ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.
|
βικάριος (vicarius), ο
Γενικά ο όρος δηλώνει τον αντικαταστάτη αξιωματούχων. Από τον 3ο αιώνα αντικαθιστά κυρίως procuratores από τις τάξεις των ιππέων. Οι πιο σημαντικοί βικάριοι ήταν οι αντικαταστάτες των επάρχων του πραιτορίου. Στην πρώιμη βυζαντινή διοίκηση κατά κανόνα ο όρος σημαίνει τους πολιτικούς άρχοντες στις «διοικήσεις» που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 310. Οι βικάριοι μπορούσαν επίσης να έχουν στρατιωτικά καθήκοντα (όπως τη διοίκηση της φρουράς της Αιγύπτου) ή και δικαστικά. Η σημασία του αξιώματος μειώθηκε κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα.
|
έπαρχος πραιτορίου (praefectus praetoriο), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στο λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτoρίας» ή «των πραιτoρίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτoρίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας που περιλάμβανε επαρχίες «διοικήσεως». Το 400 μ.Χ. τέτοιες επαρχίες ήταν η Ανατολή (Oriens), η Ιλλυρία (Illyricum), η Ιταλία και η Γαλατία (Gallia). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά τον αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
θέμα, το
Ο όρος αναφέρεται στα ευμεγέθη στρατιωτικά σώματα που πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις σε ευρείες περιοχές υπό τη διοίκηση στρατηγού· αναφέρεται όμως και στις ίδιες τις περιοχές. Ο θεσμός των θεμάτων εδραιώθηκε κατά τον 7ο αιώνα και ακολούθως χαρακτήριζε τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας της Μέσης περιόδου. Αρχικά η λέξη σήμαινε το στρατιωτικό σώμα που ήταν υπεύθυνο για την άμυνα περιοχής στην οποία έμελλε να εγκατασταθεί, και ακολούθως σήμαινε και την περιοχή. Στις κατώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας το θέμα στελεχωνόταν από γεωργούς-στρατιώτες. Το σύστημα των θεμάτων, που διατηρήθηκε έως το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιούνταν για να δηλωθούν φορολογικές κυρίως ενότητες.
|
κομμερκιάριος, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με την είσπραξη της δεκάτης, του δασμού (κομμερκίου) 10% που βάρυνε τη μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων. Η δικαιοδοσία του περιλάμβανε είτε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα με έντονη εμπορική ζωή (οι πόλεις αυτές πολλαπλασιάζονται τον 8ο και 9ο αιώνα) είτε μια εκτεταμένη περιοχή της αυτοκρατορίας. Εφόσον είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα, ονομαζόταν βασιλικός κομμερκιάριος. Κατά την Ύστερη περίοδο, ο κομμερκιάριος ήταν επιχειρηματίας που εμπορευόταν μετάξι για δικό του λογαριασμό.
|
Νεαρά, η (novella, θηλ.)
Όρος που σημαίνει κατά λέξη νέο διάταγμα και χρησιμοποιείται από τον 4ο αιώνα και εξής για να δηλώσει τις διατάξεις των αυτοκρατόρων εκτός των οργανωμένων κωδίκων. Ήταν γραμμένες κυρίως στα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Από τα χρόνια των Κομνηνών όμως και μετά, αντικαταστάθηκαν από άλλους, ειδικότερους όρους και σπάνια συναντώνται στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.
|
προστάτης, ο (praeses)
Αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο προστάτης ήταν συνήθως διοικητής επαρχίας, κατώτερος τη τάξει από τον έπαρχο και το βικάριο.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|
συγκλητικός, ο (senator)
1. Ρωμαϊκή περίοδος: Σώμα ανδρών το οποίο συμβούλευε τον αυτοκράτορα και τους υπάτους. Η ένταξη στη σύγκλητο δεν ήταν μόνο κληρονομικό δικαίωμα. Νέοι άνδρες (novi homines) μπορούσαν επίσης να γίνουν μέλη. Ο Αύγουστος αναθεώρησε το θεσμό της συγκλήτου και μείωσε τις αρμοδιότητές της. Επίσης εισήγαγε την κληρονομικότητα ως προϋπόθεση ένταξης στο σώμα αυτό. Παρ’ όλα αυτά η σύγκλητος συνέχισε να θεσπίζει νόμους και να εκχωρεί την εξουσία σε νέους αυτοκράτορες. 2. Βυζαντινή περίοδος: Μέλος της συγκλήτου. Η σύγκλητος, ρωμαϊκός θεσμός που μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ήταν συμβουλευτικό σώμα του οποίου τα δικαιώματα και τα καθήκοντα δεν ήταν σαφώς καθορισμένα. Τα μέλη του ήταν αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις και κατατάσσονταν σε βαθμίδες ιεραρχίας: viri illustri (οι έπαρχοι πραιτoρίου και πόλης και οι μάγιστροι), viri spectabili (οι ανθύπατοι, οι βικάριοι και οι κόμητες), viri clarissimi (οι ύπατοι των επαρχιών και ακολούθως οι υπατικοί) και viri perfectissimi (οι ηγεμόνες και οι δούκες). Από τα μέσα του 6ου αιώνα καθιερώθηκε ένας ακόμα τίτλος για τους ανώτατους υπαλλήλους (viri gloriosi). Στη συνέχεια οι τίτλοι απονέμονταν στους αξιωματούχους ανεξάρτητα από το αν ήταν συγκλητικοί ή επρόκειτο να ενταχθούν στο σώμα της συγκλήτου.
|