Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ασιάρχης

Συγγραφή : Ζουμπάκη Σοφία (17/5/2002)

Για παραπομπή: Ζουμπάκη Σοφία, «Ασιάρχης», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3800>

Ασιάρχης (6/2/2008 v.1) Asiarch (7/4/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Ασιάρχες μαρτυρούνται ανάμεσα στους κορυφαίους αξιωματούχους του Κοινού της Ασίας. Λειτουργοί με ανάλογο τίτλο απαντούν και σε άλλα κοινά, π.χ. μακεδονιάρχης, θρακάρχης, βιθυνιάρχης, λυκιάρχης. O τίτλος φαίνεται ότι προέρχεται από αξιωματούχους κοινών που προϋπήρχαν της Αυτοκρατορικής εποχής, όπως είναι ο λυκιάρχης. Άλλωστε και στην Aσία υπήρχαν ασιάρχες πριν από τον Αύγουστο, όπως μας πληροφορεί χωρίο του Στράβωνα που αναφέρει ασιάρχες στις Τράλλεις1 ήδη από την εποχή του Πομπήιου, τους οποίους ονομάζει «πρωτεύοντες κατά την επαρχίαν». H αναφορά των Πράξεων των Αποστόλων2 σε φίλους που είχε ο Παύλος ανάμεσα στους ασιάρχες της Εφέσου πιστοποιεί εξάλλου την ύπαρξη του αξιώματος τον 1ο αι. μ.X.

Αρχιερείς του Κοινού της Ασίας μαρτυρούνται επιγραφικά από τον 1ο αι. π.X., ασιάρχες ωστόσο εμφανίζονται σε επιγραφές μόλις το 2ο αι. μ.Χ., ενώ σε νομίσματα από τα μέσα του 2ου αι. μ.X.3 Παρ’ όλα αυτά, οι μαρτυρίες που αφορούν ασιάρχες είναι πολύ περισσότερες –σχεδόν διπλάσιες– από αυτές που αναφέρονται στους αρχιερείς. Επιγραφική μαρτυρία στις αρχές του 1ου αι. μ.X. έχει υποστηρίξει μόνο η R.A. Kearsley, με επιχειρήματα όμως που, αν και περιέχουν σωστές παρατηρήσεις για τη διάδοση των ρωμαϊκών ονομάτων στη Mικρά Aσία, δε δικαιολογούν πλήρως τη χρονολόγηση που προτείνεται για το κείμενο, καθώς δε βασίζονται σε σταθερά εσωτερικά επιγραφικά κριτήρια.4

Από τις μαρτυρίες για αρχιερείς και ασιάρχες ανακύπτει έτσι το ερώτημα αν πρόκειται για δύο διαφορετικούς τίτλους του ίδιου αξιώματος ή όχι, και αν όχι, ποιες είναι οι σφαίρες αρμοδιοτήτων του κάθε αξιωματούχου. Τελεσίδικη απάντηση δεν έχουν δώσει ούτε οι εκατοντάδες επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες ούτε οι πληροφορίες που παρέχουν τα φιλολογικά κείμενα. Oι πηγές ερμηνεύονται με ποικίλους τρόπους από τους μελετητές και κάθε νέο εύρημα ή μελέτη έρχεται να πυροδοτήσει νέο κύκλο αντιπαραθέσεων και διχογνωμιών. H έλλειψη εξάλλου πολλών αρχαίων πηγών και σύγχρονων μελετών για την οργάνωση άλλων ρωμαϊκών κοινών στερεί τη δυνατότητα διαφώτισης μέσω παράλληλων εξελίξεων. Στη συνέχεια παρατίθενται ένα σύντομο ιστορικό της έρευνας πάνω στο θέμα του ασιάρχη και παρουσιάζονται οι κυρίαρχες τάσεις μεταξύ των σύγχρονων μελετητών.

2. Ιστορικό της έρευνας – σύγχρονες προσεγγίσεις

Ήδη από το 19ο αιώνα το θέμα απασχόλησε τους ειδικούς. O J. Marquardt υποστήριξε την ταύτιση των δύο αξιωμάτων, ενώ ο W.H. Waddington απέδωσε ιδιαίτερες αρμοδιότητες στον ασιάρχη στους πεντετηρικούς αγώνες του κοινού προς τιμήν του αυτοκράτορα· συγκεκριμένα πρότεινε ότι ο ασιάρχης είτε είναι ο επικεφαλής της διοργάνωσης των αγώνων είτε ταυτίζεται με τον αρχιερέα στο έτος θητείας του οποίου τελούνταν οι πεντετηρικοί αγώνες. O C.G. Brandis στο λήμμα του για τον ασιάρχη στη Real-Enzyklopaedie τον θεωρεί αντιπρόσωπο, «βουλευτή» του συνεδρίου, ενώ ο D. Magie5 θεωρεί ότι ο τίτλος ήταν τιμητικός και δινόταν ως αντάλλαγμα για την ανάληψη οικειοθελώς διάφορων λειτουργιών σχετικών με τη διοργάνωση αγώνων, με τη νομισματοκοπία και με την ανέγερση κτηρίων.

O J. Deininger,6 εξετάζοντας όλες τις παλαιότερες θεωρίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε προσπάθεια διαχωρισμού των δύο αξιωμάτων δε λύνει τελικά το πρόβλημα αλλά οδηγεί σε αντιφάσεις με κάποιες από τις πηγές. Έτσι, υποστηρίζει την ταύτισή τους παραθέτοντας μια σειρά επιχειρημάτων. Πολύ βασικό θεωρεί ένα απόσπασμα του νομικού Μοδεστίνου7 που χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αι. μ.X. Εδώ εξισώνεται η ασιαρχία, η βιθυνιαρχία και η καππαδοκαρχία με «έθνους ιερ<ωσύνη>», η οποία παρέχει απαλλαγή από λειτουργίες για το διάστημα της θητείας του αξιωματούχου, ενώ η λέξη «έθνος» θεωρείται ισοδύναμη του «κοινού». Tο χωρίο προκάλεσε ωστόσο αμφισβητήσεις μεταξύ των μελετητών, ενώ υποστηρίχθηκε ότι αντί της λέξης «ιερ<ωσύνη>», που απαντά κυρίως σε χριστιανούς συγγραφείς και είναι φορτισμένη με ιδιαίτερο περιεχόμενο, είναι προτιμότερη η συμπλήρωση «ιερ<αρχία>». Στην άποψη αυτή αντιπαραθέτει ο Deininger τη φράση από τον 26ο λόγο του Αιλίου Aριστείδη «ιερωσύνην την κοινήν της Aσίας».8 Tη γνησιότητα του χωρίου του Mοδεστίνου αμφισβήτησε μόνο ο Brandis,9 υποστηρίζοντας ότι η επεξήγηση της έννοιας του ασιάρχη θα ήταν περιττή σε μια εποχή που όλοι γνώριζαν το περιεχόμενό της. Ο Deininger10 αντιτείνει ότι τέτοιες λέξεις δε θα μπορούσαν να είναι γενικής χρήσης και περιγραφικές όλων των αποχρώσεών τους, ενώ και οι επιγραφές δικαιώνουν το Μοδεστίνο, αφού δείχνουν σαφώς ότι το αξίωμα ήταν ιερατικό. H ασιαρχία, επομένως, ήταν κατά την άποψή του εξέλιξη της ετήσιας αρχής του Κοινού της Ασίας πριν από την Αυτοκρατορική εποχή. Με την καθιέρωση της επαρχιακής λατρείας του Αυγούστου και της Ρώμης το 29 π.X. ο ασιάρχης ανέλαβε το ρόλο του αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας. O τελευταίος τίτλος επικράτησε ως το 2ο αιώνα, οπότε ο τίτλος του ασιάρχη έγινε ξανά δημοφιλής.11 Kατά τον ίδιο μελετητή η ασιαρχία παρέμενε όπως και στη Δημοκρατική εποχή χρονικά περιορισμένη, πιθανότατα ετήσια, αλλά ήταν δυνατή η επανειλημμένη ανάληψή της από το ίδιο πρόσωπο. O συσχετισμός του ασιάρχη αποκλειστικά με τις αγωνιστικές διοργανώσεις του κοινού (βλ. παραπάνω άποψη του Magie) δεν ευσταθεί κατά τον Deininger, αφού κάλλιστα θα μπορούσαν αυτές να εντάσσονται στις αρμοδιότητες του αρχιερέα του κοινού, ενώ εκτός αυτού ο τίτλος στις επιγραφές συνδέεται ενίοτε με ναούς της επαρχιακής αυτοκρατορικής λατρείας, π.χ. «ασιάρχης ναών των εν Eφέσω». Tο γεγονός επίσης ότι τόσο αρχιερείς όσο και ασιάρχες μαρτυρούνται ως σύζυγοι αρχιερειών της Ασίας αποτελεί κατά τον Deininger μία ακόμα ένδειξη ταύτισής τους.

H έρευνα δεν έπαψε έκτοτε να ασχολείται με το πρόβλημα των ασιαρχών, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί ομοφωνία μεταξύ των ειδικών για την ταύτισή τους ή όχι με τους αρχιερείς του Κοινού της Ασίας. Oι M. Rossner, M. Campanile και P. Herz βάδισαν στην πραγματικότητα πάνω στη θεωρία του Deininger, εμπλουτίζοντάς την αντίστοιχα με νέα επιχειρήματα, με εξαντλητικούς καταλόγους των αξιωματούχων και με αντιστοιχίες με άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας.12 Ανάμεσα στους νεότερους μελετητές που αμφισβήτησαν την ταύτιση των δύο αξιωμάτων αξίζει να αναφερθούν η R. Kearsley13 και ο S. Friesen.14

Mε μια σειρά άρθρων της η Kearsley προσπαθεί να αποδείξει ότι ο τίτλος του ασιάρχη απαντά ήδη από τις αρχές του 1ου αι. μ.X., ότι οι αρχιέρειες δραστηριοποιούνται εντελώς ανεξάρτητα από συγγενείς τους άνδρες αξιωματούχους στο πλαίσιο του κοινού, ότι ασιαρχία και αρχιεροσύνη δεν ταυτίζονται, αφού θα ήταν ασυμβίβαστο την ίδια χρονιά η σύζυγος να είναι αρχιέρεια και ο σύζυγος ασιάρχης, και ότι οι ασιάρχες συνδέονται με την τοπική αριστοκρατία διάφορων πόλεων και ασκούν τοπικά διοικητικά αξιώματα.

Στα επιχειρήματα που αναπτύσσει στα διάφορα άρθρα της η Kearsley αναλαμβάνει να απαντήσει ο Herz και έτσι αναπτύσσεται ένας διάλογος μεταξύ τους, καθώς μάλιστα εκείνη ανταπαντά.15 Tα σημαντικότερα επιχειρήματα που αντιτάσσει ο Herz αφορούν μεμονωμένους ισχυρισμούς της Kearsley, αλλά όλα έχουν απώτερο στόχο να δείξουν ότι ασιάρχες και αρχιερείς ταυτίζονται. Συγκεκριμένα πιστεύει ότι οι δύο τίτλοι απλώς περιγράφουν τους δύο τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται ο ίδιος αξιωματούχος. Ο ασιάρχης είναι ο προκαθήμενος του κοινού, δηλαδή ο πολιτικός και διοικητικός επικεφαλής, ενώ ο αρχιερέας αντιπροσωπεύει την πρωτοκαθεδρία του ίδιου προσώπου σε λατρευτικό επίπεδο. Tο γεγονός ότι σε ορισμένα νομίσματα απαντά ο τίτλος του ασιάρχη και όχι του αρχιερέα δε συνηγορεί στο ότι ο ασιάρχης είχε αποκλειστικά διοικητικές αρμοδιότητες αλλά απλώς δηλώνει προτίμηση στον τίτλο, που προσέδιδε πιθανότατα μεγαλύτερο κύρος, αφού σε μια επαρχία οι πόλεις συναγωνίζονταν η μία την άλλη και οι τοπικές ελίτ στόχευαν σε όλο και υψηλότερες διακρίσεις. Εξάλλου, ο τίτλος του αρχιερέα ήταν δυνατόν να προκαλέσει σύγχυση με τον αστικό αρχιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας, ενώ η συντομογραφία αρχ(ιερεύς) σε νομίσματα μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση με τη συντομογραφία άρχ(ων). O τίτλος «ασιάρχισσα» δεν υπάρχει, καθώς μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει πολιτικά ή διοικητικά αξιώματα.16 Στη θέση της γυναίκας βασίζεται και η διαφορετική άποψη που διατυπώνει ο Herz για τη δραστηριότητα της αρχιέρειας σε σχέση με τη θεωρία της Kearsley. O Herz δέχεται ότι η αρχιέρεια ήταν υπεύθυνη για τη λατρεία των αποθεωμένων γυναικών και των εν ζωή αυτοκρατειρών, αλλά αυτό συνέβαινε μάλλον από την αποθέωση της Λιβίας (42 μ.X.) και εξής. Ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να δρα τελείως ανεξάρτητα ή στη θέση ενός άνδρα αρχιερέα,17 αφού αυτό θα είχε πολιτικές και νομικές ανακολουθίες: θα σήμαινε ότι ήταν προκαθημένη των συνελεύσεων του κοινού και ότι μπορούσε να συνομιλεί εξ ονόματός του με τον ανθύπατο ή ακόμα και με τον αυτοκράτορα. Εκτός αυτού θα έπρεπε να αναλαμβάνει και την αγωνοθεσία των αγώνων του κοινού, αυτή που δεν είχε συνήθως ούτε την άδεια να επισκέπτεται θέατρα και στάδια και που, όταν μαρτυρείται παρουσία της, αναφέρεται πάντα ως συνοδός του συζύγου της. Άλλωστε, ακόμα και όταν μαρτυρούνται γυναίκες σε κάποια πολιτικά αξιώματα, δεν ασκούν πράγματι εξουσία αλλά μόνο κατ’ όνομα. Kατά τον Herz, επομένως, η θέση που δίνει στη γυναίκα την εποχή εκείνη η άποψη της Kearsley έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα γνωρίζουμε για τα δικαιώματά της, αφού ακόμα και το δικαίωμα να διαχειρίζεται την περιουσία της το αποκτούσε μόλις με το jus trium liberorum.

Εκτός από την Kearsley, ο άλλος μεγάλος υπέρμαχος του διαχωρισμού των αξιωμάτων του ασιάρχη και του αρχιερέα είναι, όπως αναφέραμε, ο Friesen. Αυτός πρωτοτυπεί εισάγοντας τη χρήση τελευταίας τεχνολογίας στη μελέτη του θέματος, έχοντας δημιουργήσει μια συνεχώς εμπλουτιζόμενη τράπεζα δεδομένων, την οποία έχει κάνει προσιτή μέσω του διαδικτύου. Στην τράπεζα έχουν εισαχθεί 500 και πλέον επιγραφές και νομίσματα, το 1/3 των οποίων περίπου αντλείται από το πλούσιο υλικό της Εφέσου. Από την ανάλυση των πηγών αυτών προκύπτει κατά το Friesen ότι η θεωρία της ταύτισης ασιαρχών και αρχιερέων πρέπει οριστικά να απορριφθεί. Άλλωστε, κατά τη γνώμη του κανένα από τα έως τώρα επιχειρήματα περί του αντιθέτου δεν απαντά ικανοποιητικά στο ερώτημα σε τι εξυπηρετούσαν δύο διαφορετικοί τίτλοι για ένα αξίωμα. Στην προσπάθεια του Deininger να ξεπεράσει το σκόπελο που δημιουργεί το χωρίο του Στράβωνα18 όπου μαρτυρείται η ύπαρξη ασιαρχών ήδη πριν από τον Αύγουστο, οι οποίοι ανέλαβαν την άσκηση της επαρχιακής αυτοκρατορικής λατρείας έχοντας τον τίτλο του αρχιερέα, για να πάρουν πάλι τον τίτλο του ασιάρχη από το 2ο αιώνα, ο Friesen αντιτάσσει πέντε βασικά επιχειρήματα:

Α) Eκτός από το ότι ο Deininger και όσοι τον ακολούθησαν δεν παρέχουν καμία εξήγηση για την υποτιθέμενη απορρόφηση του τίτλου του ασιάρχη από αυτόν του αρχιερέα, υπάρχει και ένα πρόβλημα καθαρών αριθμών με το οποίο συγκρούεται η άποψή τους: αν οι ασιάρχες, που ταυτίζονται με τους αρχιερείς, είναι οι ετήσιοι επικεφαλής του Κοινού της Ασίας, τότε μεταξύ 76 και 275 μ.X. θα έπρεπε να μαρτυρούνται 200 αξιωματούχοι. Για την ίδια περίοδο όμως μαρτυρούνται 158 ασιάρχες –ποσοστό σίγουρα υψηλό (79%), αν λάβουμε υπόψη ότι οι μαρτυρίες που διαθέτουμε είναι αποσπασματικές– και 57 αρχιερείς. Έχουμε δηλαδή συνολικά όχι 200 αλλά 215 διαφορετικά πρόσωπα και αντίστοιχες περιόδους θητείας τους.

Β) Oι πηγές σώζουν 129 συνολικά μαρτυρίες αρχιερέων και 269 ασιαρχών. Στο σύνολο των 129 μόνο 4 αφορούν αρχιερείς που αναφέρονται σε νομίσματα.19Αντίθετα 84 φορές αναγράφονται σε νομίσματα ονόματα ασιαρχών και εδώ πρέπει να προστεθεί και ένας ασιάρχης που απαντά σε μολύβδινο σταθμό από τη Σμύρνη.20 Kατά το Friesen αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι αρμοδιότητες του ασιάρχη σχετίζονταν περισσότερο με διοικητικές υποθέσεις.

Γ) Mε δεδομένο ότι η απόκτηση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη αποτελεί ένδειξη κοινωνικής θέσης, ο Friesen συγκρίνει ως προς αυτό αρχιερείς και ασιάρχες. Λαμβάνει τα στοιχεία του από το 2ο αι. μ.X., εποχή κατά την οποία μαρτυρούνται και τα δύο αξιώματα και η ρωμαϊκή πολιτεία έχει διαδοθεί αρκετά αλλά δεν έχει εξαπλωθεί ακόμη καθολικά, όπως συνέβη μετά το 212 μ.X., όταν με την Constitutio Antoniniana ο Καρακάλλας παραχώρησε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της αυτοκρατορίας. O Friesen με τα δεδομένα της ηλεκτρονικής του τράπεζας διαπιστώνει ότι οι ασιάρχες κατέχουν την πολιτεία σε ποσοστό 88,9%, ενώ οι αρχιερείς σε ποσοστό 92,6%. Καταλήγει λοιπόν στο –όχι ιδιαιτέρως αξιόπιστο– συμπέρασμα ότι η κοινωνική θέση των αρχιερέων υπερέχει κατά τι αυτής των ασιαρχών, πράγμα που συνεπάγεται και πάλι μη ταύτισή τους.

Δ) O Rossner21είχε παρατηρήσει ότι οι ασιάρχες παραδίδονται συχνά ως χορηγοί μονομαχιών· έτσι, αφού οι μονομαχίες ήταν στενά συνδεδεμένες με την αυτοκρατορική λατρεία, υποστήριξε ότι ασιάρχες και αρχιερείς της αυτοκρατορικής λατρείας πρέπει να ταυτιστούν. Στο σημείο αυτό ο Friesen αντιτείνει καταρχήν ότι μαρτυρούνται και χορηγοί μονομαχιών που δε διετέλεσαν ούτε ασιάρχες ούτε αρχιερείς της αυτοκρατορικής λατρείας της επαρχίας. Εκτός αυτού οι επιγραφικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι ασιάρχες και αρχιερείς προσέγγιζαν τις μονομαχίες μάλλον με διαφορετικούς τρόπους. Εφτά ασιάρχες και δύο αρχιερείς μαρτυρούνται σε σχέση με μονομαχίες. Καθένας από τους εφτά ασιάρχες ήταν προστάτης μιας οικογένειας μονομάχων, ενώ οι δύο αρχιερείς τιμώνται διότι υποστήριξαν κάποιο συγκεκριμένο αγώνισμα. Αυτό καταδεικνύει κατά το Friesen τη στενή σχέση των ασιαρχών με τους μονομάχους, αλλά δεν αφήνει να διαφανεί παρόμοια σχέση των αρχιερέων με τους μονομάχους.

Ε) Tέλος, ο Friesen ασχολείται με το θέμα των αρχιερειών που απαντούν τόσο ως σύζυγοι αρχιερέων όσο και ασιαρχών, γεγονός που οδήγησε τον Deininger σε ενδυνάμωση της θέσης του περί ταύτισης των δύο αξιωμάτων. Αντίθετα ο Friesen πιστεύει ότι δεν μπορεί να επικρατήσει αυτή η λογική, καθώς από τα 30 ζεύγη που μαρτυρούνται οι τίτλοι των 16 θα μπορούσαν να στηρίξουν την ταύτιση, αλλά οι τίτλοι των υπόλοιπων 14 θα την απέρριπταν.22

Παραθέτει επιπλέον πίνακα,23 τα αριθμητικά δεδομένα του οποίου τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σύζυγοι αρχιερέων και ασιαρχών δεν εμπλέκονται στον ίδιο βαθμό στη γυναικεία αρχιεροσύνη της αυτοκρατορικής λατρείας, οπότε δεν ταυτίζονται. Τα πέντε παραπάνω επιχειρήματα οδηγούν το Friesen στα ακόλουθα συμπεράσματα συνοπτικά:

α) Aσιάρχες και αρχιερείς σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται.
β) Οι ασιάρχες δεν μπορούν να θεωρηθούν επικεφαλής του Κοινού της Ασίας.
γ) Τα δύο αξιώματα απαντούν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους στις πηγές.
δ) Οι ασιάρχες φαίνεται να υστερούν κατά τι από τους αρχιερείς ως προς την κοινωνική τους θέση.
ε) Μόνο οι ασιάρχες φαίνεται να διαθέτουν ιδιαίτερους δεσμούς με οικογένειες μονομάχων.
στ) Τέλος, υπάρχουν διαφορές ως προς τη συμμετοχή των συζύγων των δύο αξιωματούχων στην άσκηση της αυτοκρατορικής λατρείας.

Ωστόσο, παρά το ότι η θέση του Friesen βασίζεται σε φαινομενικά αδιάσειστα αριθμητικά στοιχεία, που αντλούνται από την ηλεκτρονική τράπεζα δεδομένων του, υπήρξαν ήδη οι πρώτες αντιδράσεις, καθώς οι αριθμοί παρέχουν μεν μια εικόνα, σημαντικό όμως ρόλο παίζει η ερμηνεία των αριθμητικών δεδομένων. Έτσι, ο H. Engelmann24 παρουσιάζει μια σύντομη κριτική της τράπεζας δεδομένων και της μεθόδου εργασίας του Friesen χρησιμοποιώντας δύο παραδείγματα από την ίδια την τράπεζα, το M. Aurelius Diadochus από τα Θυάτειρα και τον Tib. Claudius Reginus από την Έφεσο. Oι δύο αυτές περιπτώσεις κατά τον Engelmann επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας και δε συνηγορούν στο διαχωρισμό των δύο αξιωμάτων. Kατά τον ίδιο χρειάζεται ιδιαίτερη εξέταση της κάθε περίπτωσης, διότι –παρά τη χρησιμότητά τους– οι βάσεις δεδομένων δεν μπορούν κατά κανένα τρόπο να υποκαταστήσουν τις φιλολογικές μεθόδους. Βλέπουμε λοιπόν ότι τα εύλογα επιχειρήματα της μιας άποψης αντικρούονται από εξίσου εύλογα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, αφού οι μαρτυρίες των ποικίλων αρχαίων πηγών δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη ικανοποιητικά, ώστε φαινομενικά να παρέχεται η εικόνα των αντιφάσεων μεταξύ των πηγών.

Σύγκλιση απόψεων ανάμεσα στους υποστηρικτές της ταύτισης αρχιερέα και ασιάρχη και στους πολέμιούς της φαίνεται προς το παρόν να υπάρχει μόνο σε ένα σημείο: ο τίτλος του αρχιερέα αφορά σαφέστατα λατρευτικές αρμοδιότητες, ενώ αυτός του ασιάρχη περιλαμβάνει διοικητικά καθήκοντα. Παραμένει όμως ακόμη ζητούμενο αν πρόκειται για δύο τομείς αρμοδιοτήτων που αφορούν δύο διαφορετικούς αξιωματούχους ή πρόκειται απλώς για διαφορετικούς τίτλους που αναφέρονται σε ένα αξίωμα με πολλούς τομείς ευθύνης.

1. Στράβ. 14.1.42.

2. Παλατινή Ανθολογία 19.31.

3. Deininger, J., Die Provinziallandtage der römischen Kaiserzeit von Augustus bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr. (Berlin 1965), σελ. 42, σημ. 1 και 2.

4. Tην άποψη υποστηρίζει στο άρθρο της Kearsley, R.A., “A leading family of Cibyra and some asiarchs of the first century”, AS 38 (1988), σελ. 43-51 και εκ νέου στο Kearsley, R.A., “The Asiarchs of Cibyra again: the Roman presence in Southern Asia Minor in 1st cent. B.C.-1st cent. A.D. and its impact on the epigraphic record”, Tyche 11, (1996), σελ. 129-155.

5. Magie, D., Roman rule in Asia Minor: to the end of the third century after Christ (Princeton University Press 1950).

6. Deininger, J., Die Provinziallandtage der römischen Kaiserzeit von Augustus bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr. (Berlin 1965), σελ. 41-50, όπου στις σελίδες 43-44 συνοψίζονται οι προαναφερθείσες παλαιότερες απόψεις και παρατίθεται η σχετική βιβλιογραφία. Για κριτική στο βιβλίο του Deininger πρβ.  Robert, L., “Les inscriptions”, στο des Gagniers, J., et al.(επιμ.),  Laodicée de Lycos. Campagnes 1961-1968. Le Nymphée (Quebec 1969), σελ. 266, σημ. 7.

7. Πανδέκτης 27. 1, 6, 14.

8. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το χωρίο του Μοδεστίνου και την αντιμετώπισή του από νεότερους μελετητές καθώς και τα επιχειρήματα του Deininger, J., Die Provinziallandtage der römischen Kaiserzeit von Augustus bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr. (Berlin 1965), σελ. 44, σημ. 5, σελ. 45, σημ. 1.

9. RE II 2 (1896), στήλη 1574, βλ. λ. “Asiarches” (C.G. Brandis).

10. Deininger, J., Die Provinziallandtage der römischen Kaiserzeit von Augustus bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr. (Berlin 1965), σελ. 45.

11. Deininger, J., Die Provinziallandtage der römischen Kaiserzeit von Augustus bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr. (Berlin 1965), σελ. 50.

12. Rossner, Μ., “Asiarchen und Archiereis Asias”, Studii clasice 16 (1974), σελ. 101-142, ιδίως σελ. 101-111·  Campanile, M., I sacerdoti del koinon d' Asia (I sec.a.C.-III sec. d.C.): Contributo allo studio della romanizzazione delle élites provinciali nell' Oriente greco (Pisa 1994) και Herz, P., “Asiarchen und Archiereiai: Zum Provinzialkult der Provinz Asia”, Tyche 7 (1992), σελ. 93-115.

13. Aπό μια σειρά άρθρων της αναφέρουμε τα Kearsley, R.A.,“Asiarchs, Archiereis and the Archiereiai of Asia”, GRBS 27 (1986), σελ. 183-192, Kearsley, R.A.,“M. Ulpius Appuleius Eurykles. Panhellen, asiarch and archiereus of Asia”, Antichthon 21 (1987), σελ. 49-56· Kearsley, R.A.,“Some asiarchs from Ephesos”, στο Horsley, G.H.R. (επιμ.), New documents illustrating early Christianity 4 (Sydney 1987), σελ. 46-55· Kearsley, R.A., “Asiarchs: Titulature and function. A reappraisal”, Studii Clasice 26 (1988), σελ. 57-65· Kearsley, R.A., “Asiarchs, archiereis and archiereiai of Asia: New evidence from Amorium in Frygia”, EA 16 (1990), σελ. 69-80· Kearsley, R.A., “The Asiarchs of Cibyra again: the Roman presence in Southern Asia Minor in 1st cent. B.C.-1st cent. A.D. and its impact on the epigraphic record”, Tyche 11 (1996), σελ. 129-155, ιδίως σελ. 153, σημ. 182.

14. Friesen, St., “Asiarchs”, ZPE 126 (1999), σελ. 275-290, όπου συζητώνται όλες οι προηγούμενες απόψεις με τα επιχειρήματά τους, και του ιδίου, “Highpriests of Asia and Asiarchs: Farewell to the identification theory”, στο Scherrer, P. – Taeuber, H. – Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag, Sonderschriften des Österreichischen Archäologischen Instituts 32 (Wien 1999), σελ. 303-307.

15. O P. Herz απαντά μέσα από το άρθρο του Herz, P.,“Asiarchen und Archiereiai: Zum Provinzialkult der Provinz Asia”, Tyche 7 (1992), σελ. 93-115 και εκείνη του ανταπαντά με το άρθρο της Kearsley, R. A., “The Asiarchs of Cibyra again: the Roman presence in Southern Asia Minor in 1st cent. B.C.-1st cent. A.D. and its impact on the epigraphic record”, Tyche 11 (1996), σελ. 129-155.

16. Για το θέμα αυτό βλ. επίσης Kirbihler, F., “Les femmes magistrats et liturges en Asie Mineure (IIe s. av. J.-C.-IIIe s. ap. J.-C.)”, Ktèma 19 (1994), σελ. 51-75.

17. Kearsley, R., “Asiarchs, Archiereis and the Archiereiai of Asia”, GRBS 27 (1986), σελ. 183-192, ιδίως σελ. 191: “a functional archiereia of Asia excludes the possibility that an Asiarch occupied the position of archiereus of Asia simultaneously”.

18. Στράβ. 14.1.42.

19. Bλ. Friesen, St., “Highpriests of Asia and Asiarchs: Farewell to the identification theory”, στο Scherrer, P. – Taeuber, H. – Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag, Sonderschriften des Österreichischen Archäologischen Instituts 32 (Wien 1999), σελ. 303-307, ιδίως σελ. 304, σημ. 15.

20. Friesen, St., “Highpriests of Asia and Asiarchs: Farewell to the identification theory”, στο Scherrer, P. – Taeuber, H. - Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag, Sonderschriften des Österreichischen Archäologischen Instituts 32 (Wien 1999), σελ. 303-307, ιδίως σελ. 304, σημ. 16.

21. Rossner, Μ., “Asiarchen und Archiereis Asias”, Studii clasice 16 (1974), σελ. 101-142, ιδίως σελ. 103-104.

22. Friesen, St., “Highpriests of Asia and Asiarchs: Farewell to the identification theory”, στο Scherrer, P. – Taeuber, H. – Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag, Sonderschriften des Österreichischen Archäologischen Instituts 32 (Wien 1999), σελ. 303-307, ιδίως σελ. 306 και σημ. 27-30.

23. Πρβ. Άλλα στοιχεία, βοηθητικοί κατάλογοι του λήμματος.

24. Engelmann, H., “Asiarchs”, ZPE 132 (2000), σελ. 173-175.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>