ο αι. μ.Χ. διαπιστώνεται μια εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής σε όλα τα είδη πλαστικής. Η συγκεκριμένη παρατήρηση έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα υπόλοιπα κέντρα παραγωγής, όχι μόνο της Μικράς Ασίας αλλά και των υπόλοιπων επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου τόσο η καλλιτεχνική ποιότητα όσο και παραγωγή εμφανίζουν ραγδαία πτώση.19 Σημαντικά είναι τα τρία ανδρικά αγάλματα που προέρχονται από τις ανασκαφές στο θέατρο και στο ωδείο της πόλης. Τα δύο παλαιότερα εικονίζουν ιερείς στον ίδιο αγαλματικό τύπο, με χιτώνα, ιμάτιο και διάδημα διακοσμημένο με προτομές μικρού μεγέθους.20 Η χρονολόγησή τους πρέπει να τοποθετηθεί στην περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (307-337 μ.Χ.), αν και έχει προταθεί και αρκετά πιο πρώιμη χρονολόγηση.21 Σε σχέση με τα παλιότερα έργα, η χρήση του τρυπανιού είναι εκτενέστερη και εντονότερη τόσο στην κόμη όσο και στην ενδυμασία. Από το θέατρο προέρχεται επίσης ένα από τα νεότερα έργα της σχολής της Αφροδισιάδος, ο ανδριάντας του Flavius Palmatus, που τοποθετείται στα τέλη του 5ου αι. μ.Χ.22 Εικονίζεται με mappa στο δεξί χέρι, tunica και toga, που σύμφωνα με τη μόδα της εποχής τυλίγεται γύρω από το σώμα, δημιουργώντας contabulatio στο στήθος και sinus στην περιοχή των σκελών, ενώ η άκρη της απολήγει στον αριστερό πήχη. Η χρήση του τρυπανιού κυρίως στην περιοχή της κόμης είναι πιο έντονη από ποτέ, δημιουργώντας διάφορα επίπεδα βάθους και ιδιαίτερα μεγάλο πλαστικό όγκο. Παράλληλα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι ιδιαίτερα σχηματοποιημένα και αποδίδονται με γραμμικότητα.

10. Imagines clipeatae

Ένας πολύ μεγάλος αριθμός πορτρέτων ανήκει στην κατηγορία των imagines clipeatae. Πρόκειται για προτομές που περιέχονται σε κυκλικό μετάλλιο, το οποίο συχνά εντάσσεται με τη σειρά του σε τετράγωνο πλαίσιο.23 Έντεκα από αυτές ήταν τοποθετημένες στην κόγχη ενός κτηρίου Β του Σεβαστείου. Στις συγκεκριμένες imagines clipeatae εικονίζονται Έλληνες φιλόσοφοι (Πυθαγόρας, Σωκράτης), ποιητές (Πίνδαρος), πολιτικοί (Αλκιβιάδης), στρατιωτικοί (Μέγας Αλέξανδρος) και άλλα, άγνωστα ιστορικά πρόσωπα.

1. Squarciapino, F.Μ., “La Scuola di Aphrodisia”, Studi e materiali del Museo dell’Impero Romano 3 (Roma 1943)· του ίδιου, “La scuola di Aphrodisias dopo 40 anni”, στο Erim, K.T. - Smith, R.R.R. (επιμ.),  Aphrodisias Papers 2. The theatre, a sculptor’s workshop, philosophers, and coin typesJRA Supplement 2 (Ann Arbor 1991), σελ. 123-126.

2. Rockwell, P., “The marble quarries: a preliminary survey”, στο Roueche, C. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 3. The setting and quarries, mythological and other sculptural decoration, architectural development, portico of Tiberius, and Tetrapylon,  JRA Supplement 20 (Ann Arbor 1996), σελ. 81-103, εικ. 1-11, χάρτες 1-4· Ponti, G., “Ancient quarrying at Aphrodisias in the light of the geological configuration”, ό.π., σελ. 105-110, εικ. 14-15.

3. Rockwell, P., “Finish and unfinish in the carving of the Sebasteion”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculptureJRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 101-118, εικ. 1-22· Rockwell, P., “Unfinished statuary associated with a sculptor’s studio”, στο Erim, K.T. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 2. The theatre, a sculptor’s workshop, philosophers, and coin typesJRA Supplement 2 (Ann Arbor 1991), σελ. 127-143, εικ. 1-23.

4. Van Voorhis, J.A., “Apprentices’ pieces and the training of sculptors at Aphrodisias”, JRA 11 (1998), σελ. 175-192, εικ. 1-34.

5. Squarciapino, F.Μ., “La Scuola di Aphrodisia”, Studi e materiali del Museo dell’Impero Romano 3 (Roma 1943), σελ. 26-27, πίν. ΙV· Inan, J. - Rosenbaum, E., Roman and Early Byzantine Portrait Sculpture in Asia Minor (London 1966), σελ. 30, σημ. 4.

6. Smith, R.R.R., The monument of C. Julius Zoilos. Aphrodisias I (Mainz am Rhein 1993).

7. Smith, R.R.R., The monument of C. Julius Zoilos. Aphrodisias I (Mainz am Rhein 1993), σελ. 12, αρ. Τ 6-Τ 7.

8. Erim, Κ.Τ. - Smith, R.R.R., “Sculpture from the theatre: a preliminary report”, στο Erim, K.T. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 2. The theatre, a sculptor’s workshop, philosophers, and coin types,  JRA Supplement 2 (Ann Arbor 1991), σελ. 67-98, εικ. 1-35· Can Ozren, Α., “Die Skulpturenausstattung kaiserzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis”, Thetis 3 (Mannheim 1996), σελ. 99-128, εικ. 1-9.

9. Για τη χρήση των ιδεαλιστικών αγαλματικών τύπων στην απεικόνιση Ρωμαίων ιδιωτών και αυτοκρατόρων βλ. Maderna, C., Iuppiter, Diomedes und Merkur als Vorbilder für römische Bildnisstatuen (Heidelberg 1988).

10. Chaisemartin, N. de, “Recherches sur la frise de l’Agora de Tibere”, στο Geniere, J. de la - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias de Carie. Colloque du Centre de recherches archeologiques de l’Universite de Lille III, 13 novembre 1985 (Paris 1987), σελ. 135-147, εικ. 1-15· Chaisemartin, N. de, “Les modeles grecs classiques des tetes de la frise du Portique de Tibere”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculptureJRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 119-132, εικ. 1-24.

11. Smith, R.R.R., “The imperial reliefs from the Sebasteion at Aphrodisias”, JRS 77 (1987), σελ. 88-138· Rockwell, P., “Finish and unfinish in the carving of the Sebasteion”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture, JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 101-118, εικ. 1-22· Rose, C.B., Dynastic Commemoration and Imperial Portraiture in the Julio-Claudian period (Cambridge 1997), σελ. 164-169, αρ. 105, εικ. 199-207, 209-210.

12. Smith, R.R.R., “Myth and allegory in the Sebasteion”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture, JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 89-100, εικ. 1-12.

13. Linant de Bellefonds, P., “The mythological reliefs from the Agora Gate”, στο Roueche, C. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 3. The setting and quarries, mythological and other sculptural decoration, architectural development, portico of Tiberius, and Tetrapylon, JRA Supplement 20 (Ann Arbor 1996), σελ. 174-186, εικ. 1-9.

14. Erim, K.T., “Portrait sculpture of Aphrodisias”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture,  JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 153-160, εικ. 1-14.

15. Για τις πρόσφατες ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή βλ. Smith, R.R.R. - Ratte, C., “Archaeological research at Aphrodisias in Caria, 1994”, AJA 99 (1995), σελ. 33-58, εικ. 1-35· Smith, R.R.R. - Ratte, C., “Archaeological research at Aphrodisias in Caria, 1995”, AJA 100 (1996), σελ. 5-33, εικ. 1-32· Gates, M.-H., “Archaeology in Turkey”, AJA 100 (1996), σελ. 317-318· Gates, M.-H., “Archaeology in Turkey”, AJA 101 (1997), σελ. 283-284.

16. Erim, K.T., “Portrait sculpture of Aphrodisias”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture, JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 155, εικ. 6-7. Η ταύτιση της πρώτης προτομής με το Γάιο Καίσαρα είναι εσφαλμένη. Η διάταξη των βοστρύχων της κόμης αντιστοιχεί στον τύπο Beziers του Γερμανικού. Βλ. σχετικά Boschung, D., “Die Bildnistypen der iulisch-claudischen Kaiserfamilie”, JRA 6 (1993), σελ. 60-61, αρ. Nb, σχ. 38 (όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία). Το όνομα στη βάση της δεύτερης προτομής δεν είναι σίγουρο ότι ανήκει στον καλλιτέχνη ή στο εικονιζόμενο πρόσωπο.

17. Inan, J. - Alfoldi-Rosenbaum, E., Romische und Fruhbyzantinische Portratplastik aus der Turkei. Neue Funde (Mainz am Rhein 1979), σελ. 89-91, αρ. 38, πίν. 30.2, 32, 271.1· Erim, K.T., “Portrait sculpture of Aphrodisias”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture,  JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 153, εικ. 1.

18. Inan, J. - Rosenbaum, E., Roman and Early Byzantine Portrait Sculpture in Asia Minor (London 1966), σελ. 172-173, αρ. 229-230, πίν. CXXIV. 1-2, CXXVII.

19. Moltesen, Μ., “The Aphrodisian sculptures in the NY Carlsberg Glyptotek”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture, JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 133-146, εικ. 1-16· Kiilerich, B. - Torp, H., “Mythological sculpture in the fourth century A.D.: the Esquiline group and the Silahtaraga statues”, MDAI (I) 44 (1994), σελ. 307-316, πίν. 55-60.

20. Για τα αγάλματα του θεάτρου βλ. Erim, Κ.Τ. - Smith, R.R.R., “Sculpture from the theatre: a preliminary report”, στο Erim, K.T. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 2. The theatre, a sculptor’s workshop, philosophers, and coin typesJRA Supplement 2 (Ann Arbor 1991), σελ. 83-84, αρ. 18, εικ. 20α. Για τα αγάλματα του ωδείου βλ. Inan, J. - Alfoldi-Rosenbaum, E., Romische und Fruhbyzantinische Portratplastik aus der Turkei. Neue Funde (Mainz am Rhein 1979), σελ. 223-224, αρ. 194, πίν. 138.4, 146· Erim, Κ.Τ., “Portrait sculpture of Aphrodisias”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture, JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 155, σημ. 19, εικ. 12.

21. Fittschen, Κ., GGA 225 (1973), σελ. 65, αρ. 239· Fittschen, Κ., GGA 236 (1984), σελ. 199-200, 207, αρ. 194. Ο Fittschen υποστηρίζει ότι χρονολογούνται στην περίοδο του Αδριανού.

22. Mellink, Μ.J., “Archaeology in Asia Minor”, AJA 77 (1973), σελ. 188, πίν. 37, εικ. 35, 37· Inan, J. - Alfoldi-Rosenbaum, E., Romische und Fruhbyzantinische Portratplastik aus der Turkei. Neue Funde (Mainz am Rhein 1979), σελ. 236-238, αρ. 208, πίν. 264-265· Erim, Κ.Τ., “Portrait sculpture of Aphrodisias”, στο Roueche, C. - Erim, K.T. (επιμ.), “Aphrodisias Papers. Recent work on architecture and sculpture”, JRA Supplement 1 (Ann Arbor 1990), σελ. 155, σημ. 24, εικ. 14.

23. Smith, R.R.R., “Late roman philosophers”, στο Erim, K.T. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 2. The theatre, a sculptor’s workshop, philosophers, and coin typesJRA Supplement 2 (Ann Arbor 1991), σελ. 144-158, εικ. 1-12· Smith, R.R.R., “A new portrait of Pythagoras”, στο Erim, K.T. - Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 2. The theatre, a sculptor’s workshop, philosophers, and coin types,  JRA Supplement 2 (Ann Arbor 1991), σελ. 159-167, εικ. 1-9.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>