Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 65, 13-25:
Ιδών δε ο Μιχαήλ ο ευσεβής βασιλεύς ο Αββάς, και Λέων ο μετ’ αυτόν βασιλεύσας, ότι πολύ μέρος των χριστιανών η τοιαύτη αίρεσις ελυμήνατο, εκπέμψαντες κατά παντός τόπου της ρωμαϊκής αρχής τους ευρισκομένους εν ταύτη τη μυσαρά αιρέσει απέκτεννον. Ήλθεν ουν το πρόσταγμα του βασιλέως και εις Αρμενιάκους προς Θωμάν τον επίσκοπον Νεοκαισαρείας, και τον Παρακονδάκην έξαρχον όντα. Κατά ουν την του βασιλέως κέλευσιν, τους ευρισκομένους ως αξίους θανάτου και οδηγούς απωλείας απέκτεννον. Ύστερον δέ τινες των του Σεργίου μαθητών, οι λεγόμενοι Άστατοι, διά προδοσίας και δόλου τον έξαρχον κατέσφαξαν, και οι Κυνοχωρίται ομοίως Θωμάν τον μητροπολίτην· και ούτως προσέφυγον οι Άστατοι εν Μελιτηνή. Αμηράς δε τότε των εκείσε όντων Σαρακηνών υπήρχεν ο Μονοχεράρης. Λαβόντες δε τότε παρ’ αυτού οι Άστατοι τον Αργαούν κατώκησαν εκείσε, και ούτως επισυναχθέντες εκ πάντων των μερών ήρξαντο πραιδεύειν την ‘Ρωμανίαν.
{Βλέποντας ο Μιχαήλ, ο ευσεβής αυτοκράτωρ που αργότερα έγινε ηγούμενος, και ο Λέων, που τον διαδέχθηκε στον θρόνο, ότι η αίρεση αυτή είχε μολύνει μεγάλο μέρος των χριστιανών, έστειλαν σε κάθε γωνία της βυζαντινής επικράτειας και άρχισαν να σκοτώνουν όσους ανήκαν σε αυτή τη βρωμερή αίρεση. Έφτασε λοιπόν αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα και στο θέμα των Αρμενιακών, στο Θωμά, τον επίσκοπο Νεοκαισαρείας, και τον αξιωματούχο Παρακονδάκη. Σύμφωνα λοιπόν με την εντολή του αυτοκράτορος, όσους ανακάλυπταν τους σκότωναν ως άξιους θανάτου και οδηγούς απωλείας. Ύστερα όμως ορισμένοι από τους μαθητές του Σεργίου, οι λεγόμενοι «άστατοι», θανάτωσαν με προδοσία και δόλο τον αξιωματούχο, ενώ οι κάτοικοι του Κυνοχωρίου σκότωσαν και αυτοί το μητροπολίτη Θωμά. Έτσι οι άστατοι κατέφυγαν στη Μελιτηνή. Την εποχή εκείνη, εμίρης των εκεί Αράβων ήταν ο Μονοχεράρης. Παίρνοντας τότε από αυτόν οι άστατοι τον Αργαούν, εγκαταστάθηκαν εκεί και, έχοντας με αυτόν τον τρόπο συγκεντρωθεί από όλα τα μέρη, άρχισαν να λεηλατούν τα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας.}
Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 65, 26-67, 9:
Ο δε Σέργιος συνοικήσας μετά των μαθητών αυτού εις τον Αργαούν επί χρόνους τινάς, ύστερον εκ δικαιοκρισίας θεού αξίνη εκκοπείς, ως την εκκλησίαν του θεού διχοτομήσας, εις πυρ αιώνιον βάλλεται. Ο γαρ Τζανίων, ο από Κάστελλον της Νικοπόλεως ων, εις όρος αυτόν ευρηκώς άνωθεν του Αργαού σανίδας εργαζόμενον, την αξίνην εκ των χειρών αυτού λαβών, πατάξας τούτον απέκτεινεν. Και ούτως απερράγη το έσχατον και μείζον πάντων των θηρών του τήδε βίου, έτει τω από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστώ τριακοσιοστώ τεσσαρακοστώ τρίτω. Μαθηταί δε αυτού υπήρχον μυστικώτατοι Μιχαήλ και ο Κανακάρις και Ιωάννης ο Αόρατος, οι τρεις μιερείς, και ο μνημονευθείς Θεόδοτος Βασίλειός τε και Ζώσιμος και έτεροι πολλοί. Ούτοι τοίνυν οι μαθηταί αυτού, οι και συνέκδημοι παρ’ αυτοίς λεγόμενοι, ως μιερείς τινες, τον άπαντα λαόν τον συναθροισθέντα εν τω Αργαού μετά τον του διδασκάλου αυτών Σεργίου θάνατον ταις διδασκαλίαις αυτού τε και των προηγησαμένων λυμαινόμενοι, ισότιμοι πάντες υπήρχον, μηκέτι ένα διδάσκαλον ανακηρύξαντες, καθάπερ οι πρώην, αλλά πάντες ίσοι όντες. Έχουσι δε και υποβεβηκότας μιερείς, νοταρίους παρ’ αυτοίς ονομαζομένους.
{Ο δε Σέργιος έζησε μαζί με τους μαθητές του στον Αργαούν για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά κατόπιν η θεία δίκη τον έκανε να κοπεί στα δύο από αξίνα, όπως ακριβώς και αυτός είχε διχοτομήσει το σώμα της Εκκλησίας, και να ριφθεί στο πυρ το εξώτερον, διότι ο Τζανίων, ο οποίος ήταν από τον Κάστελλο της Νικοπόλεως, τον συνάντησε τυχαία σε ένα βουνό πάνω από τον Αργαούν να σχίζει σανίδες και, παίρνοντας από τα χέρια του την αξίνα, τον χτύπησε και τον σκότωσε. Έτσι έχασε τη ζωή του το τελευταίο και μεγαλύτερο από όλα τα θηρία, το έτος 6343 από κτίσεως κόσμου. Οι πιο πιστοί και αφοσιωμένοι μαθητές του ήταν ο Μιχαήλ και ο Κανακάρις και ο Ιωάννης Αόρατος, οι τρεις ανίεροι ιερείς, καθώς και ο προαναφερθείς Θεόδοτος, ο Βασίλειος, ο Ζώσιμος και πολλοί άλλοι. Αυτοί λοιπόν οι μαθητές του, οι αποκαλούμενοι από τους αιρετικούς «συνέκδημοι», σαν ανίεροι ιερείς, μετά το θάνατο του διδασκάλου τους ανέλαβαν την ηγεσία όσων είχαν εγκατασταθεί στον Αργαούν, ακολουθώντας τις διδασκαλίες του διδασκάλου τους και των προκατόχων του. Μεταξύ τους ήταν όλοι ισότιμοι χωρίς να ανακηρύξουν κάποιον διδάσκαλο, όπως οι προηγούμενοι, αλλά ήταν όλοι ίσοι. Έχουν και κάποιους υφιστάμενους ανίερους ιερείς, τους οποίους αποκαλούν «νοταρίους».}
Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 67, 10-26:
Ο ουν Καρβέας εν τοις τότε καιροίς αναφανείς, και του ολεθρίου εκείνου λαού καθηγησάμενος, εις πλήθος αυτόν επηύξησεν, ώστε, μη χωρουμένου αυτού εν τω Αργαού, ελθείν και κτίσαι την Τιβρικήν και αυτή κατοικήσαι, ομού μεν και την προς αυτούς τυραννίδα των μελιτηνιατών Αγαρηνών εκφεύγων, ομού δε και αυτή ανεπιμιξία των ανθρώπων τοις δαίμοσι τελείως εξομοιούμενος, ταις Αρμενίαις τε πλησιάζειν θέλων και τη Ρωμανία· ώστε τους μεν πειθομένους αυτώ υποσπόνδους ποιείσθαι και έχειν αυτούς προς το αιχμαλωτεύειν συλλήπτορας, τους δε μη πειθομένους Σαρακηνοίς απεμπολείν, λεηλατών τας της Ρωμανίας άκρας τας προς τω Πόντω κειμένας, άμα δε και προς έτοιμον καταφύγιον τοις εν Ρωμανία διά ταύτην την αίρεσιν αποκτεννομένοις την επιτηδειότητα του τόπου προσπαρασκευάζων· ου μόνον δε, αλλά και τους λιχνοτέρους και ακολάστους ανθρώπους και άφρονας των άκρων εκείνων προσεγγιζόντων τη Τιβρική τη ελευθερία των αισχίστων παθών εις εαυτόν επί το αυτό εκκαλούμενος. Ζώντος τοίνυν έτι αυτού, οι μεν εκ των μνημονευθέντων μιερέων αυτού τον εαυτών βίον κατέστρεψαν, οι δε υπελείφθησαν. Κακείνου τοίνυν το ζην απορρήξαντος, αύθις διαδέχεται την τυραννίδα του ολεθρίου λαού αυτού Χρυσοχέρις, ο ανεψιός και γαμβρός αυτού.
{Ο Καρβέας λοιπόν, ο οποίος εμφανίστηκε την εποχή εκείνη και ανέλαβε την ηγεσία του ολέθριου εκείνου λαού, αύξησε τον πληθυσμό του τόσο ώστε, επειδή δεν χωρούσαν στο Αργαού, ήλθαν και έκτισαν την Τεφρική και κατοίκησαν σε αυτήν. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ήθελε από τη μια να ξεφύγει από την καταπίεση των Αράβων της Μελιτηνής και από την άλλη να μοιάσει με τους δαίμονες που δεν επιθυμούν την επαφή με άλλους ανθρώπους. Επίσης, ήθελε να είναι κοντά στις αρμενικές επαρχίες και τα εδάφη του Βυζαντίου, ώστε όσους τον ακολουθούσαν να τους έχει συμμάχους και συνεργάτες στους εξανδραποδισμούς, ενώ όσους δεν πείθονταν να τους πουλάει ως δούλους στους Άραβες. Παράλληλα, επιθυμούσε να λεηλατεί τις παραμεθόριες βυζαντινές περιοχές στον Πόντο και, ταυτόχρονα, να είναι η Τεφρική, λόγω της επίκαιρης τοποθεσίας της, έτοιμο καταφύγιο για όσους κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λόγω της πίστης τους στην αίρεση των παυλικιανών. Όχι μόνον αυτό, αλλά επιπλέον προσκαλούσε και τους πλέον δακτυλοδεικτούμενους και ακόλαστους και άφρονες ανθρώπους που ζούσαν στα σύνορα κοντά στην Τεφρική να έλθουν κοντά του και να απολαύσουν την ίδια ελευθερία των αισχίστων παθών που είχε και ο ίδιος. Ενώ αυτός ήταν ακόμη στη ζωή, κάποιοι από τους προαναφερθέντες «μιερείς» του πέθαναν, ενώ άλλοι ζούσαν ακόμη. Όταν λοιπόν πέθανε και αυτός, τον διαδέχεται αμέσως στην ηγεσία του ολέθριου αυτού λαού ο Χρυσοχέρης, ο ανιψιός και γαμπρός του.}
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 167, 11 - 169, 12:
Μιχαήλ μέντοιγε του βασιλέως τα ρωμαϊκά σκήπτρα διέποντος, ος εκ της βασιλείου στολής εις το των μοναχών ημείφθη σχήμα, και του μετ’ αυτόν βασιλεύσαντος Λέοντος, ουκ εν τω ραθύμω την αναζήτησιν και έρευναν της αποστασίας τιθεμένων, αλλά και σπουδήν την πρέπουσαν αναδεξαμένων, στέλλονταί τινες των ουκ ασήμων ανά πάσαν την ρωμαϊκήν αρχήν τους, εί τινες αν φωραθείεν της τοιαύτης κάτοχοι θεομαχίας, επείπερ πολλάκις αυτούς αι των αρχιερέων και ιερέων νουθεσίαι και παραινέσεις ουδέν ούτε ώνησαν ούτε μεταβαλείν έπεισαν την ασέβειαν, τούτους ούτως αμεταθέτως έχοντας ως κοινήν λύμην και φθοράν του γένους προς τον διά ξίφους θάνατον υπάγειν. Ήκεν ουν τα προστάγματα και εις την καλουμένην χώραν των Αρμενιάκων. Θωμάς δε ην τηνικαύτα Νεοκαισαρείας επίσκοπος, καί τις έτερος Παρακονδάκης επώνυμος εξάρχων κατ’ εκείνο καιρού των όσοι της κατά τον βίον σεμνότητος είχοντο και της υψηλοτέρας πολιτείας εποιούντο επάγγελμα συντηρείν τα θέσμια. Τούτων τοίνυν των ανδρών εκάτερος άμα συνεδριάζειν μετά και ετέρων τινών λογίων βασιλικόν δεξάμενοι θέσπισμα, ους αν των αποστατών η πολιτική χειρ ερευνώσα εύρισκέν τε και συνελάμβανεν και προς αυτούς διεπέμπετο, εξήταζόν τε και ελογοθέτουν λεπτομερέστερον, και τους υπαιτίους των αναιτίων φυλοκρινούντες τους μεν απέλυον – έστιν δ’ ους και επιτιμίοις εκκλησιαστικοίς καθυπέβαλλον –, τους δε παντελώς ανιάτους οι πολιτικοί νόμοι και των εν αυτοίς αρχόντων παρελάμβανεν το δικαιωτήριον. Ούτω δη της ερεύνης τε και κρίσεως και του λογοθεσίου και της πράξεως προϊούσης, μερίζονται των ειρημένων κριτών την σφαγήν οί τε λεγόμενοι Κυνοχωρίται και ους επωνόμαζον Αστάτους· ήσαν δε ούτοι των του Σεργίου μαθητών οι λογάδες. Οι μεν ουν Άστατοι μηδενός ετέρου δεηθέντες αυτοί καθ’ εαυτούς δόλω και προδοσία κατασφάζουσι τον ειρημένον έξαρχον, τοις δε Κυνοχωρίταις, επείπερ ενέδει στρατηγός του μιάσματος, είς των ειρημένων Αστάτων εφίσταται, και κατασφάζουσι και ούτοι τον αρχιερέα του θεού Θωμάν. Ανέδην δε τούτων ούτω παρανομηθέντων, οι προειρημένοι Άστατοι – αυτοί γαρ ήσαν, ως έφην, εκατέρας μιαιφονίας αρχιτέκτονες – φεύγουσι μεν συν τοις επομένοις σπουδή από πάσης γης ην ο Χριστιανών εκόσμει θεσμός, παραγίνονται δε εν Μελιτινή, πόλει της δευτέρας Αρμενίας, πολιτείαν ούσαν τότε των μισοχρίστων Σαρακηνών ης και αμηράς ήρχεν, ον επεκάλουν Μονοχεράρην. Και ούτος ο μισόχριστος τους μισοχρίστους φυγάδας τά τε άλλα φιλοφρονησάμενος δεξιώς και παντός ελευθερώσας ανθρωπίνου δέους, το Αργαούν πολίχνιον ούτω καλούμενον επιχωρίω γλώττη οικείν επιτρέπει. Αθροίσματος δε εν ου πολλώ χρόνω των την αποστασίαν φρονούντων συνερρυηκότος, ως και εις ληστρικήν εξαρκείν επιδρομήν τε και χείρα, πολλή και πολλάκις των πλησιοχώρων Χριστιανών αιχμαλωσία τοις αθέοις επετηδεύετο, κακείθεν κραταιούμενον το κακόν ου μόνον τους απ’ αρχής θεραπευτάς αδεώς εδίδου την ασέβειαν θρησκεύειν, αλλά καί τινας των αιχμαλωτιζομένων πολλήν παρείχεν την εξουσίαν συναναγκάζειν εις την αυτήν αυτοίς καταπίπτειν αθεότητα.
{Όταν αυτοκράτορες ήταν ο Μιχαήλ, ο οποίος αργότερα αντάλλαξε τα βασιλικά ενδύματα με το ράσο του μοναχού, και ο διάδοχός του Λέων, οι βασιλείς αυτοί δεν αμέλησαν να αναζητήσουν και να ερευνήσουν για την αίρεση, αλλά αντιθέτως έδειξαν μεγάλη σπουδή, όπως έπρεπε. Εστάλησαν σε όλη την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, με την εντολή, αν συλλάβουν κάποιους που ανήκουν στην αίρεση αυτή και οι συνεχείς νουθεσίες και συμβουλές του ανώτερου κλήρου και των ιερέων δεν τους έχουν μεταπείσει και παραμένουν πιστοί στην αίρεση, αυτούς τους αμετάπειστους να τους εκτελέσουν με ξίφος, ως βρομιά που λυμαίνεται το κοινό συμφέρον και αποτελεί καταστροφή του έθνους. Έφθασε λοιπόν η διαταγή αυτή και στη λεγόμενη χώρα των Αρμενιάκων. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας τον καιρό εκείνο ήταν ο Θωμάς και έξαρχος της περιοχής κάποιος Παρακονδάκης, οι οποίοι ήταν από τους ευσεβέστερους ανθρώπους της εποχής τους. Λαμβάνοντας την αυτοκρατορική διαταγή ο επίσκοπος, συνεκάλεσε σύνοδο η οποία έκρινε όσους από τους αιρετικούς συνελάμβαναν οι κρατικές αρχές και τους προσήγαγαν ενώπιον της συνόδου. Έπειτα από λεπτομερή εξέταση και ανάκριση, ξεχώριζαν όσους ήταν ανεύθυνοι από όσους κρίνονταν ένοχοι. Τους πρώτους τους απελευθέρωναν, ενώ σε κάποιους επέβαλλαν εκκλησιαστικά επιτίμια. Τους εντελώς αμετανόητους ενόχους τους παρέδιδαν στα πολιτικά δικαστήρια για να δικαστούν σύμφωνα με τους νόμους. Καθώς λοιπόν με αυτόν τον τρόπο προχωρούσε η έρευνα, η ανάκριση και ο καταλογισμός ευθυνών, αποφασίζουν να προχωρήσουν στη δολοφονία των δικαστών οι λεγόμενοι Κυνοχωρίτες και όσοι αποκαλούνταν «άστατοι», οι οποίοι ήταν οι επίλεκτοι από τους μαθητές του Σεργίου. Οι μεν άστατοι λοιπόν, χωρίς να λάβουν εντολή από κανέναν, αλλά αποκλειστικά με δική τους πρωτοβουλία, σκοτώνουν με δόλο και προδοσία τον προαναφερθέντα έξαρχο. Οι δε Κυνοχωρίτες, επειδή έπρεπε να έχουν έναν αρχηγό για την ανίερη αυτή πράξη, τέθηκαν υπό την ηγεσία ενός από τους αστάτους και δολοφονούν και αυτοί τον επίσκοπο Θωμά. Αφού έγιναν φανερές αυτές οι παράνομες πράξεις, οι προαναφερθέντες άστατοι, οι οποίοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί και των δύο δολοφονιών, φεύγουν μαζί με τους οπαδούς τους από όλες τις χριστιανικές περιοχές και καταλήγουν στη Μελιτηνή, πόλη της (παλαιάς επαρχίας) Δευτέρας Αρμενίας, η οποία τότε αποτελούσε κράτος των άθεων Σαρακηνών και την κυβερνούσε ένας εμίρης που λεγόταν Μονοχεράρης. Αυτός ο μισόχριστος υποδέχθηκε φιλόφρονα τους φυγάδες, που και αυτοί μισούσαν το Χριστό, και, αφού τους ελευθέρωσε από κάθε ανθρώπινο φόβο, τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη μικρή πόλη Αργαούν, όπως ονομαζόταν στην τοπική γλώσσα. Ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα είχε συγκεντρωθεί εκεί μεγάλος αριθμός από αιρετικούς, αρκετός για τη διεξαγωγή επιδρομών και λεηλασιών. Οι άθεοι διενεργούσαν πολλές και συχνές επιθέσεις στα γειτονικά χριστιανική εδάφη, αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Από εδώ ξεκίνησε η ενδυνάμωσε του κακού, καθώς όχι μόνον οι πρώτοι αιρετικοί μπορούσαν πλέον να εξασκούν χωρίς φόβο την ασεβή λατρεία τους, αλλά είχαν επίσης τη δυνατότητα και την άνεση να αναγκάζουν και ορισμένους από τους αιχμαλώτους να ασπάζονται και αυτή την αίρεση.}
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 169, 13 - 171, 13:
Γίνεται δη και Σέργιος, ού πολλάκις έσχεν μνήμην ο λόγος, εκείσε, και χρόνον τινά τοις φυγάσι διατρίψας και βαθύνας αυτοίς επί πλέον της ασεβείας τα δόγματα, την άνωθεν όμως δίκην ου διαδιδράσκει. Ξυλουργίας ην ο καιρός, και τεκτονικής ο Σέργιος ουκ αμελέτητος ην, και δη και συνήθης ην κεχρήσθαι τη τέχνη και εις σανίδας αποξέειν των πρέμνων τα επιτήδεια. Ούτος κατά το σύνηθες εις το παρακείμενον όρος του Αργαού παραγεγονώς έπραττεν τα αυτού και εις σανίδας τα ξύλα απέξεεν. Προς ταύτη δε όντα τη εργασία Τζανίων όνομα, γένος εκ Νικοπόλεως, ευσεβής την θρησκείαν, την γνώμην ανδρείος και τας χείρας παραπλήσιος, ως είδεν ούτω τον θεομάχον ταις μαγγανείαις αυτού τεθαρρηκότα και ταις γοητείαις την ζωήν καταπεπιστευκότα και καταμόνας ξυλουργείν επηρμένον, μέγα τι και διάτορον κατά του απατεώνος εμβοήσας και τη φωνή φόβου τε και εκπλήξεως πληρώσας, αφαιρείται μεν αυτός άνοπλος ων την αξίνην των χειρών, παίει δε τον πλάνον καιρίαν, και αυταίς ταις πληγαίς ο πικρός επηκολούθησε του αλιτηρίου θάνατος. Ούτω μεν δη ούτω το της απάτης ως αληθώς πνεύμα, ο των ανθρωπίνων ψυχών ολετήρ, η πικρά και βαθεία της αποστασίας ρίζα, το έσχατον και χείρον των έμπροσθεν αυτού πάντων κακών, της οικείας αυτού χειρός και τέχνης τω όπλω κατακοπείς, τών τε θεομάχων και υπερηφάνων λόγων και των βδελυκτών και ανοσίων έργων και των αμηχάνων υποσχέσεων και ελπίδων και αυτής της ζωής εξεκόπη, και εις το άσβεστον πυρ και αιώνιον αυτώ τω θεομάχω φρονήματι παρεπέμφθη. Τρίτον και τεσσαρακοστόν και τριακοσιοστόν προς τοις εξακισχιλίοις απ’ αρχής της κοσμογενείας ηνύετο έτος, ότε τον βίαιον ο θεομάχος ούτος απέτισε θάνατον. Λείπει δε μαθητάς της αυτού μυσαρότητος και αποστασίας, οί το πρωτείον εν ταις μυστικαίς μαγγανείαις τε και γοητείαις έφερον, τρεις, ων ο μεν Μιχαήλ, τον δε Κανακάρην, ο δε τρίτος Ιωάννης ωνομάζετο, οις και ο μνημονευθείς άνωθεν Θεόδοτος συνητάζετο· οι δε μετ’ εκείνους Βασίλειός τε και Ζώσιμος και έτεροι πλείους ήσαν. Αλλ’ ούτοί γε οι του τρισαλιτηρίου εκείνου τρισκατάρατοι μαθηταί, ους και συνεκδήμους το ηπατημένον πλήθος επονομάζουσιν, τον αθροισθέντα λαόν εν τω Αργαού, καίτοι τον πικρόν και θεήλατον του διδασκάλου θάνατον όψει λαβόντες και ουδέν ων εθεομάχει και ετερατεύετο προελθόν, όμως τοις ομοίοις κακοίς της θεομαχίας αναφέροντες αξίωμα, ομοτίμως δε αλλήλοις αυτοί κατά πλήθος της πλάνης τω πλήθει καθηγούμενοι· όμως δε και υποβεβηκότας αυτών τινας ετέρους έταττον, ους και νοταρίους ωνόμαζον, καί τινα των απορρήτων και βδελυκτών οργίων εις εποψίαν και τελεστικήν αφώριζον επιμέλειαν.
{Φτάνει λοιπόν εκεί και ο Σέργιος, για τον οποίον έγινε πολύς λόγος προηγουμένως, και διέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα με τους φυγάδες, εδραιώνοντας την πίστη τους στα δόγματα της ασέβειας. Όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη θεϊκή δικαιοσύνη. Ήταν εποχή ξυλουργικών εργασιών και ο Σέργιος, όντας έμπειρος μαραγκός, συνήθιζε να εξασκεί την τέχνη του και να φτιάχνει σανίδες από κατάλληλα ξύλα δένδρων. Κατά τη συνήθειά του λοιπόν είχε πάει στο βουνό πάνω από το Αργαούν και έκανε τη δουλειά του, χωρίζοντας τους κορμούς σε σανίδες. Ενώ λοιπόν ήταν απασχολημένος με την εργασία αυτή, κάποιος ονόματι Τζανίων, ο οποίος καταγόταν από τη Νικόπολη και ήταν ορθόδοξος στην πίστη, ανδρείος στην ψυχή και δυνατός στα χέρια, όταν είδε τον αρνητή του Θεού να αντλεί θάρρος από τα καταχθόνια έργα του και να έχει εμπιστευθεί τη ζωή του στις μαγικές δυνάμεις και να έχει τέτοιο αίσθημα ασφάλειας, ώστε να βρίσκεται μόνος του και να δουλεύει το ξύλο, έβγαλε στεντόρεια φωνή κατά του απατεώνα, γεμίζοντάς τον έκπληξη και φόβο. Τότε ο Τζανίων, ο οποίος ήταν άοπλος, πήρε την αξίνα από τα χέρια του αιρετικού και του καταφέρνει καίρια πλήγματα, από τα οποία το κάθαρμα εκείνο βρήκε το θάνατο. Ακριβώς έτσι λοιπόν έπαψε τα αιρετικά και υπερήφανα λόγια του και τις βδελυρές και ανόσιες πράξεις του, τις ανόητες υποσχέσεις και τις μάταιες ελπίδες, έτσι έχασε τη ζωή του, εξαιτίας των θεόμαχων φρονημάτων του, και στάλθηκε στο πυρ το αιώνιον το αληθινό πνεύμα της απάτης, ο καταστροφέας των ανθρώπινων ψυχών, η πικρή και βαθιά ρίζα της αίρεσης, το τελευταίο και χειρότερο από όλα τα προηγηθέντα κακά, χτυπημένος από το όπλο των χεριών του και της ίδιας του της τέχνης. Ο θάνατος αυτού του αιρετικού έλαβε χώρα το έτος από κτίσεως κόσμου 6343. Άφησε πίσω του τρεις μαθητές της βρομερής αίρεσής του, οι οποίοι είχαν τα πρωτεία στις μυστικές μαγικές τελετουργίες και γητειές, το Μιχαήλ, τον Κανακάρη και τρίτο τον Ιωάννη. Σε αυτούς θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο προαναφερθείς Θεόδοτος. Μαζί τους ήταν ο Βασίλειος, ο Ζώσιμος και άλλοι πολλοί. Αυτοί οι τρισκατάρατοι μαθητές εκείνου του τρισαλιτήριου, τους οποίους το πλήθος των αιρετικών αποκαλεί «συνεκδήμους», ανέλαβαν την εξουσία του λαού που είχε συγκεντρωθεί στο Αργαούν, αν και είχαν δει με τα μάτια τους τον πικρό θάνατο του διδασκάλου τους, θάνατο ο οποίος είχε σταλεί από το Θεό, και δεν είδαν να πραγματώνεται τίποτα από όσα εκείνος είχε προβλέψει ψευδώς. Όμως, έχοντας πίστη στα ίδια ψεύδη, ανέλαβαν την ηγεσία του λαού των αιρετικών, όντας ισότιμοι μεταξύ τους, αλλά διόρισαν και κάποιους υφισταμένους, τους οποίους ονόμασαν «νοταρίους» και στους οποίους ανέθεσαν την επίβλεψη και την επιμέλεια της τέλεσης των απόκρυφων και μιαρών τελετουργιών τους.}
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc, Ch. κ.ά. (επιμ.), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), 171, 14 - 173, 14:
Υπό δε τους αυτούς αναφαίνεται καιρούς και ο τρισαλιτήριος Καρβαίας, ανήρ δεινός μεν υπελθείν όχλον, στεγανός δε κρύπτειν το ανέκφορον, και τοις χείλεσιν άλλα προφέρειν παρά την εν τη καρδία μελέτην πιθανώτατος, και πίστιν μεν ουδ’ ήντινα στέργων, επεί και τα των Αράβων θειάζειν εσχηματίσατο, πλην της αποστασίας εραστής και λέγεσθαι και νομίζεσθαι κλέος ποιούμενος· ουδέ της κατά πόλεμον εμπειρίας ην αγύμναστος· διό και της αποστατικής εκείνης πληθύος ήδη προς χείρα πολεμικήν τε και βαρείαν αδρυνομένης άρχειν υπό του πλήθους ηρέθη, ος επί μάλλον αύξων τε και κρατύνων το θεομάχον άθροισμα, επεί τη βραχύτητι του πολιχνίου στενοχωρουμένους είδεν τους υπό χείρα, πόλιν άλλην ευρυχωροτέραν εγείρει, ην επωνόμαζον Τεφρικήν, και ταύτην τοις επομένοις πολίζει, ομού μεν και την επιφερομένην των Μελιτινιτών αποκλίνων τυραννίδα. Και γαρ ει και κατ’ αρχάς φιλοφρόνως υπεδέξαντο, αλλ’ ουκ πλουτούντας ορώντες και πλέον ων ήλπιζον ταις καθ’ ημέραν ληστρικαίς εφόδοις εις ευπορίαν επιδιδόντας, ουκέτι τον οφθαλμόν αυτοίς επιβάλλειν φθόνου χωρίς και πλεονεξίας ηδύναντο· διό λαφυραγωγούντες αυτούς τέχναις πολλαίς και μεθόδοις ουκ ενέλιπον. Μία τοίνυν και αύτη αιτία, δι’ ην ως απωτέρω της προτέρας οικήσεως πολίζειν έγνω το υπήκοον, έτι δε και τω ανεπιμίκτω των άλλων ανθρώπων εις τας δαιμονιώδεις και εκτόπους των πράξεων, άτε δη καθ’ εαυτούς όντας, αδεώς χωρείν και συν παρρησία προνοούμενος. Εκ γειτόνων γαρ έχοντες πρότερον τους Σαρακηνούς, έσεβον μεν τα αυτών, έσεβον δε και τα εκείνων, αλλά τα μεν εκείνων θεατρίζοντες, τα οικεία δε μυστηριαζόμενοι. Επί τούτοις δε και επίκαιρος εδόκει προς τας καταδρομάς της ρωμαϊκής αρχής ην ανίστη πόλιν· μάλλόν τε γαρ επλησίαζεν τοις αυτής ορίοις· αλλά και εί τις αυτομολείν εκείθεν εβούλετο των την αυτήν ασέβειαν εγκόλπιον φερόντων, ετοιμοτέραν εύρισκεν διά το γειτόνημα την προς αυτόν καταφυγήν τε και αναχώρησιν. Ους μεν ουν εκείνος διήνεγκεν ουκέτι ληστρικούς, αλλ’ εκ παρατάξεως τε και δημοσίους πολέμους καθ’ εαυτόν τε και τοις Σαρακηνοίς συνταττόμενος, εν οις τε το πλέον έσχεν και εν οις απηνέγκατο το ήττον, άλλης τέ εστιν υποθέσεως και ιδιάζοντος χρόνου. Ότι δε παντοδαπών επλήρωσε συμφορών τας της ρωμαϊκής αρχής πλησιαζούσας αυτώ χώρας, το μέγεθος εξαρκεί του πάθους αντί λόγου τοις μεθ’ ημάς παρασχείν ανεπίληστον την γνώσιν. Πλην αλλ’ όγε παλαμναίος εκείνος, χρόνοις μακροίς τα ανήκεστα δράσας, οψέ και μόλις νόσω τον βίον κατέστρεψεν, και της εκείνου τυραννίδος και της ασεβείας διάδοχος αναδείκνυται επί παιδί μεν γαμβρός, εκ του γένους δε το ανεψιόν έλκων και το επώνυμον Χρυσοχέρης.
{Κατά την περίοδο εκείνη εμφανίζεται και ο τρισαλιτήριος Καρβέας, ένας άνδρας ικανότατος στο χειρισμό του όχλου και στο να κρύβει όσα δεν πρέπει να ειπωθούν και στο να λέει άλλα και άλλα να εννοεί. Σε καμία πίστη δεν έδινε σημασία, αφού προσποιούνταν ότι ακολουθούσε και τη λατρεία των Αράβων, αλλά περηφανευόταν να λέγεται και να θεωρείται φίλος της αποστασίας. Ούτε ήταν άμοιρος πολεμικών εμπειριών, γι’ αυτό και το πλήθος τον εξέλεξε αρχηγό της ομάδας εκείνης των αποστατών, που ήδη είχαν ξεκινήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτός, επειδή ήθελε να αυξήσει τον αριθμό και την ισχύ του πλήθους εκείνου των θεομάχων, όταν είδε ότι οι υπήκοοί του πιέζονταν από τη μικρή έκταση της πόλης εκείνης, ανέγειρε μια άλλη, πιο ευρύχωρη πόλη, που την ονόμασε Τεφρική, και σε αυτήν εγκατέστησε τους οπαδούς του. Πέρα από αυτό, ήθελε να ξεφύγει από την επικυριαρχία των Αράβων της Μελιτηνής. Διότι, αν και οι τελευταίοι αρχικά είχαν υποδεχθεί φιλικά τους παυλικιανούς, βλέποντάς τους να πλουτίζουν και πέρα από κάθε προσδοκία να ευδοκιμούν από τις καθημερινές λεηλασίες, δεν μπορούσαν να τους κοιτάζουν χωρίς φθόνο και πλεονεξία. Γι’ αυτό οι Άραβες της Μελιτηνής δεν έπαυαν να τους λεηλατούν με κάθε τρόπο και μηχανορραφία. Και αυτή, λοιπόν, ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες ο Καρβέας αποφάσισε να εγκαταστήσει τους υπηκόους του σε μέρος απομακρυσμένο από την προηγούμενη εγκατάστασή τους. Ένας ακόμη λόγος ήταν ότι ήθελε, ευρισκόμενοι οι παυλικιανοί μακρυά από άλλους ανθρώπους και μη ερχόμενοι σε επαφή με αυτούς, να προχωρούν ελεύθερα και χωρίς φόβο στις διαβολικές και παράνομες τελετές τους, καθώς θα ήσαν μόνοι τους. Διότι, έχοντας πριν γείτονες τους Άραβες, ακολουθούσαν τη δική τους λατρεία και παράλληλα τη θρησκεία εκείνων, αλλά τη δική τους θρησκεία την πίστευαν κρυφά, τη δε θρησκεία των Αράβων υποκρίνονταν ότι την ακολουθούσαν. Επιπλέον, η πόλη που ίδρυσε ήταν σε επίκαιρο σημείο για τις επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών (καθώς βρισκόταν κοντά στα σύνορα της βυζαντινής επικράτειας), αλλά και όποιος κρυπτο-παυλικιανός ήθελε να αυτομολήσει από τα βυζαντινά εδάφη έβρισκε εύκολα καταφύγιο στην πόλη αυτή, λόγω της μικρής απόστασης. Όσο για τους πολέμους (όχι πλέον επιδρομές, αλλά κανονικές μάχες εκ παρατάξεως) που διεξήγαγε και σε ποιους ήταν νικηφόρος και σε ποιους ηττήθηκε, αυτό είναι άλλη ιστορία που θα τη διηγηθούμε στον κατάλληλο χρόνο. Ότι όμως γέμισε με κάθε είδους συμφορές τις γειτονικές του βυζαντινές επαρχίες, αντί για λόγια αρκεί το μέγεθος του κακού για να μας προσφέρει γνώση που δύσκολα ξεχνιέται. Αλλά ο τρισκατάρατος εκείνος, έχοντας διαπράξει φοβερά πράγματα επί μακρό χρονικό διάστημα, μόλις πρόσφατα πέθανε από ασθένεια και στην αρχηγία και την ασέβεια τον διαδέχθηκε ο Χρυσοχέρης, γαμπρός και ανιψιός του.}
Ιωσήφ Γενέσιος, Βασιλειών Ιστορίαι, Lesmüller-Werner, A. – Thurn, I. (επιμ.), Josephi Genesii Regum Libri Quattuor (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 14, Berlin 1978), 348, 10-11:
Ούτος γαρ ο αλαζών συν Καρβαία και Καλλίστω πλείστα κακά Χριστιανοίς τεκτηνάμενος, ως και ο τούτου πατήρ, και μέχρι Νικομηδείας και Νικαίας αυτής διελθών, αλλά μην και εις το των Θρακησίων θέμα διαδραμών, μέχρις Ιωάννου του Θεολόγου της επαρχίας κατήντησεν, ούτινος τω ναώ οι συν αυτώ εντυχόντες εισήγαγον τα τε άλογα αυτών και λοιπήν αποσκευήν, δυσμενώς ενυβρίζοντες. προς ουν τον Χρυσόχειρα γράφει ο βασιλεύς ειρήνην συνθέσθαι, οία τον τρόπον ειρηνικός υπάρχων και εύσπλαγχνος όντως […], και αυταρκεσθήναι εφ’ οις επεπόνητο, ειληφέναι τε παρ’ αυτού χρυσόν τε και άργυρον και εσθήτας, και αιχμαλωτίζειν και κατασφάττειν Χριστιανούς ανακόψαι. αλλ’ ο θρασύφρων και άπιστος τοις ειρηναίοις λόγοις ου πείθεται· διό και αντιγράφει τω βασιλεί, ως “είπερ εθέλοις, ω βασιλεύ, μεθ’ ημών ειρήνην επιτελέσαι, απόστηθι της κατ’ ανατολήν εξουσίας σου, της δε προς δύσιν αντέχου, και ειρηνεύσομεν μετά σου· ει δε μη, σπεύσομεν όλως, ίνα σε και της βασιλείας εξοστρακίσωμεν.” της ουν απονοίας αυτού ο βασιλεύς διαισθόμενος εφιλοσόφησεν σιωπήν, μηδέν έτι αυτώ αντιγεγραφώς. Δυσί δε χρόνοις παρελκυσθείσιν ο Χρυσόχειρ εξήλθεν συν τοις ιδίοις στρατεύμασι μέχρις Αγκύρας της πόλεως και αυτών των Κομμάτων, λαφυραγωγίαν εαυτώ πολλήν προσηκάμενος, και επάνεισιν. ο δε καθηγεμών των σχολών διαστηματίζων μίλιον εν την παραδρομήν εσκευάζετο· εδεδοίκει γαρ πλησιοφανή την παραδρομήν παραδείκνυσθαι. ο δε Χρυσόχειρ κατηντηκώς τω του Χαρσιανού θέματι εις Αγράνας εσκήνωται, εις το Σίβορον δε ο δομέστικος· και τοις στρατηγέταις των τε Αρμενιακών και του Χαρσιανού προστέταχε διειπών· “άρατε τους υπό χείρα τελούντας υμών άρχοντας και καλίππους τινάς και δαπάνας ως ημερών ιβ΄, και παρατρέχοιτε τον Χρυσόχειρα μέχρι του Βαθυρύακος· και ει μεν διαιρήσας λαόν εύπληκτον παραπέμψοι τω των Αρμενιακών ή τω του Χαρσιανού θέματι, κατάδηλον ημίν τούτο ποιήσατε· ότε δε αποκινήσοι του Βαθυρύακος, υποστραφέντες ήκετε προς ημάς.” απελθών τοίνυν εσπέρας ο Χρυσόχειρ εσκήνωσεν κάτω, οι δε στρατηλάται εις τον ζυγόν προσανέβησαν και ηυλίσθησαν εις τινα τόπον κατονομαζόμενον Ζωγολόηνον· ούτος γαρ εστιν εκ πετρώδους συμπήξεως δυσανάβατος, εν ω ύλη πολύδενδρος πέφυκεν. των ουν ειρημένων στρατηλατών εκείσε διαναπαυσαμένων φιλονεικία τις ανέκυψεν ανδρική των αρχόντων αλλήλοις αντεριζόντων, τίνες αν είεν κρείττους, πότερον οι από του των Αρμενιακών θέματος ή του Χαρσιανού ωρμημένοι. των ουν Χαρσιανιτών φιλονεικούντων τα πρεσβεία εαυτοίς της ανδρείας επιδούναι ή τοις ετέροις, οι Αρμενιακοί είπον προς αυτούς· “τι φιλονεικείν έτι περί ανδρείας εκ λόγων βουλόμεθα; πρακτικώς τοις πολεμίοις παρεμβάλωμεν άμφω· και τότε φανερωθείη έκαστος ημών, οποίος ετέρου καθέστηκεν ανδρειότερος.” οι δε στρατηγέται διακηκοότες περί της αμίλλης αυτών, δι’ αυτών δε και της του λαού προθυμίας συνευδοκούσης αυτοίς, ήγαγον και ειρήκεσαν· “προθυμείσθε, ω άνδρες ανθάμιλλοι, ίνα τοις πολεμίοις, θεού συνεργούντος, προσβάλωμεν;” προς ους γενναιοφρόνως εξείπον· “ναι. και δια τούτο όρκω μεγίστω της βασιλικής κεφαλής περιδεσμούμεν υμάς, όπως συμπλακώμεν αυτοίς. ο γαρ τόπος εν ω ερηρείσμεθα, των εχυρωτάτων· εξ ου είπερ τι κατ’ αυτών γενναίον καταπραξαίμεθα, τούτο ημίν εστιν εις τρόπαιον· ει δε μη, κατ' ουδέν παρ’ αυτών πημανθείημεν.” τότε δη, τότε οι δύο στρατηγέται διείλον άνδρας μέχρι έκτης εκατοντάδος, τους δε λοιπούς παρήκαν εν ταις σκηναίς των αρχηγών αυτών συν φλαμμούλοις, και τούτοις διησφαλίσαντο επειπόντες· “ημείς μεν τω φοσσάτω παρεμπελάσομεν επιτρέχοντες, και όταν την άφιξιν προς ημάς απευθύνωσι, παρεμβαλούμεν αυτοίς· και ει μεν ορμήσουσι κατέναντι ημών, εξέλθετε άντικρυς και μεγάλως κεκράξατε, πλείστου λαού βοήν ενσημαίνοντες, όπως εκ ταύτης εικάσειαν τον των σχολών εξηγούμενον μετά των θεμάτων εφεστηκέναι.” τη ουν υφηγήσει ταύτη κεκινηκότων των στρατηγών και παρεμπεπτωκότων εκ του σύνεγγυς τοις εχθροίς προ του την ημέραν τρανώς επιλάμψαι τοις των τυμπάνων κρούμασιν επεκίνησαν· αλλ’ οι μεν αυτών μετά του Χρυσόχειρος ***, οι δε τα φορτία τοις υποζυγίοις εκούφιζον. τούτων ούτως μεριζομένων οι στρατηγέται συν τοις υπ’ αυτούς άρχουσιν επέθεντο κατ’ αυτών, και φωνή βριαρά· “σταυρός νενίκηκεν” οίον πολεμικώς ετυμπάνισαν. ούτοι δε τη αθρόα προσβολή καταπτήξαντες αμεταστρεπτί της φυγής είχοντο, μηδέ οράν και πολυπραγμονείν ανεχόμενοι, τίνες διώκται τούτων υπάρχοιεν, από του Βαθυρύακος διωκόμενοι επί μιλίοις λ΄ έως του κατωνομασμένου Κωνσταντίνου βουνού, χαλεπώς συγκοπτόμενοι. Και ο Χρυσόχειρ ολίγους τινάς μεθ’ εαυτού προσλαβόμενος φυγαδείαν ησπάσατο. επιφθάνει τοίνυν αυτόν ο Πουλλάδης, ω τούτο παρήν όνομα περιβόητον, πίλον ενδεδυμένος· προεκεκράτητο δε κατά Τεφρικήν και κατά χαριεντισμόν τω Χρυσόχειρι προσωκείωτο. ως ουν εωράκει τούτον, επέγνω και εκεκράγει διαπρυσίως· “ώδε οι στρατηγέται, ωδε ο των σχολών εξηγούμενος ίτω.” άπεισιν ο Χρυσόχειρ, και προς τον Πουλλάδην εφώνησεν· “άθλιε ω Πουλλάδη, τι σοι φαύλον ενεδειξάμην; μάλλον μέντοι γε πλείστα σοι χρηστά ειργασάμην. άπελθε, και μη μοι πρόσκομμα είης.” ο δε αντέφη αυτώ· “εγώ γινώσκω, Χρυσόχειρ, ότι πλείστα καλά μοι πεποίηκας, και ευελπιστώ τω σωτήρί μου θεώ κατ’ αυτήν γε την ημέραν αποδούναί σοι τα χαριστήρια.” ιππάζων δε ο Χρυσόχειρ ευρίσκει τάφρον προς τοις ενωπίοις αυτού, ην ο ίππος αυτού υπερπηδάν <απεδειλία και εκ> τούτου διώκλαζεν. όθεν ο μεν Χρυσόχειρ του λοιπού οράν τον Πουλλάδην ουδ’ όλως εφρόντιζεν, εώρα δε μάλλον κατέναντι αυτού, ίνα μη τω της τάφρου περιπέσειεν πτώματι· και λαθραίως αυτόν ο Πουλλάδης κατά την μασχάλην τιτρώσκει κοντώ· ου τη πληγή ταραχθέντος ο ίππος παρέσφηλέν τε και αυτόν απεκρήμνισεν. καταβάς ουν ο των προς θεραπείαν αυτού οικειότατος, ω Διακονίτζης το φημιζόμενον, […] και τούτου την κεφαλήν βαστάξας ηξίωσε κομιδής ταύτην ενθείς τοις αυτού γόνασιν· ον ευρηκότες οι στρατηλάται κατέσχον και διατεμόντες αυτήν σπουδαίως τω θεοστέπτω άνακτι Βασιλείω ως δώρον ανέπεμψαν.
{Αυτός, λοιπόν, ο αλαζών Χρυσόχειρ, μαζί με τον Καρβέα και τον Κάλλιστο, προκάλεσε πάρα πολλές συμφορές στους χριστιανούς, όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Έφτασε μέχρι τη Νικομήδεια και την ίδια τη Νίκαια και, επιπλέον, επέδραμε στο θέμα των Θρακησίων, την επαρχία του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στο ναό του οποίου οι άνδρες του Χρυσόχειρος μπήκαν και έβαλαν μέσα και τα άλογά τους και τα άλλα ζώα της εφοδιοπομπής, διαπράττοντας μεγάλη ιεροσυλία. Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, επειδή ήταν όντως ειρηνικός στους τρόπους και φιλεύσπλαχνος, έστειλε επιστολή στο Χρυσόχειρα και του πρότεινε να συνάψουν ειρήνη, να αρκεστεί ο Χρυσόχειρ σε όσα είχε ήδη πράξει και να λάβει σε αντάλλαγμα μεγάλα χρηματικά ποσά σε χρυσό και ασήμι, καθώς και πολύτιμα ενδύματα, παύοντας να αιχμαλωτίζει και να σφάζει χριστιανούς. Αλλά εκείνος ο θρασύς και άπιστος δεν πείστηκε από τα ειρηνικά λόγια. Γι’ αυτό και απάντησε γραπτώς στον αυτοκράτορα: «Αν θέλεις, βασιλιά, να συνάψεις ειρήνη με μας, παραιτήσου από την εξουσία σου στην Ανατολή και αρκέσου στα εδάφη σου στη Δύση και εμείς θα ειρηνεύσουμε μαζί σου. Αλλιώς, θα σπεύσουμε όλοι μαζί για να σε διώξουμε από την εξουσία». Κατανοώντας ο αυτοκράτορας την παράνοια εκείνου, προτίμησε να σιωπήσει και δεν του έστειλε άλλη επιστολή σε απάντηση. Αφού πέρασαν δύο χρόνια, ο Χρυσόχειρ επέδραμε με τα στρατεύματά του έως την πόλη της Άγκυρας και την περιοχή των Κομμάτων και επέστρεψε μεταφέροντας μαζί του πολλά λάφυρα. Ο δε διοικητής του τάγματος των σχολών ετοιμαζόταν να τον ακολουθήσει σε απόσταση ενός μιλίου, καθώς φοβόταν μη γίνει φανερή η παρακολούθηση. Φτάνοντας ο Χρυσόχειρ στο θέμα του Χαρσιανού, στρατοπέδευσε στις Αγράνες, ο δε δομέστικος των σχολών στρατοπέδευσε στο Σίβορον. Ο τελευταίος διέταξε τους στρατηγούς των Αρμενιάκων και του Χαρσιανού, λέγοντάς τους: «Πάρτε τους υπό τη διοίκησή σας αξιωματικούς και λίγους στρατιώτες με καλά άλογα και τροφές για δώδεκα ημέρες και ακολουθήστε τον Χρυσόχειρα έως τον Βαθυρύακα. Αν αποσπάσει μικρό τμήμα του στρατεύματός του και το στείλει στους Αρμενιάκους ή το Χαρσιανόν, ενημερώστε μας για αυτό. Όταν δε ξεκινήσει από τον Βαθυρύακα, επιστρέψτε πίσω σε μας». Φεύγοντας λοιπόν ο Χρυσόχειρ στρατοπέδευσε το βράδυ στην πεδιάδα, οι δε στρατηγοί πρόλαβαν και ανέβηκαν στον αυχένα του βουνού, όπου κατασκήνωσαν σε ένα μέρος που λεγόταν Ζωγολόηνος. Ο τόπος αυτός ήταν δύσκολος στην ανάβαση λόγω των βράχων και πάνω του υπήρχε ένα πυκνό δάσος. Ενώ λοιπόν οι προαναφερθέντες στρατηγοί είχαν σταματήσει εκεί για ανάπαυση, προέκυψε κάποια ανδροπρεπής διαμάχη ανάμεσα στους αξιωματικούς, οι οποίοι μάλωναν μεταξύ τους για το ποιοι είναι καλύτεροι, αυτοί του θέματος των Αρμενιάκων ή αυτοί του Χαρσιανού. Καθώς λοιπόν οι άνδρες του Χαρσιανού φιλονικούσαν και ζητούσαν να θεωρούνται αυτοί οι γενναιότεροι και όχι οι άλλοι, οι άνδρες των Αρμενιάκων τους είπαν: «Γιατί να θέλουμε ακόμη να φιλονικούμε με λόγια για το ποιος είναι γενναιότερος; Ας ορμήσουμε και οι δύο εναντίον των εχθρών και τότε στην πράξη θα φανερωθεί ποιος είναι γενναιότερος από τον άλλο». Οι δε στρατηγοί, ακούγοντας για το συναγωνισμό τους και βλέποντας ότι, λόγω αυτού, και η προθυμία των στρατιωτών συμφωνούσε με τα σχέδιά τους, τους κάλεσαν και τους είπαν: «Άνδρες, εσείς που ανταγωνίζεστε μεταξύ σας, είστε πρόθυμοι να επιτεθούμε στους εχθρούς με τη βοήθεια του Θεού;». Οι στρατιώτες απάντησαν με γενναιότητα: «Ναι! Και γι’ αυτό ζητούμε να ορκιστείτε ότι θα επιτεθούμε στους εχθρούς. Η τοποθεσία στην οποία έχουμε στρατοπεδεύσει είναι από τις πλέον οχυρές· συνεπώς, αν σημειώσουμε κάποια επιτυχία εναντίον τους, ας είναι αυτό το τρόπαιό μας· αν πάλι δεν επιτύχουμε, δε θα πάθουμε κανένα κακό από αυτούς». Τότε, λοιπόν, οι στρατηγοί επέλεξαν έως 600 άνδρες, τους δε υπόλοιπους τους έστειλαν, μαζί με τις πολεμικές τους σημαίες, στις σκηνές των αξιωματικών τους και εκεί τους ασφάλισαν, λέγοντάς τους: «Εμείς θα προελάσουμε με καλπασμό στο εχθρικό στρατόπεδο και, όταν βγουν να μας αντιμετωπίσουν, θα συμπλακούμε με αυτούς. Αν, λοιπόν, ορμήσουν εναντίον μας, εσείς βγείτε από την απέναντι πλευρά και βγάλτε δυνατή πολεμική ιαχή, σαν να προερχόταν από πολυάριθμο στρατιωτικό σώμα, ώστε από αυτό να νομίσουν ότι έρχεται ο δομέστικος των σχολών με το στρατό των θεμάτων». Έχοντας δώσει τις διαταγές αυτές, οι στρατηγοί ξεκίνησαν και, προτού φωτίσει καλά καλά η μέρα, συνεπλάκησαν με τους εχθρούς και ξεκίνησαν τη μάχη υπό τους ήχους των τυμπάνων. Από τους εχθρούς, όμως, άλλοι μαζί με τον Χρυσόχειρα ***, άλλοι φόρτωναν τα υποζύγια. Ενώ οι εχθροί είχαν μοιραστεί στα δύο, οι στρατηγοί και οι υπό τις διαταγές τους αξιωματικοί επιτέθηκαν εναντίον τους και φώναξαν με δυνατή φωνή την πολεμική κραυγή «σταυρός νενίκηκεν». Οι εχθροί, τρομοκρατημένοι από τη μαζική επέλαση των Βυζαντινών, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, χωρίς να κοιτούν πίσω τους και να ασχολούνται με το ποιοι τους καταδίωκαν. Η καταδίωξη, κατά την οποία έχασαν πολλούς άνδρες, διήρκεσε από τον Βαθυρύακα έως τον λεγόμενο Κωνσταντίνου Βουνόν, σε απόσταση 30 μιλίων. Ο Χρυσόχειρ, παίρνοντας μαζί του λίγους άνδρες, τράπηκε σε φυγή. Τον προφθάνει ο Πουλλάδης (αυτό ήταν το περίφημο όνομά του), φορώντας καπέλο στο κεφάλι. Αυτός ήταν παλαιότερα αιχμάλωτος στην Τεφρική και ο Χρυσόχειρ, θέλοντας να γελάει μαζί του, τον κρατούσε για συντροφιά. Όταν λοιπόν είδε το Χρυσόχειρα, ο Πουλλάδης τον αναγνώρισε και φώναξε με στεντόρεια φωνή: «Στρατηγοί, ελάτε εδώ, έλα εδώ, δομέστικε των σχολών!» Ο Χρυσόχειρ έφευγε και φώναζε προς τον Πουλλάδη: «Άθλιε Πουλλάδη, τι κακό σου έκανα; Αντιθέτως, σου έκανα μάλλον πολλά καλά. Φύγε από δω και μη σταθείς εμπόδιο στο δρόμο μου!». Ο δε Πουλλάδης του απάντησε: «Εγώ ξέρω, Χρυσόχειρα, πόσα πολλά καλά μου έκανες και ελπίζω στο Θεό το σωτήρα μου τη σημερινή ημέρα να σου ανταποδώσω όσα σου χρωστάω». Καθώς κάλπαζε ο Χρυσόχειρ, βρήκε μπροστά του μία τάφρο, την οποία το άλογό του φοβόταν να υπερπηδήσει και εξαιτίας αυτού έχασε το βήμα του. Έτσι, ο Χρυσόχειρ δεν πρόσεχε πλέον τον Πουλλάδη, κοιτώντας μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να μην πέσει μέσα στην τάφρο. Ο δε Πουλλάδης τον χτύπησε απροειδοποίητα με το κοντάρι κάτω από την μασχάλη και το άλογο, ταραγμένο από την πληγή, σηκώθηκε στα πίσω πόδια και έριξε κάτω το Χρυσόχειρα. Κατέβηκε λοιπόν από το άλογό του ο πιστότερος υπηρέτης του Χρυσόχειρος, ο οποίος ονομαζόταν Διακονίτζης, και, κρατώντας το κεφάλι του Χρυσόχειρος, παρακαλούσε να το μεταφέρει ο ίδιος και το στήριξε στα γόνατά του. Οι στρατηγοί βρήκαν τον Χρυσόχειρα, έκοψαν το κεφάλι του και αμέσως το έστειλαν ως δώρο στο θεοστεφή αυτοκράτορα Βασίλειο.}
Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 165, 11-167, 10:
Είχε μεν ουν ούτω τα κατά την δύσιν λαμπρώς τε και ετεθρύλητο πανταχού. εφ’ οις αγαλλομένη εκείνη, και οίον τρόπαια επιθείναι μείζω δι’ εφέσεως έχουσα, και τους κατά την ανατολήν Παυλικιανούς επειράτο μετάγειν ως βούλοιτο προς ευσέβειαν ή εξαιρείν και απ’ ανθρώπων ποιείν· ό και πολλών κακών την ημετέραν ενέπλησεν. η μεν γαρ πέμψασά τινας των επ’ εξουσίας (ο του Αργυρού και ο του Δουκός και ο Σουδάλης οι αποσταλέντες ελέγοντο) τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδουν, τους δε τω της θαλάσσης βυθώ. ωσεί δέκα μυριάδας ο ούτως απολλύμενος ηριθμείτο λαός, και η ύπαρξις αυτών τω βασιλικώ ταμείω … ήγετο και εισεκομίζετο. υπήρχεν ουν τω στρατηγώ των Ανατολικών (Θεόδοτος ούτος ην ο κατά τον Μελισσηνόν) ανήρ τις εις την υπηρεσίαν καταριθμούμενος, Καρβέας ονόματι, την του πρωτομανδάτορος πληρών αρχήν, τη πίστει των ειρημένων ούτων Παυλικιανών εγκαυχώμενος τε και σεμνυνόμενος. ως ουν τον εαυτού ούτος ακήκοε πατέρα ανηρτήσθαι τω ξύλω, πέρα δεινών τούθ’ ηγησάμενος και τα εαυτού προσοικονομών φυγάς μετά και ετέρων πέντε χιλιάδων της τοιαύτης κεκοινωνηκότων αιρέσεως προς τον της Μελιτηνής τηνικαύτα κατάρχοντα Άμερα γίνεται, κακείθεν προς τον αμεραμνουνή παραγίνονται. μετά δε πολλής αποδεχθέντες τιμής, και λόγον ασφαλείας δόντες τε και λαβόντες ομοίως, εξέρχονται μετ’ ου πολύ κατά της ‘Ρωμαίων γης, και των τροπαίων ένεκεν, επεί προς πολυπληθίαν ενεδίδοσαν, πόλεις τε κτίζειν επιχειρούσιν αυτοίς, την ούτω καλουμένην Αργαούν και την Αμάραν, και αύθις πολλών εκείσε επιρρεόντων τη αυτή κακία ενισχημένων και ετέραν κτίζειν κατάρχουσι, Τεφρικήν ταύτην κατονομάσαντες· αφ’ ων ορμώντες πολλοί κατ’ αυτό γινόμενοι, ό τε της Μελιτηνής Άμερ, όν ούτω πως συμφθείροντες τα στοιχεία Άμβρον εκάλεσαν οι πολλοί, και ο της Ταρσού Αλής και αυτός ούτος ο Καρβέας ο δείλαιος, ουκ έληγον αυθαδώς τη των 'Ρωμαίων γη λυμαινόμενοι. Αλλ’ ο μεν Αλής έν τινι των Αρμενίων χώρα άρχειν αποσταλείς εκείσε θάττον ή βουλής είχε τον βίον κατέστρεψε συν τω εαυτού ακαίρω στρατώ· ο δε Άμερ μετά του συνάρχοντος αυτού του Σκληρού (ούτως ελέγετο) εις εμφύλιον στας πόλεμον εκ φιλονεικίας εφθείρετό τε και εκείνων αλλ’ ου άλλοις πολεμείν ώετο δειν. Εις τοσούτον δε τούτοις η έρις επηύξητο και αλλήλοις αντεστρατήγουν, άχρις αν εις δέκα μόλις έληγεν χιλιάδας η τούτων ισχύς εκ πεντήκοντά που και μικρόν τι προς. επεί γουν ούτος των εχθρών υπερίσχυσεν, έγνω αύθις θρασύτητι καταστρατηγούμενος κατά την ‘Ρωμαίων όπλα κινείν, τω Καρβέα ενούμενος. αντεστρατεύετο δε αυτοίς Πετρωνάς, την του δομεστίκου τότε αρχήν διοικών· λόγω μεν γαρ Βάρδα ταύτην διέπειν εδίδοτο, αλλ’ επεί σχολάζειν ούτος ηναγκάζετο ως επίτροπος, τον αδελφόν ηξίου, στρατηγόν όντα των Θρακησίων, πράγματι ταύτην διέπειν και διοικείν.
{Έτσι, λοιπόν, λαμπρά και ξακουστά είχε η κατάσταση στα δυτικά μέρη της αυτοκρατορίας. Η δε αυτοκράτειρα ήταν ευχαριστημένη με την κατάσταση στη Δύση και, θέλοντας κατά κάποιον τρόπο να σημειώσει μεγαλύτερες επιτυχίες, αποπειράθηκε τους παυλικιανούς που ζούσαν στα ανατολικά μέρη να τους προσηλυτίσει στην ορθοδοξία, όπως ήθελε, ή να τους εξολοθρεύσει τελείως και να τους αφανίσει. Αυτή η πράξη της ήταν που προκάλεσε στο κράτος μας μεγάλες συμφορές. Η αυτοκράτειρα έστειλε ορισμένους αξιωματούχους (ήταν ο Αργυρός, ο Δουξ και ο Σουδάλης), οι οποίοι άλλους κρέμασαν σε ξύλα, άλλους τους εκτέλεσαν με ξίφος και άλλους τους έριξαν στη θάλασσα. Οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους ήταν έως 100.000 και οι περιουσίες τους πέρασαν στην κυριότητα του αυτοκρατορικού ταμείου. Υπήρχε λοιπόν στην υπηρεσία του στρατηγού των Ανατολικών (αυτός λεγόταν Θεόδοτος Μελισσηνός) ένας άνδρας ονόματι Καρβέας, ο οποίος είχε το αξίωμα του πρωτομανδάτορος και ανήκε στην αίρεση των παυλικιανών. Αυτός, όταν έμαθε ότι ο πατέρας του είχε σταυρωθεί, θεωρώντας την πράξη αυτή ως υπέρτατη συμφορά, τακτοποίησε τις υποθέσεις του και κατέφυγε με άλλους 5.000 ομοπίστους του στον Άμερ, τον τότε άρχοντα της Μελιτηνής. Από εκεί μετέβησαν στο χαλίφη της Βαγδάτης, ο οποίος τους υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές και αντάλλαξαν αμοιβαίες διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους. Ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα εισέβαλαν στην επικράτεια των Βυζαντινών και, επειδή λόγω των επιτυχιών τους αυξήθηκε ο αριθμός τους, άρχισαν να χτίζουν και πόλεις, τη λεγόμενη Αργαούν και την Αμάρα. Αλλά και πάλι, επειδή κατέφευγαν προς αυτούς πολλοί που είχαν την ίδια αιρετική πίστη με εκείνους, μπόρεσαν να χτίσουν άλλη μία πόλη, την οποίαν ονόμασαν Τεφρική. Έχοντας ως ορμητήρια τις πόλεις αυτές και συνεργαζόμενοι πολλοί, ο Άμερ της Μελιτηνής, τον οποίον οι περισσότεροι από παραφθορά αποκαλούν Άμβρο, και ο Αλί της Ταρσού και αυτός ο ίδιος ο φοβερός Καρβέας, δεν έπαυαν να λεηλατούν με αυθάδεια τα βυζαντινά εδάφη. Αλλά ο μεν Αλί εστάλη ως διοικητής σε κάποια περιοχή της Αρμενίας και εκεί γρήγορα έχασε τη ζωή του και κατέστρεψε το στράτευμά του. Ο δε Άμερ ενεπλάκη σε εμφύλια διαμάχη λόγω φιλονικίας με τον συνάρχοντά του τον Σκληρό (έτσι ονομαζόταν), υφιστάμενος μεγάλες απώλειες και πιστεύοντας ότι μόνο εναντίον αυτών και όχι εναντίον άλλων έπρεπε να πολεμήσει. Η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ τους και η διαμάχη τους έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε τελικά η δύναμή τους μειώθηκε σε 10.000 άνδρες, ενώ πριν ήταν 50.000 και λίγο παραπάνω. Όταν λοιπόν ο Άμερ υπερίσχυσε του αντιπάλου του, αποφάσισε, παρακινημένος από το θράσος του, να εκστρατεύσει εναντίον των Βυζαντινών, έχοντας ενωθεί με τον Καρβέα. Εναντίον τους εξεστράτευσε ο Πετρωνάς, ο οποίος τότε ασκούσε τα καθήκοντα του δομέστικου των σχολών. Θεωρητικά η αρχή αυτή ανήκε στο Βάρδα, αλλά επειδή αυτός δεν ευκαιρούσε, καθώς ασκούσε την επιτροπεία του ανήλικου αυτοκράτορα, ζήτησε από τον αδελφό του, ο οποίος ήταν στρατηγός των Θρακησίων, να αναλάβει την πραγματική διοίκηση.}
Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 176, 1-177, 17:
Ο δε Βάρδας ην όλος τα της βασιλείας επιτροπεύων και διοικών, και των λοιπών διαφερόντως ως συγγενής του βασιλέως αγαπώμενος· ένθεν και την κουροπαλάτου, οίον άθλον επί τη αδελφή, τιμήν αναδέχεται, και κατά των Ισμαηλιτών και του Άμερ, ώσπερ είρηται, αντιστρατεύονται μετά του Μιχαήλ, άρτι τελούντος αυτού εις άνδρας εξ αγενείων, δυνάμει πάση τε και χειρί. ως δ’ ουν της των εναντίων επέβησαν γης, κατά πόλιν Σαμόσατα λεγομένην, δυνάμει τε βρίθουσαν και ισχύϊ, άγονται, και ταύτην επεχείρουν πολιορκείν. αλλ’ ελελήθεισαν ου κατά Θεοδώρας αίροντες χείραν, κατά δε πολυτρόπων ανδρών. ως μεν γαρ ην τρίτη της εφεδρείας τούτοις ημέρα, η πρώτη δε και κυρία των ημερών, έμελλον δε την αναίμακτον μυσταγωγίαν εκπληρούν ως αν των αγίων μυστηρίων μετάσχοιεν, εξαίφνης, είτ’ αφυλάκτως τελούντες αυτά, είτε και καταφρονητικώς έχοντες προς την πόλιν δι’ απειρίαν ως μη προς βασιλέα ‘Ρωμαίων άραι τολμώντος χείρα τινός, κατά την ώραν εν ή των θείων έμελλον μετασχείν μυστηρίων, πάντοθεν μεθ’ όπλων εκπεπηδηκότες της πόλεως, ουκ ην ιδείν τον όστις ‘Ρωμαίων ουκ εχρήτο φυγή. ένθα και ο Μιχαήλ μόλις που τον ίππον αναβάς φεύγων καθωράτο, αλλ’ ου προπολεμών· ούτω που μόγις εκσέσωστο, σκηνάς αυτάς και την όση τούτοις θεραπεία προσήν εκεί καταλελοιπώς. ένθα και τον προμνημονευθέντα φασίν αριστεύσαι Καρβέαν τον την Τεφρικήν οικοδομησάμενον, και πολύν ου μόνον του χυδαίου φθόρον λαού κατεργάσαθαι, αλλά και των μεγάλων δη στρατηγών ζωγρεία λαβείν τον τε τζαγγότουβον τον Αβεσαλώμ και Σηών τον παλατίνον, και ετέρους υποστρατήγους και τουρμάρχας άχρι των εκατόν. ετηρούντο ουν οι δηλωθέντες στρατηγοί μετά την του πολέμου παραδρομήν εν τη φυλακή· και δη χρήματα ικανά τω Καρβέα εδίδοσαν, οίκοθεν μεταπεμψάμενοι, την αυτών απολύτρωσιν εξαιτούμενοι. ως δ’ έλαβεν επί χείρας ο Καρβέας, ηρώτα τον Σηών ευθύς ει προς αφροδίσια έχοι ερωτικώς και το εαυτού σώμα κίνησιν έχει την εμπαθή· ως δ’ απηγόρευσεν ο Σηών και πάσχειν τι τοιούτον απέφησεν, ηρώτα πάλιν τα όμοια τον Αβεσαλώμ. ο δε την αυτού φωράσας κακίαν και μοχθηρίαν, είτε και άλλως αληθώς, τούτό τε πάσχειν και κίνησιν υπομένειν ειπών, τούτω μεν “λυτρούσαι” έφη “των δεσμών”, και άμα απέλυεν, τω δε Σηών “ου βούλεταί σε το θείον λυθήναι δη της φρουράς”, και άμα εδίδου τούτω τα λύτρα τα δοθέντα αυτώ υπέρ αυτού, και τη φρουρά εγκατέκλειεν άχρις ού την ψυχήν απεστάλαξεν.
{Ο δε Βάρδας είχε δοθεί ολοκληρωτικά στην αντιβασιλεία και τη διοίκηση του κράτους και ήταν ο πλέον αγαπητός από τους αντιβασιλείς, καθώς ήταν και συγγενής του αυτοκράτορα. Λόγω αυτού του αποδόθηκε και το αξίωμα του κουροπαλάτη, κάτι σαν έπαθλο για την αδελφή του. Επιπλέον, όπως ήδη ειπώθηκε, εκστράτευσε με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις εναντίων των Αράβων και του Άμερ, μαζί με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο οποίος πρόσφατα είχε ενηλικιωθεί. Μόλις εισέβαλαν λοιπόν στην εχθρική επικράτεια, έφτασαν σε μια πόλη που λεγόταν Σαμόσατα, γεμάτη δύναμη και ισχύ, και επιχείρησαν να την πολιορκήσουν. Είχαν όμως ξεχάσει ότι δεν πολεμούσαν εναντίον της Θεοδώρας, αλλά εναντίον πολυμήχανων ανδρών. Είχε λοιπόν φθάσει η τρίτη ημέρα της πολιορκίας, η οποία ήταν Κυριακή, και επρόκειτο να τελέσουν τη Θεία Κοινωνία προκειμένου να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων. Ξαφνικά, είτε επειδή η λειτουργία γινόταν χωρίς να έχουν τοποθετηθεί σκοποί είτε επειδή οι Βυζαντινοί, λόγω έλλειψης εμπειρίας, δεν υπολόγιζαν τους άνδρες της πόλης, μην πιστεύοντας ότι κάποιος θα τολμήσει να κινηθεί εναντίον του Βυζαντινού αυτοκράτορα, την ώρα που επρόκειτο να τελεστεί η Θεία Κοινωνία πήδηξαν έξω από την πόλη πάνοπλοι από παντού και δεν υπήρξε κανένας Βυζαντινός που δεν τράπηκε σε φυγή. Τότε και τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον είδαν μόλις να προλαβαίνει να καβαλήσει το άλογό του και να φεύγει, χωρίς όμως να μάχεται. Με τον τρόπο αυτό μόλις που κατάφερε να διασωθεί, αλλά άφησε πίσω του τη σκηνή του και όλες τις αποσκευές του. Στη μάχη αυτή λέγεται ότι διακρίθηκε περισσότερο απ’ όλους ο προαναφερθείς Καρβέας, ο ιδρυτής της Τεφρικής, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε πολλούς απλούς στρατιώτες, αλλά και από τους υψηλόβαθμους στρατηγούς αιχμαλώτισε τον Αβεσαλώμ με τις ψηλές μπότες, τον παλατίνο Σηών και έως εκατό από τους άλλους υποστρατήγους και τουρμάρχες. Οι παραπάνω στρατηγοί, μετά το τέρμα των επιχειρήσεων, κλείστηκαν στη φυλακή και έδωσαν στον Καρβέα μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία έστειλαν και τους έφεραν, ζητώντας την απελευθέρωσή τους. Όταν όμως ο Καρβέας πήρε στα χέρια του τα χρήματα αυτά, αμέσως ρώτησε το Σηών πώς πάει από ερωτικές σχέσεις και αν το σώμα του πάσχει από σαρκικά πάθη. Όταν ο Σηών απάντησε αρνητικά και αρνήθηκε ότι έχει ερωτικά πάθη, ο Καρβέας έκανε στον Αβεσαλώμ τις ίδιες ερωτήσεις. Ο τελευταίος, κατανοώντας την κακία και τη μοχθηρία του Καρβέα, ή μπορεί και να έλεγε αλήθεια, απάντησε ότι όντως υποφέρει από σαρκικά πάθη και ερωτικές ορμές. Σ’ αυτόν ο Καρβέας είπε “απελευθερώνεσαι από τα δεσμά σου” και αμέσως τον ελευθέρωσε, ενώ στον Σηών είπε “ο Θεός δεν θέλει να αποφυλακιστείς”. Ταυτοχρόνως, του έδωσε πίσω τα χρήματα τα οποία είχαν δοθεί ως λύτρα για αυτόν και τον έκλεισε στη φυλακή έως ότου ξεψύχησε.}
Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 266, 18 - 267, 18:
και επεί κατά τους καιρούς εκείνους ο της Τεφρικής εξηγούμενος, ον Χρυσόχειρα κατωνόμαζον, επ’ ανδρία και συνέσει διαφέρειν δοκών σφόδρα παρελύπει την ‘Ρωμαίων χώραν και τους λαούς, και πολλούς των αγροίκων καθ’ εκάστην αιχμαλώτους ποιούμενος εφρόνει σοβαρά και υπέρογκα, κατ’ αυτού και της υπ’ αυτόν πόλεως εκστρατεύει ο βασιλεύς. του δε σοβαρού και θρασέος εκείνου προς την γενναιότητα του επιόντος στρατεύματος και την σύνεσιν και ανδρίαν του αυτοκράτορος εμφανώς μη τολμήσαντος αντιστήναι, αλλ’ υποχωρούντος και μόνην την οικείαν πόλιν φυλάξαι και κρατύνεσθαι διεγνωκότος, επήει κατά πολλήν του κωλύσοντος ερημίαν ληϊζόμενος και πορθών και κατατέμνων και πυρπολών πάσας τας υπό τον Χρυσόχειρα χώρας και κωμοπόλεις ο βασιλεύς, λείαν άπειρον και αιχμαλωσίαν περιβαλλόμενος. προσβαλών δε και αυτώ τω άστει Τεφρικής, και δι’ ακροβολισμών και προσεδρείας ουχί μακράς ελείν πειραθείς, ως εώρα και τειχών καρτερότητι και πλήθει βαρβαρικώ και αφθονία χρειών κατωχυρωμένον αυτό και δυσάλωτον, επεί και τα εκτός άπαντα δι’ ελαχίστου χρόνου τω πλήθει της στρατιάς κατηρείπωτο και τα αναγκαία σχεδόν κατηνάλωτο, απέστη της προς την πολιορκίαν χρονίου επιμονής· τα δε περί αυτήν φρούρια την Άβαραν και την Σπάθην και έτερά τινα εκπορθήσας, και άρας εντεύθεν ασινή τον περί αυτόν πάντα στρατόν, μετά συχνών, ως είρηται, λαφύρων και ανδραπόδων επανεχώρησεν.
{Την περίοδο εκείνη ο ηγεμών της Τεφρικής, ο οποίος ονομαζόταν Χρυσόχειρ και φαινόταν να υπερέχει σε γενναιότητα και σωφροσύνη, ταλαιπωρούσε πολύ τις βυζαντινές επαρχίες και τους τοπικούς πληθυσμούς, αιχμαλωτίζοντας καθημερινά πολλούς από τους κατοίκους της υπαίθρου. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει αλαζών και υπερόπτης. Για το λόγο αυτόν, ο αυτοκράτωρ (Βασίλειος Α΄) εκστράτευσε εναντίον του. Ο αλαζών και θρασύς Χρυσόχειρ δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει σε μάχη εκ παρατάξεως ένα τόσο γενναίο στράτευμα που βάδιζε εναντίον του ούτε τη σύνεση και τη γενναιότητα του αυτοκράτορα, αλλά υποχώρησε και αποφάσισε να υπερασπιστεί μόνο την ίδια του την πόλη. Έτσι ο αυτοκράτορας, καθώς δεν υπήρχε κάποιος να τον εμποδίσει, εισέβαλε λεηλατώντας, καταλαμβάνοντας, καταστρέφοντας και πυρπολώντας όλη την επικράτεια και τις κωμοπόλεις που βρίσκονταν υπό την εξουσία του Χρυσόχειρος, αποκομίζοντας μεγάλη ποσότητα λείας και πολλούς αιχμαλώτους. Επιτέθηκε ακόμη και στην ίδια την πόλη της Τεφρικής, προσπαθώντας να την καταλάβει εξ εφόδου και χωρίς μακρόχρονη πολιορκία, αλλά, βλέποντας την πόλη να είναι προστατευμένη στο έπακρο από ισχυρά τείχη, πλήθος βαρβάρων και άφθονα εφόδια, επειδή και όσα βρίσκονταν εκτός των τειχών είχαν ταχύτατα καταστραφεί λόγω του μεγάλου αριθμού των στρατιωτών του και σχεδόν όλα τα τρόφιμα είχαν καταναλωθεί, αποφάσισε να μην προβεί σε μακροχρόνια πολιορκία. Κατέλαβε τα φρούρια που βρίσκονταν γύρω από την πόλη, την Άβαρα, τη Σπάθη και ορισμένα άλλα, και έλαβε τον δρόμο της επιστροφής στα εδάφη του, διατηρώντας ανέπαφο το στρατό του και μεταφέροντας, όπως λέγεται, μεγάλη λεία και πολλούς αιχμαλώτους.}
Συνεχιστές Θεοφάνους, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (Bonn 1838), 270, 19-22:
άρας εντεύθεν τη Μανιχαίων προσέβαλε γη. δενδροτομήσας δε ταύτην και τας οικίας πυρί δους και παν διαφθείρων το εν ποσί, το Αργαούθ λεγόμενον αυτών φρούριον και το Κουτακίου και Στεφάνου και ‘Ραχάτ εμπρήσας κατέσκαψεν.
{Αναχωρώντας από εκεί (ο Βασίλειος Α΄), επιτέθηκε στην επικράτεια των παυλικιανών. Έκοψε τα δέντρα της, έβαλε φωτιά στις αγροικίες και κατέστρεψε όλα όσα βρίσκονταν στο πέρασμά του, πυρπολώντας και ισοπεδώνοντας το φρούριό τους που ονομάζεται Αργαούθ, καθώς και τα φρούρια του Κουτακίου, του Στεφάνου και του Ραχάτ.}
Συμεών Μάγιστρος, Χρονικόν, Wahlgren, S. (επιμ.), Symeonis Magistri et Logothetae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 44/1, Berlin - New York 2006), 263, 50-52:
υποστρέψας δε ο βασιλεύς εν τη πόλει απέστειλεν Χριστόφορον γαμβρόν αυτού εν Τηβρική και νίκην μεγίστην ποιήσας εκπορθεί ταύτην καταστρέψας έως εδάφους.
{Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτωρ (Βασίλειος Α΄), έστειλε στην Τεφρική τον γαμπρό του Χριστόφορο, ο οποίος σημείωσε μεγάλη νίκη, κατέλαβε την πόλη και την ισοπέδωσε.}
Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.) Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 92, 4 - 93, 45:
Και τα μεν κατά την εσπέραν αιθρία είχε και σταθηρά ευσέβεια επολιτεύετο. αγαλλομένη δε η βασιλίς επί τω γεγονότι και τερπομένη και οίον επαυξήσαι το καλόν σπουδάζουσα τους κατά την ανατολήν Μανιχαίους, ους δη και Παυλικιάνους από των αιρεσιαρχών η κοινολεξία οίδε καλείν, μεταγαγείν εσπούδασε προς ευσέβειαν, ή, ει μη τούτο, εξάραι τελέως και απ' ανθρώπων ποιήσαι. ό δη και πολλών συμφορών την οικουμένην ενέπλησεν. οι γαρ επί τω πράξαι το πρόσταγμα εκπεμφθέντες (ο του Αργυρού δε ην Λέων και ο του Δουκός Ανδρόνικος και ο Σουδάλης) μη μετρίως, αλλ’ αγρίως τω επιτάγματι χρώμενοι τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδοσαν, άλλους δε άλλαις κακών ιδέαις παρέπεμπον και ποικίλοις και παντοδαποίς κολάσεων τρόποις ωσεί δέκα μυριάδας ανδρών απώλεσαν και τας υπάρξεις αυτών εδημοσίευσαν, ως εντεύθεν το λοιπόν απαναγκασθέν πλήθος προς απόστασιν απιδείν. η δε αρχή της αποστάσεως γέγονε τούτον τον τρόπον. εστρατήγει των Ανατολικών Θεόδοτος ο Μελισσηνός, υπηρέτει τούτω την του πρωτομανδάτορος πληρών αρχήν ανήρ τις την κλήσιν Καρβέας, τη πίστει των Μανιχαίων κατάσχετος. ούτος τον εαυτού πατέρα ανεσκολοπίσθαι μαθών και πέραν δεινού το πραχθέν ηγησάμενος, φυγάς μετά και ετέρων ομοπίστων πεντακισχιλίων προς Άμερα παραγίνεται τον της Μελιτηνής αμηράν, κακείθεν προς τον αμερμουμνήν. παρ’ εκείνου δε μετά πολλής αποδεχθέντες τιμής και λόγους ασφαλείας δόντες τε και λαβόντες εξέρχονται μετ’ ου πολύ κατά της ‘Ρωμαίων γης. πόλεις τε ουν ήρξαντο κτίζειν την Αργαούν λεγομένην και την Άμαραν. και επεί προς πολυανδρίαν επεδίδοσαν, αεί συρρεόντων των διά τον φόβον αποκεκρυμμένων Μανιχαίων, προσέθεσαν ταις δυσί πόλεσι και τρίτην, ην Τεφρικήν κατωνόμασαν. εξ ων ορμώμενοι και τω της Μελιτηνής αμηρά συμμιγνύμενοι Άμερι και Αλείμ τω της Ταρσού ουκ έληγον αφειδώς την ‘Ρωμαίων κατατρέχοντες και πημαινόμενοι γην. αλλ’ ο μεν Αλείμ εν τινι των Αρμενίων χώρα μετά του οικείου στρατού απελθών τον βίον κατέστρεψε συν παντί τω αυτώ επομένω στρατεύματι. και ο Άμερ δε προς εμφύλιον εμπεσών στάσιν, του συνάρχοντος αυτώ επαναστάντος (ο του Σκληρού ούτος ελέγετο), προς τοις οικείοις είχε τον νουν και ετέροις πολεμείν ουκ ηυκαίρει, μέχρις αν το αντίπαλον καταγωνισάμενος αδείας έτυχε. τότε γαρ εκεχειρίαν λαβών και άλλως ουκ ειδώς ηρεμείν τω Καρβέα τε ήνωτο και κατά ‘Ρωμαίων έξεισι πανσυδί. αντιστρατεύει δε κατ’ αυτών ο της βασιλίδος αδελφός Πετρωνάς, την του δομεστίκου των σχολών αρχήν διοικών, λόγω μεν τω πρεσβυτέρω αδελφώ Βάρδα προσήκουσαν, έργω δε παρ’ αυτού διοικουμένην τω μη εκείνον σχολάζειν, αλλά περί την επιτροπήν του βασιλέως προσέχειν τον νουν. ούτος τοίνυν ο Πετρωνάς στρατηγός τυγχάνων των Θρακησίων αντιπαρατάττεται κατά τε Άμερ και του Καρβέα. όπως δε συνεπλάκη και οία έδρασε, κατά τον οικείον τόπον η ιστορία δηλώσει.
{Στα μεν δυτικά μέρη της αυτοκρατορίας όλα έβαιναν ομαλά και η πολιτεία πορευόταν με βάση την ορθοδοξία. Η δε αυτοκράτειρα χαιρόταν με το γεγονός και ήταν ευχαριστημένη και, θέλοντας κατά κάποιον τρόπο να επαυξήσει το καλό, σκέφτηκε τους μανιχαίους που ζούσαν στα ανατολικά μέρη, αυτούς που στην καθομιλουμένη ονομάζονται παυλικιάνοι από το όνομα των αιρεσιαρχών τους, να τους προσηλυτίσει στην ορθοδοξία ή, αν δεν μπορούσε να το πετύχει αυτό, να τους εξολοθρεύσει τελείως και να τους αφανίσει. Αυτή η πράξη της ήταν που γέμισε την οικουμένη με μεγάλες συμφορές, διότι εκείνοι οι οποίοι στάλθηκαν για να εκτελέσουν τη διαταγή αυτή (ήταν ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δουξ και ο Σουδάλης), μη κάνοντας χρήση της εξουσίας τους με μετριοπάθεια, αλλά με αγριότητα, άλλους κρεμώντας τους σε ξύλα, άλλους εκτελώντας τους με ξίφος και άλλους τιμωρώντας τους με άλλα είδη ποινών, σκότωσαν με μεγάλη ποικιλία και πολλούς τρόπους βασανιστηρίων έως 100.000 άνδρες και δήμευσαν τις περιουσίες τους, αναγκάζοντας έτσι τους υπόλοιπους να στραφούν στην αποστασία. Ο τρόπος με τον οποίον ξεκίνησε η αποστασία ήταν ο ακόλουθος. Στρατηγός του θέματος των Ανατολικών ήταν ο Θεόδοτος Μελισσηνός και στην υπηρεσία του, με την ιδιότητα του πρωτομανδάτορα, βρισκόταν ένας άνδρας που ονομαζόταν Καρβέας και είχε συλληφθεί ως μανιχαίος. Αυτός, όταν έμαθε ότι ο πατέρας του είχε ανασκολοπιστεί, θεωρώντας την πράξη αυτή ως υπέρτατη συμφορά, κατέφυγε με άλλους 5.000 ομοπίστους του στον Αμρ, τον εμίρη της Μελιτηνής, και από εκεί στο χαλίφη της Βαγδάτης. Εκείνος τους υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές και, αφού αντάλλαξαν διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους, ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα εισέβαλαν στην επικράτεια των Βυζαντινών. Άρχισαν λοιπόν να χτίζουν και πόλεις, τη λεγόμενη Αργαούν και την Άμαρα, και, επειδή η αύξηση πληθυσμού ήταν εμφανής, καθώς κατέφευγαν προς αυτούς πολλοί μανιχαίοι που έως τότε κρύβονταν), προσέθεσαν στις δύο αυτές πόλεις και μια τρίτη, την οποίαν ονόμασαν Τεφρική. Έχοντας ως ορμητήρια τις πόλεις αυτές και συνεργαζόμενοι με τον Αμρ, εμίρη της Μελιτηνής, και τον Αλί, εμίρη της Ταρσού, διενεργούσαν συνεχώς και ανελέητα επιδρομές και λεηλασίες στα βυζαντινά εδάφη. Αλλά ο μεν Αλί εκστράτευσε με τις δυνάμεις του σε κάποια περιοχή της Αρμενίας και εκεί έχασε τη ζωή του ο ίδιος και όσοι στρατιώτες τον ακολούθησαν, ενώ ο Αμρ, έχοντας εμπλακεί σε εμφύλια διαμάχη όταν επαναστάτησε ο υπαρχηγός του (ο λεγόμενος γιος του Σκληρού), είχε το νου του στα δικά του προβλήματα και δεν ευκαιρούσε να πολεμάει και με άλλους, έως ότου κατανίκησε τον αντίπαλό του και μπόρεσε να πάρει ανάσα. Τότε, βρίσκοντας την ευκαιρία και αφού δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να καθίσει ήσυχος, ενώθηκε με τον Καρβέα και εκστράτευσε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των Βυζαντινών. Για την αντιμετώπισή τους εκστράτευσε ο Πετρωνάς, αδελφός της αυτοκράτειρας, ο οποίος ασκούσε την εξουσία του δομέστικου των σχολών, η οποία θεωρητικά ανήκε στον Βάρδα, το μεγαλύτερο αδελφό, αλλά στην πραγματικότητα την ασκούσε ο ίδιος, καθώς ο Βάρδας δεν προλάβαινε, μια και ήταν απασχολημένος ως επίτροπος του αυτοκράτορα. Αυτός λοιπόν ο Πετρωνάς, ο οποίος τότε διατελούσε στρατηγός του θέματος των Θρακησίων, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δυνάμεις του Αμρ και του Καρβέα. Τον τρόπο με τον οποίον συνεπλάκη μαζί τους και τη δράση του θα τα εξιστορήσουμε όταν έλθει η ώρα τους.}
Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 98, 82 - 99, 7:
Έκρινε γουν άμα τω βασιλεί κατά των Ισμαηλιτών εκστρατεύσαι και του της Μελιτηνής αμηρεύοντος Άμερ, άρτι εις άνδρας τελούντι εξ αγενείων, ως δ’ ουν της των εναντίων επέβησαν γης και κατά τα Σαμόσατα εγένοντο (πόλις δε τα Σαμόσατα των παρευφρατιδίων, δυνάμει τε βρίθουσα και ισχύϊ), ταύτην επεχείρουν πολιορκείν. Εμποιησαμένων δε των Σαρακηνών δειλίαν και συγκεκλεικότων ένδον εαυτούς και μηδενός εκπηδώντος του τείχους τάχα διά δειλίαν της βασιλικής δυνάμεως, αμελώς και αφυλάκτως οι ‘Ρωμαίοι διήγον. κατά δε την τρίτην της εφεδρείας ημέραν (η κυρία δε ην και πρώτη των ημερών) της αναιμάκτου θυσίας επιτελουμένης, εν η των θείων μετασχείν έμελλον μυστηρίων, τας πύλας οι Σαρακηνοί διαπετάσαντες και μεθ’ όπλων εκπεπηδηκότες πάντοθεν επιτίθενται τοις ‘Ρωμαίοις. οι δε τω αδοκήτω καταπλαγέντες της επιθέσεως ευθύς προς φυγήν ώρμησαν. ένθα και Μιχαήλ ο βασιλεύς μόλις που τον ίππον αναβάς εργωδώς διεσώθη, της αποσκευής πάσης του βασιλέως και των στρατιωτών ληφθείσης παρά των πολεμίων, του των Μανιχαίων εξηγουμένου Καρβέα μάλλον των άλλων αριστεύσαντος και καταβαλόντος ου μόνον πολλούς των αφανών της στρατιάς, αλλά και ζωγρία λαβόντος ουκ ολίγους των επιφανών στρατηγών και τουρμάρχας των εκατόν ουκ ελάττους, ων οι μεν άλλοι λύτρα δόντες απελύθησαν, μόνος δε Σηών ο στρατηγός τη φυλακή εναπέψυξε.
{Έκρινε λοιπόν φρόνιμο να συνεκστρατεύσει με τον αυτοκράτορα, ο οποίος πρόσφατα είχε ενηλικιωθεί, εναντίον των Αράβων και του Αμρ, εμίρη της Μελιτηνής. Μόλις εισέβαλαν λοιπόν στην εχθρική επικράτεια και έφτασαν στα Σαμόσατα (τα Σαμόσατα ήταν μία από τις πόλεις που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, γεμάτη δύναμη και ισχύ), επιχείρησαν να τα πολιορκήσουν. Οι Βυζαντινοί ενεργούσαν με αμέλεια και χωρίς να παίρνουν προφυλάξεις, διότι οι Άραβες προσποιήθηκαν ότι δειλιάζουν, κλείστηκαν στην πόλη και κανείς δεν έβγαινε από τα τείχη, φοβούμενοι δήθεν την αυτοκρατορική δύναμη. Όμως, την τρίτη ημέρα της πολιορκίας (ημέρα Κυριακή) και ενώ ετελείτο η Θεία Κοινωνία και όλοι ετοιμάζονταν να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων, οι Άραβες άνοιξαν διάπλατα τις πύλες και πήδηξαν έξω πάνοπλοι και επιτέθηκαν στους Βυζαντινούς απ’ όλες τις μεριές. Οι δε Βυζαντινοί, έχοντας αιφνιδιαστεί από το απροσδόκητο της επίθεσης, τράπηκαν αμέσως σε φυγή. Τότε και ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ μόλις που πρόλαβε να καβαλήσει το άλογό του και να αποδράσει με πολλούς κόπους, ενώ όλη η αυτοκρατορική αποσκευή και οι αποσκευές των στρατιωτών έπεσαν στα χέρια των εχθρών. Στη μάχη διακρίθηκε περισσότερο απ’ όλους ο Καρβέας, ο αρχηγός των μανιχαίων, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε πολλούς απλούς στρατιώτες, αλλά και αιχμαλώτισε πολλούς επιφανείς στρατηγούς και τουρμάρχες, όχι λιγότερους από εκατό. Από αυτούς οι μεν άλλοι έδωσαν λύτρα και αφέθηκαν ελεύθεροι και μόνον ο στρατηγός Σηών ξεψύχησε στη φυλακή.}
Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 135, 1-13:
και πρότερον μεν κατά της Τεφρικής, ης ο Χρυσόχειρ ηγείτο, επ’ ανδρεία και συνέσει διαφέρειν δοκών και σφόδρα τα ‘Ρωμαίων κατατρέχων και ληϊζόμενος. κατά τούτου και της πόλεως εκστρατεύει ο βασιλεύς. του δε μη υποστάντος την επέλευσιν, αλλ’ είσω τειχών γενομένου, καταδραμών την υπ’ αυτόν άπασαν χώραν ο βασιλεύς και ληϊσάμενος, και προς αυτώ τω τείχει της Τεφρικής έθετο την παρεμβολήν, διά προσεδρείας μακράς ελείν το έρυμα οιηθείς. επεί δε κατενόησε πάντοθεν κατωχυρωμένον αυτό, και ανέλπιστον ην αλωθήναι πολιορκία (ήδη γαρ κατεδήδοτο και πάντα τα εν τη χώρα αναγκαία), έλυσε την πολιορκίαν, τα πλησιάζοντα τη Τεφρική φρούρια εκπορθήσας, την Άβαραν, τον Κοπτόν, την Σπάθην και άλλα πολλά.
{Πρώτα επιτέθηκε εναντίον της Τεφρικής, αρχηγός της οποίας ήταν ο Χρυσόχειρ, ο οποίος είχε τη φήμη εξαιρετικά γενναίου και συνετού άνδρα και διενεργούσε συχνές επιδρομές και λεηλασίες εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Εναντίον αυτού και της πόλης του εκστράτευσε ο αυτοκράτορας (Βασίλειος Α΄). Καθώς ο Χρυσόχειρ δεν άντεξε την επίθεση και κλείστηκε μέσα στα τείχη, ο αυτοκράτορας επέδραμε και λεηλάτησε όλα τα εδάφη που βρίσκονταν υπό την εξουσία του Χρυσόχειρα, στρατοπεδεύοντας έξω από τα ίδια τα τείχη της Τεφρικής, ελπίζοντας να καταλάβει τις οχυρώσεις της κατόπιν μακρόχρονης πολιορκίας. Επειδή όμως αντιλήφθηκε ότι η πόλη ήταν ισχυρά οχυρωμένη από παντού και δεν υπήρχε ελπίδα να καταληφθεί κατόπιν πολιορκίας– διότι ήδη είχαν καταστραφεί όλα τα εφόδια που βρίσκονταν στην ύπαιθρο– έλυσε την πολιορκία, καταλαμβάνοντας τα φρούρια στα περίχωρα της Τεφρικής, την Άβαρα, τον Κοπτό, τη Σπάθη και πολλά άλλα.}
Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Iohannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin - New York 1973), 138, 65-140, 40:
Τω δ’ επιόντι χρόνω του των Μανιχαίων εξηγουμένου Χρυσόχειρος εις την των ‘Ρωμαίων εμβαλόντος βαρεί στρατώ και ταύτην ληϊζομένου αποστέλλει κατ’ αυτού συνήθως ο βασιλεύς τον των σχολών εξηγούμενον. ούτος δε πάντα τον ‘Ρωμαϊκόν στρατόν συμπαρειληφώς, επειδή σταδαία μάχη κρίναι το παν εδειλία, παρείπετο τέως αυτώ από τινος διαστήματος και τας μερικάς ανείργε καταδρομάς και ου συνεχώρει κατά της χώρας αδεώς διασκίδνασθαι. ως ουν τα μεν δρων, τα δε απρακτών ο βάρβαρος ήδη και της προς τα οίκοι επανόδου εμέμνητο, και μετά λείας συχνής υπέστρεψεν, ο δομέστικος των σχολών δύο των στρατηγών αφώρισε, τον τε του Χαρσιανού και των Αρμενιακών, μετά της περί αυτόν δυνάμεως έκαστον συμπαρομαρτείν τω Χρυσόχειρι άχρι του λεγομένου Βαθυρρύακος, κακείθεν ει μεν επαφήσει, φησί, κατά των ‘Ρωμαϊκών ορίων στρατόν, δήλα θέσθαι αυτώ τα περί τούτου, ει δ’ οίκαδε αμεταστρεπτί βαδίζειεν, εάσαντας τούτον αύθις επανελθείν προς αυτό. εσπέρας ουν καταλαβούσης, και του βαρβαρικού στρατεύματος γεγονότος κατά τον Βαθυρρύακα αυλισαμένου τε κατά την του όρους υπώρειαν, των δε ειρημένων στρατηγών κατασχόντων τα τούτου μετεωρότερα και το μέλλον αποσκοπούντων, εμπίπτει τις έρις περί πρωτείων και άμιλλα τοις των δύο θεμάτων στρατιώταις. οι μεν γαρ του Χαρσιανού εαυτοίς τα της ανδρείας ενίσταντο αρμόζειν πρωτεία, έμπαλιν δε εαυτοίς οι Αρμενιακοί. ως ουν επί πλείστον εχώρει τα της φιλονεικίας και προς το μεγάλαυχον εκάτερον έρρεπε των ταγμάτων, ενταύθα δη λέγεται παρά τινος λεχθήναι του των Αρμενιακών συστήματος, ως “ίνα τι μάτην, ω συστρατιώται, απρεπώς θρασυνόμεθα, εξόν τοις έργοις αναμφισβήτητον αρετήν επιδείξασθαι, οι πολέμιοι γαρ ου μακράν, και έξεστιν επί των έργων φανήναι τους αριστείς.” τους τοιούτους τοίνυν λόγους διενωτισθέντες οι στρατηγοί και την προς ανδρείαν ορμήν κατανοήσαντες του λαού, καταμαθόντες δε και την από του τόπου βοήθειαν, ότι εξ υπερδεξίων μέλλουσιν επιτίθεσθαι τοις πολεμίοις εν κοίλω κειμένοις τόπω, διχή διαιρούσι την δύναμιν. και το μεν έκκριτον ταύτης άχρις εξακοσίων μετ’ αυτών γε των στρατηγών προσβαλείν εκρίθη τω των βαρβάρων στρατώ. το δε λοιπόν και ευαρίθμητον της ‘Ρωμαϊκής στρατιάς εις δόκησιν πλήθους αυτού που συσκευάσαντες προς τα μετέωρα και σύνθημα δόντες, ίν’ όταν ούτοι προσβάλωσι τοις εχθροίς, κακείνον συν αλαλαγμώ μεγίστω και σάλπιγξιν εκπληκτικήν βοήν αναρρήξωσι, συνεπηχούντων και των ορέων, και ούτως αφανώς διά της νυκτός τη στρατοπεδεία των εχθρών πλησιάζωσι. και τοιούτου δοθέντος συνθήματος, ούπω του ηλίου τας ακρωρείας αυγάζοντος, βοή στιβαρά παιανίσαντες και το “σταυρός νενίκηκε” συμβοήσαντες επιτίθενται τοις εχθροίς, συνεπαλαλαξάντων από του όρους και των λοιπών. ευθύς ουν οι βάρβαροι των ανελπίστω καταπλαγέντες και μήτε συστήναι, μήτε το επιόν πλήθος, όσον εστί, λαβόντες καιρόν κατιδείν, μήτ’ άλλο το σωτήριον εαυτοίς εκ του παραχρήμα βουλεύσασθαι, ώρμησαν προς φυγήν. των ουν διωκόντων ‘Ρωμαίων και τους μη συνόντας επιβοωμένων στρατηγούς και τα τάγματα και τον των σχολών αφηγούμενον, καθάπερ αυτοίς συνετέτακτο, και των φευγόντων εις πλείονα συνελαυνομένων φόβον και ταραχήν, συνέβη μέχρι μιλίων τριάκοντα γενέσθαι την δίωξιν και τον μεταξύ χώρον απείροις καταστρωθήναι νεκροίς. τότε δη και ο αναιδής Χρυσόχειρ συν ολίγοις φεύγων των μετ’ αυτού, επεί καταδιώκειν έγνω ‘Ρωμαίόν τινα Πουλάδην την προσηγορίαν, ον αιχάλωτον έλαβέ ποτε κατά την Τεφρικήν και διά αστεϊσμόν και χάριτα και συνήθη είχε και γνώριμον, θεασάμενος αυτόν και γνωρίσας, επιστραφείς· “τι σοι”, φησίν, “ω άθλιε, διεπραξάμην, Πουλάδη, κακόν, ότι με ούτω καταδιώκεις μανιωδώς επιθυμών ανελείν;” ο δε συντόμως υπολαβών· “των ευεργεσιών σου, πάτρων, την αμοιβήν”, έφη, “αποδούναί σοι κατά την παρούσαν ημέραν πεποιθώς ειμι εν θεώ.” ο μεν ουν προήει οίά τις εμβρόντητος και βεβλαμένος τας φρένας, ο δε εφείπετο μετ’ ευτολμίας νεανικής. τάφρω δε βαθεία ο διωκόμενος εντυχών και υπερπηδήσαι ταύτην τον ίππον μη συγχωρών βάλλεται κατόπιν παρά του Πουλάδη φθάσαντος κοντώ κατά της πλευράς. και ο μεν ευθέως περιδινηθείς τω αλγήματι κατερρύη του ίππου, των δε συν αυτώ τις (Διακονίτζης τούτω ην το επώνυμον) του ίππου ρίψας εαυτόν επιμελείας ηξίου τον πεσόντα, τοις τε οικείοις γόνασι την εκείνου κεφαλήν επιθείς και το συμβάν οδυρόμενος. εν τοσούτω δε προσγίνονται τω Πουλάδη και έτεροι, και καθαλλόμενοι των ίππων την του Χρυσόχειρος αποτέμνουσι κεφαλήν ήδη θανατώντος και εκλιμπάνοντος. δεσμούσι δε και τον Διακονίτζην και τοις άλλοις αιχμαλώτοις συγκαταλέγουσιν. ευθύς ουν ευαγγέλια προς τον βασιλέα εκπέμπονται, μεθ’ ων ην και η του Χρυσόχειρος κεφαλή. πεσόντος ουν του Χρυσόχειρος συναπεμαράνθη πάσα η ανθούσα της Τεφρικής ευανδρία. και τα μεν κατά την Τεφρικήν τοιούτον έσχε το τέλος, και εν ώρα μιά η επί μείζον δόξης αρθείσα ύψος των Μανιχαίων πληθύς ωσεί καπνός διελύθη.
{Το επόμενο έτος, καθώς ο Χρυσόχειρ, ο αρχηγός των μανιχαίων, εισέβαλε με ισχυρό στράτευμα στα βυζαντινά εδάφη και τα λεηλατούσε, ο αυτοκράτορας στέλνει εναντίον του, όπως συνήθιζε, το διοικητή του τάγματος των σχολών. Αυτός πήρε μαζί του το σύνολο των βυζαντινών στρατευμάτων, αλλά, καθώς φοβόταν να διακινδυνεύσει τα πάντα σε μάχη εκ παρατάξεως, ακολουθούσε το Χρυσόχειρα από κάποια απόσταση, περιορίζοντας τις μικρής κλίμακας επιδρομές του τελευταίου και μη επιτρέποντάς του να διασπείρει άφοβα τις δυνάμεις του στην ύπαιθρο. Όταν λοιπόν ο βάρβαρος, άλλα πράττοντας και άλλα μην μπορώντας να πράξει, αποφάσισε να επιστρέψει στα εδάφη του και βάδιζε φορτωμένος πολλά λάφυρα, ο δομέστικος των σχολών διέταξε δύο στρατηγούς, αυτούς του Χαρσιανού και των Αρμενιάκων, να ακολουθήσουν με τις δυνάμεις τους το Χρυσόχειρα έως τον λεγόμενο Βαθυρρύακα και, αν από εκεί στείλει στρατεύματα κατά των παραμεθόριων βυζαντινών επαρχιών, να ενημερώσουν τον ίδιο το δομέστικο, αν όμως βαδίσει κατευθείαν προς την πατρίδα του να τον αφήσουν και να γυρίσουν πίσω. Το στράτευμα των βαρβάρων έφτασε στον Βαθυρρύακα και στρατοπέδευσε στους πρόποδες του όρους. Ενώ δε οι προαναφερθέντες στρατηγοί είχαν εγκατασταθεί στις κορυφές του όρους και σκέφτονταν τις επόμενες ενέργειές τους, ξεσπάει κάποια φιλονικία και άμιλλα ανάμεσα στους στρατιώτες των δύο θεμάτων για το ποιοι είναι καλύτεροι, διότι οι μεν στρατιώτες του Χαρσιανού υποστήριζαν ότι σε αυτούς ανήκει το πρωτείο της γενναιότητας, οι Αρμενιάκοι πάλι υποστήριζαν το ίδιο για τους εαυτούς τους. Καθώς λοιπόν η φιλονικία έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις και οι άνδρες των δύο στρατιωτικών σωμάτων προχωρούσαν σε μεγαλοστομίες, στο σημείο αυτό λέγεται ότι ένας από τους στρατιώτες του θέματος των Αρμενιακών είπε: «Συνάδελφοι, γιατί μάταια αποθρασυνόμαστε σε σημείο απρέπειας; Υπάρχει τρόπος να δείξουμε αναμφισβήτητη ανδρεία με τα έργα, καθώς ο εχθρός δεν είναι μακρυά και μπορούν με τις πράξεις να φανούν οι γενναίοι». Ακούγοντας τα λόγια αυτά και καταλαβαίνοντας την προθυμία των στρατιωτών να δείξουν γενναιότητα, βλέποντας επίσης τη στρατηγική αξία της τοποθεσίας και ότι επρόκειτο να επιτεθούν από ψηλά σε εχθρούς που βρίσκονταν σε κοιλάδα, οι στρατηγοί χώρισαν το στράτευμα σε δύο μέρη. Τους πλέον επίλεκτους, οι οποίοι ήσαν περίπου 600, οι στρατηγοί αποφάσισαν να τους οδηγήσουν οι ίδιοι στην επίθεση εναντίον του στρατού των βαρβάρων. Το άλλο τμήμα της στρατιάς των Βυζαντινών, το μικρότερο, το τοποθέτησαν κάπου εκεί στην κορυφή και έλαβαν τα μέτρα τους ώστε να δίνει την εντύπωση μεγάλου πλήθους, συμφωνώντας εκ των προτέρων σε ένα σύνθημα με το οποίο, όταν το πρώτο τμήμα θα προσέβαλλε τους εχθρούς, οι άνδρες του δευτέρου τμήματος θα προκαλούσαν τρομερή βοή με αλαλαγμούς και ήχους σαλπίγγων, έτσι ώστε να αντιλαλούν τα γύρω βουνά. Έτσι προετοιμασμένοι οι Βυζαντινοί, πλησιάζουν στο στρατόπεδο των εχθρών υπό την κάλυψη της νύχτας. Όταν δόθηκε το συμφωνημένο σύνθημα, και ενώ ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει ακόμη από τις κορυφογραμμές, φωνάζοντας δυνατά και κραυγάζοντας όλοι μαζί την ιαχή «σταυρός νενίκηκε» επιτέθηκαν στους εχθρούς, ενώ ταυτοχρόνως οι υπόλοιποι φώναζαν και αυτοί από το βουνό. Αμέσως λοιπόν οι βάρβαροι, έχοντας αιφνιδιαστεί από την ξαφνική επίθεση και μη έχοντας καιρό να αμυνθούν ή να υπολογίσουν τον αριθμό των επιτιθεμένων, μήτε μπορώντας άμεσα να σκεφθούν κάτι σωτήριο για αυτούς, τράπηκαν σε φυγή. Καθώς οι Βυζαντινοί που τους καταδίωκαν φώναζαν συνέχεια και τους υπόλοιπους στρατηγούς των θεμάτων και τα τάγματα και το δομέστικο των σχολών, που δεν ήσαν παρόντες στη μάχη, οι παυλικιανοί έφευγαν κυριευμένοι από μεγαλύτερο φόβο και ταραχή. Η καταδίωξη κράτησε επί 30 μίλια και ο ενδιάμεσος χώρος στρώθηκε με αμέτρητα πτώματα. Τότε και ο θρασύδειλος Χρυσόχειρ, έχοντας τραπεί σε φυγή, μαζί με λίγους άνδρες της συνοδείας του, κατάλαβε ότι τον καταδίωκε κάποιος Βυζαντινός ονόματι Πουλάδης, που κάποτε ήταν αιχμάλωτος στην Τεφρική και ο Χρυσόχειρ τον είχε φίλο και συνοδό χάριν αστεϊσμού. Βλέποντάς τον και αναγνωρίζοντάς τον, στράφηκε προς τα πίσω και φώναξε: «Άθλιε Πουλάδη, τι κακό σου έκανα και με καταδιώκεις με τέτοια μανία, θέλοντας να με σκοτώσεις;». Ο δε Πουλάδης του απάντησε λακωνικά: «Αφέντη, πιστεύω στο Θεό ότι σήμερα θα σου ανταποδώσω τις ευεργεσίες σου». Ο μεν Χρυσόχειρ λοιπόν έτρεχε σαν εμβρόντητος και τρελός, ο δε Πουλάδης ακολουθούσε με νεανική τόλμη. Καταδιωκόμενος ο Χρυσόχειρ, φτάνει μπροστά σε μια βαθιά τάφρο, την οποία δεν άφησε το άλογό του να την υπερπηδήσει. Εν τω μεταξύ, φτάνει και ο Πουλάδης και τον χτυπά με κοντάρι στα πλευρά. Ο Χρυσόχειρ, χάνοντας την ισορροπία του από το τραύμα, έπεσε από το άλογο. Ένας από τη συνοδεία του (το όνομά του ήταν διακονίτζης) κατέβηκε αμέσως από το άλογό του και ζήτησε να περιποιηθεί τον τραυματία, στηρίζοντας το κεφάλι του Χρυσόχειρα στα γόνατά του και κλαίγοντας για το συμβάν. Τη στιγμή εκείνη φτάνουν και άλλοι σε ενίσχυση του Πουλάδη, πηδούν από τα άλογά τους και κόβουν το κεφάλι του Χρυσόχειρα, ο οποίος ήταν ήδη ετοιμοθάνατος και ξεψυχούσε, συλλαμβάνουν το διακονίτζη και τον βάζουν μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Αμέσως λοιπόν αναγγέλλεται το χαρμόσυνο γεγονός στον αυτοκράτορα και μαζί αποστέλλεται και το κεφάλι του Χρυσόχειρα. Όταν λοιπόν σκοτώθηκε ο Χρυσόχειρ, παρήκμασε και όλη η έως τότε ακμάζουσα ανδρεία της Τεφρικής. Τα μεν γεγονότα τα σχετικά με την Τεφρική τέτοιο τέλος είχαν και μέσα σε μία ώρα ο λαός των μανιχαίων, ο οποίος είχε δοξαστεί πάρα πολύ, διαλύθηκε σαν καπνός.}