Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ίσαυρα Παλαιά

Συγγραφή : Ζάχος Γεώργιος (6/9/2002)

Για παραπομπή: Ζάχος Γεώργιος, «Ίσαυρα Παλαιά», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4602>

Ίσαυρα Παλαιά (27/5/2008 v.1) Old Isaura - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

ανθέμιο, το
Διακοσμητικό στοιχείο με τη μορφή άνθους ή μπουμπουκιού (λατ. palmetta).

δεκάπρωτοι, οι
Οι δέκα πρώτοι στον κατάλογο των βουλευτών μιας πόλης της Αυτοκρατορικής εποχής στις ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες, που ήταν υπεύθυνοι για τη συλλογή των φορολογικών εισφορών για λογαριασμό του ρωμαϊκού κράτους. Πρόκειται ίσως για το αντίστοιχο των decemprimi, αξίωμα που υπήρχε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας.

δίριχτη στέγη, η
Σαμαρωτή στέγη με δύο επικλινείς και δύο κάθετες πλευρές.

εξέδρα, η
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.

θριαμβική αψίδα, η
Μνημειακή πύλη που ανεγειρόταν για την υποδοχή του νικηφόρου επικεφαλής των ρωμαϊκών λεγεώνων στρατηγού ή αυτοκράτορα.

κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.

κορινθιακός ρυθμός, ο
Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.Χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό.

μαρτύριο, το
Χώρος λατρείας αυτών που η Εκκλησία είχε ανακηρύξει μάρτυρες. Συνήθως χτιζόταν πάνω στον τάφο του μάρτυρα. Οι πρώτοι χριστιανοί τελούσαν εκεί τις αγάπες, δηλαδή τα ομαδικά δείπνα προς τιμήν του νεκρού μάρτυρα την ημέρα της μνήμης του.

πρόσταση, η
1. Προστώο, ανοιχτή στοά στην είσοδο του οικοδομήματος. 2. Το τμήμα μπροστά από την είσοδο του σηκού του ναού.

προτομή, η
Η απεικόνιση του κεφαλιού με το πάνω μέρος του κορμού, συνήθως έως το στήθος. Συχνά στηρίζεται σε μικρή τετράγωνη βάση. Το κάτω μέρος του πορτρέτου διακοσμείται σε ορισμένα παραδείγματα με φύλλα άκανθας.

σαρκοφάγος, η
Η λάρνακα που περιέχει τη σορό του νεκρού. Συνήθως κατασκευάζεται από λίθο, αλλά και από ψημένο πηλό ή σπανιότερα από ξύλο ή μέταλλο.

σατράπης, ο
Ο τίτλος είχε την έννοια του αντιπροσώπου του Πέρση βασιλιά και στην περσική γλώσσα χρησιμοποιούνταν ευρύτατα. Στους αρχαίους συγγραφείς ο όρος προσδιορίζει συνήθως έναν αξιωματούχο του περσικού κράτους που έχει την ανώτατη πολιτική και στρατιωτική εξουσία στη διοικητική του περιφέρεια, τη σατραπεία. Στα Ελληνιστικά χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος εισήγαγε το θεσμό στην οργάνωση της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή. Τη Ρωμαϊκή περίοδο με τον ίδιο όρο δηλώνεται το κληρονομικό αξίωμα του Aρμένιου ευγενή, κυβερνήτη αρμενικού κλίματος (καντόνι, ιστορικογεωγραφική ενότητα), που στις αρμενικές περιοχές εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ασκούσε περιορισμένη εξουσία υπό την επικυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα.

στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.

ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>