1. Ελληνιστική περίοδος
Σχετικά με την παραγωγή ελληνιστικών ψηφιδωτών στο Πέργαμον έχουμε την τύχη να αντλούμε πληροφορίες όχι μόνο από τα ίδια τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και από τις αρχαίες γραπτές πηγές. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) αναφέρει το Πέργαμον ως τόπο δράσης του Σώσου, ενός από τους λίγους γνωστούς ψηφιδογράφους της κλασικής Αρχαιότητας1 και του μοναδικού που παραδίδεται σε αρχαίο κείμενο. Σύγχρονες μελέτες αναφέρουν ότι η περίοδος δράσης του Σώσου χρονολογείται προ του 133 π.Χ.2
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Σώσος κατασκεύασε στο Πέργαμον έναν «ασάρωτο οίκο», δηλαδή την ψηφιδωτή απεικόνιση ενός ασκούπιστου δαπέδου έπειτα από ένα γεύμα, η οποία αποδίδει τη συνήθεια των καλεσμένων να πετούν στο πάτωμα τα υπολείμματα των φαγητών που κατανάλωναν. Το αυθεντικό έργο του Σώσου, που ήταν πολύχρωμο, κατά την περιγραφή του Πλίνιου, έχει χαθεί, ωστόσο διατηρούνται ρωμαϊκά αντίγραφά του· το καλύτερο από αυτά, που έχει κατασκευαστεί με την τεχνική του , βρίσκεται στο Museo Gregoriano Profano του Βατικανού. Αυτό φέρει την υπογραφή του δημιουργού του: «ΗΡΑΚΛΙΤΟΣ ΗΡΓΑΣΑΤΟ», η οποία με τη σειρά της μας γνωστοποιεί το όνομα ενός μεταγενέστερου ψηφιδογράφου, πιθανόν του 2ου αιώνα μ.Χ. Σε αυτό το αντίγραφο αποδίδονται, διάσπαρτα στην επιφάνεια, κόκαλα από κοτόπουλο, θαλάσσια όστρακα, σκελετοί ψαριών, δαγκάνες αστακών, αχινοί, καρποί κ.ά. Ο ρεαλισμός ως προς την απόδοση της μορφής των αντικειμένων (αν και όχι ως προς τις μεταξύ τους αναλογίες), η συνεπής απόδοση της φωτοσκίασης, αλλά και η ίδια η ταύτιση θέματος (δηλ. ενός λερωμένου πατώματος) και αρχιτεκτονικής τοποθέτησης του ψηφιδωτού συντελούν στη δημιουργία μιας παράστασης στην οποία προκαλείται οφθαλμαπάτη (trompe l’œil). Επιπλέον, η απεικόνιση της μορφής ενός ποντικιού εμπλουτίζει την παράσταση με ένα αφηγηματικό στοιχείο, συμβάλλει στο φυσιοκρατικό χαρακτήρα της εικόνας και λειτουργεί σαν ανεπιθύμητη, «τρομακτική» λεπτομέρεια, που προσδίδει στην παράσταση παιχνιδιάρικο τόνο.
Αμέσως μετά την αναφορά στον «ασάρωτο οίκο», ο Πλίνιος περιγράφει την ψηφιδωτή απεικόνιση περιστεριών που στέκονται επάνω στο χείλος ενός κυπέλλου.3 Και αυτό το ψηφιδωτό έχει εμπνεύσει πολυπληθείς αντιγραφές, η γνωστότερη των οποίων προέρχεται από τη βίλα του Αδριανού στο Τίβολι και εκτίθεται στα Musei Capitolini της Ρώμης. Οι ψηφίδες του με τα έντονα χρώματα αποδίδουν φυσιοκρατικά τα μορφολογικά και χρωματικά χαρακτηριστικά των πτηνών, τις αντανακλάσεις επάνω στη στιλπνή επιφάνεια του μεταλλικού αγγείου και τους κυματισμούς στην επιφάνεια του νερού, όπου πίνουν νερό τα περιστέρια. Αν και το κείμενο του Πλίνιου δε διευκρινίζει εάν το ψηφιδωτό με τα περιστέρια αποτελούσε τμήμα του «ασάρωτου οίκου», το βέβαιο είναι ότι και αυτό βρισκόταν στο Πέργαμον.4
Τα σημαντικότερα ελληνιστικά ψηφιδωτά του Περγάμου που έχουν βρεθεί in situ κοσμούσαν το συγκρότημα των Ανακτόρων των Ατταλιδών στη ΒΑ πλευρά της ακρόπολης και, συγκεκριμένα, το Ανάκτορο IV και το Ανάκτορο V. Τα γνωστότερα από αυτά, εκείνα του Ανακτόρου V, χρονολογημένα στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ., κοσμούσαν τη λεγόμενη «Αίθουσα του βωμού» και το «Βορειοδυτικό δωμάτιο». Σχετικά με τη σύνθεση του πρώτου δαπέδου αντλούμε πολύτιμα στοιχεία από τα σχέδια των ανασκαφέων που το αποκάλυψαν, εφόσον λίγο μετά την εύρεσή του υπέστη σημαντικές φθορές. Το δάπεδο έφερε πέντε εμβλήματα σε ορθογώνια πλαίσια, εκ των οποίων μόλις τα τρία διασώθηκαν σε αποσπασματική κατάσταση: δύο θεατρικές μάσκες –μία τραγική και μία κωμική– και η μορφή ενός παπαγάλου. Ο παπαγάλος είναι εκτελεσμένος σε και η ακρίβεια στην απόδοση της μορφολογίας του έχει επιτρέψει την ταύτισή του με συγκεκριμένο είδος, τον “psittacus torquatus”.5 Η διακόσμηση του δαπέδου συμπληρώνεται με ταινίες επαναλαμβανόμενων μοτίβων σε ποικίλα χρώματα (π.χ. , ρόμβων), , φρουτογιρλάντες και μικρά πτηνά, όλα εκτελεσμένα σε opus tessellatum. Το δάπεδο του «Βορειοδυτικού δωματίου» είναι κατεστραμμένο στο κέντρο και φέρει γύρω του διαδοχικές διακοσμητικές ταινίες. Μεταξύ αυτών απεικονίζεται μία μικρή περγαμηνή να φέρει την υπογραφή του ψηφιδογράφου («ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ ΕΠΟΙΕΙ») και να συγκρατείται στις γωνίες της από κομμάτια κόκκινου κεριού. Μία από τις γωνίες της περγαμηνής έχει ξεκολλήσει αφήνοντας σκιά επάνω στην υποτιθέμενη επιφάνεια επικόλλησής της. Η συγκεκριμένη απόδοση της περγαμηνής είναι ενδεικτική της φυσιοκρατικής τάσης και της τεχνικής ποιότητας των ψηφιδωτών του Περγάμου. Τα συμπεράσματα που μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με την ελληνιστική παραγωγή ψηφιδωτών στο Πέργαμον είναι ότι ασκείται ευρέως η τεχνική του opus tessellatum και ειδικότερα του opus vermiculatum, τα ψηφιδωτά έχουν υψηλή ποιότητα, προφανώς μιμούνται έργα της ζωγραφικής, ενώ δίνεται έμφαση στη φυσιοκρατική, λεπτομερειακή απόδοση των εικονιστικών θεμάτων. Ως αποτέλεσμα, κάποια ψηφιδωτά μετά την αρχική εκτέλεσή τους γίνονται πρότυπα προς μίμηση για μακρό χρονικό διάστημα σε έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο. Το γεγονός αυτό φανερώνει τη μετακίνηση των καλλιτεχνών-ομάδων που κατασκεύαζαν ψηφιδωτά, την αλυσιδωτή μίμηση μεταξύ των δημιουργών και τη δημοτικότητα και αντιγραφή των ελληνιστικών δημιουργιών κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η οποία είναι αντίστοιχη με εκείνη που συναντάμε και στη ζωγραφική. 2. Ρωμαϊκή περίοδος
Η μετάβαση από την Ελληνιστική στη Ρωμαϊκή περίοδο χαρακτηρίζεται από σχεδόν αδιάκοπη οικονομική ανάπτυξη των πόλεων της Μικράς Ασίας. Ιδιαιτέρως για το Πέργαμον, περισσότερο απ’ όσο για οποιαδήποτε άλλη μικρασιατική πόλη, μπορούμε να διαπιστώσουμε την εξέλιξη στην παραγωγή των ψηφιδωτών χωρίς σημαντικές ενδιάμεσες χρονικές απώλειες. Η εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας το 129 π.Χ. ορίζεται ως συμβατικό χρονικό όριο για τη διάκριση μεταξύ ελληνιστικών και ρωμαϊκών ψηφιδωτών. Σε αυτή την περίοδο μετάβασης ανήκουν, μεταξύ άλλων, ψηφιδωτά δάπεδα σε opus tessellatum με ανεικονικές διακοσμήσεις που φέρουν τυπικά ελληνιστικά μοτίβα, π.χ. , κύματα, ζατρίκιο, φολιδωτές οξυκόρυφες γλωσσίδες, μαιάνδρους, κύβους. Η απόδοση κάποιων από αυτά, όπως των μαιάνδρων και των κύβων, με προοπτική συνεχίζει την ελληνιστική παράδοση της οφθαλμαπάτης. Παράλληλα, αυτή την περίοδο εμφανίζονται στοιχεία που οφείλονται σε ιταλικές επιδράσεις, π.χ. ασπρόμαυρα μοτίβα, απεικονίσεις στο κέντρο του δαπέδου σε τεχνική . Σταδιακά γίνονται σαφέστερες οι επιδράσεις από την Ιταλία, χωρίς ωστόσο να εκλείπουν οι αναμνήσεις της ελληνιστικής παραγωγής. Χαρακτηριστικό της δεύτερης κατηγορίας είναι το ψηφιδωτό δάπεδο ενός δωματίου που βρίσκεται βόρεια του περιστυλίου της αυλής του επονομαζόμενου «Κτηρίου Ζ». Το κέντρο του δαπέδου καταλαμβάνει η εικόνα ενός Σιληνού και του νεαρού Διονύσου, που κατ’ ασυνήθιστο τρόπο απεικονίζονται από το ύψος του στήθους και άνω. Η κεντρική εικόνα πλαισιώνεται από ένα τοπίο κύβων και μαιάνδρων που έχουν αποδοθεί με προοπτική, ενώ ακολουθούν διαδοχικές ζώνες επαναλαμβανόμενων μοτίβων (κύμα, τετράγωνα, μονοχρωματικές ζώνες). Προσωπεία πληρούν τις γωνίες της μιας εκ των ζωνών που περιβάλλουν το κεντρικό θέμα. Το ψηφιδωτό θυμίζει τις ελληνιστικές δημιουργίες της Δήλου, τόσο ως προς τo εικονιστικό θέμα (μορφές Διονύσου, Σιληνού, προσωπεία) όσο και ως προς την αλληλουχία και την απόδοση των μοτίβων.6
Από την άλλη πλευρά, σε άλλο δωμάτιο του ίδιου κτηρίου, δυτικά του περιστυλίου της αυλής, γίνεται φανερή η εισροή των ιταλικών στοιχείων. Σε αυτό η εικονιστική διακόσμηση του δαπέδου αποτελείται από δεκαέξι οκτάγωνα που περιβάλλονται από πλοχμό και κοσμούνται με διονυσιακά θέματα (θεατρικές μάσκες, τίγρης, πάνθηρας, σάτυρος, μαινάδα, κοκόρια) επάνω σε σκουρόχρωμο τοπίο. Η τρισδιάστατη απόδοση των μορφών είναι το ελληνιστικό στοιχείο του ψηφιδωτού. Ωστόσο, τα οκταγωνικά πλαίσια, η εκτεταμένη χρήση του πλοχμού και τα αυστηρά γεωμετρικά μοτίβα που πληρούν τα εξωτερικά τμήματα του δαπέδου αποτελούν χαρακτηριστικά της Ρωμαϊκής περιόδου. Καταλήγοντας, μπορούμε να πούμε ότι τα Ρωμαϊκά χρόνια είναι για τα ψηφιδωτά του Περγάμου μια περίοδος κατά την οποία παρατηρείται η διατήρηση των ελληνιστικών στοιχείων και η βαθμιαία εισαγωγή ιταλικών, γεγονός στο οποίο πιθανόν συντέλεσε ο σημαντικός αριθμός Ιταλών που είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στις δυτικές ακτές ήδη από τον 1ο αι. π.Χ.7 |
1. Plin., HN 36.184. Για τα γνωστά, κυρίως μέσω υπογραφών, ονόματα αρχαίων ψηφιδογράφων βλ. Donderer, M., Die Mosaizisten der Antike und ihre wirtschaftliche und soziale Stellung. Eine Quellestudie (Erlangen 1989). 2. Dunbabin, M.D., Mosaics of the Greek and Roman World (Cambridge 1999), σελ. 27. 3. Plin., HN 36.184. 4. Την άποψη ότι τα περιστέρια αποτελούσαν το κεντρικό τμήμα του «ασάρωτου οίκου» εκφράζουν οι Parlasca, K., “Das pergamenische Taubenmosaik und der sogenannte Nestor-Becher”, JdI 78 (1963), σελ. 256-293 και Donderer, M., “Die antiken Pavimenttypen und ihre Benennungen”, JdI 102 (1987), σελ. 365-377. 5. Hansen, E.V, The Attalids of Pergamon (Ithaca-London 1971), σελ. 372. Ανάλογες ταυτίσεις έχουν επιτευχθεί για τα περίφημα πομπηιανά ψηφιδωτά με θαλάσσια ζώα, βλ. Capaldo, L. – Moncharmont, U., “Animali di ambiente marino in due mosaici pompeiani”, RstPomp 3 (1989), σελ. 53-68· De Puma, R.D., The Roman Fish Mosaic (Diss. Bryn Mawr College 1969). Για ταυτίσεις πουλιών σε ψηφιδωτά βλ. Tammisto, A., Birds in mosaics: a study on the representation of birds in Hellenistic and Romano-Campanian tessellated mosaics to the early Augustan age (Rome 1997)· Tammisto, A., “Representations of the Kingfisher (Alcedo atthis) in Graeco-Roman Art”, Arctos 19 (1985), σελ. 215-242. 6. Βλ. π.χ. τα ψηφιδωτά της «Οικίας των Προσωπείων»: Bruneau, P., Le mosaïques (Exploration archéologique de Délos XXIX, Paris 1972), σελ. 240-261. 7. Salzmann, D., “Mosaiken und Pavimente in Pergamon. Vorbericht der Kampagnen 1989 und 1990”, AA (1991), σελ. 437-439. |