1. Θέση
Το οικοδόμημα (αρ.24) εντοπίστηκε στη βόρεια πλευρά της δημόσιας αγοράς (αρ.18) της Εφέσου. Στα ανατολικά του βρίσκονται τέμενος αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Αύγουστο και τη θεά Άρτεμη (αρ.23),1 καθώς και το βουλευτήριο-ωδείο (αρ.22). Από το σημείο αυτό ξεκινούσε ένας μικρός δρόμος, o λεγόμενος «Clivus Sacer», που διερχόταν ελαφρώς διαγώνια, για να συναντήσει την οδό Κουρητών, από όπου εξασφαλιζόταν η άμεση πρόσβαση και επικοινωνία με το κάτω τμήμα της ρωμαϊκής πόλης.2
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Το κτήριο είναι παραλληλόγραμμο σε κάτοψη με δύο κύρια τμήματα. Στη νοτιοδυτική γωνία διαμορφωνόταν μια τετράγωνη αυλή. Στα βόρεια αυτής μία μνημειακή οδηγούσε σε 4 –κατά πάσα πιθανότητα– αίθουσες ανεπτυγμένες ανά ζεύγη, η μια πίσω από την άλλη.
2.1. Αυλή
Τα ερείπια του χώρου αυτού συνηγορούν στην αποκατάστασή του ως υπαίθριας αυλής διαστάσεων 13,00x14,50 μ., περιβαλλόμενης από ιωνικό στις τρεις πλευρές της. Ένας αποχετευτικός αγωγός περισυλλογής βρόχινων υδάτων διέτρεχε περιμετρικά την αυλή. Στο κέντρο υπήρχε μια παραλληλόγραμμη θεμελίωση διαστάσεων 2,50x2,10 μ. Πιθανόν επρόκειτο για βάση, όπου θα στεκόταν ένα από τα τρία αγάλματα της Αρτέμιδος Εφεσίας, αντίγραφα των Ρωμαϊκών χρόνων, που βρέθηκαν μέσα στο χώρο.3
2.2. Στοά
Στη βόρεια πλευρά της αυλής, μια κιονοστοιχία λειτουργούσε ως είσοδος για τους πίσω εσωτερικούς χώρους. Η στοά αυτή ήταν , πεντάστυλη με αράβδωτους κίονες, βάθους 7,35 μ. και ύψους 8 μ. Προσέδιδε μνημειακό χαρακτήρα στην όψη του κτηρίου, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στους χώρους στους οποίους εισήγε. και καλύπτονταν με επιγραφές της Αυτοκρατορικής περιόδου, που αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών τόσο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του οικοδομήματος όσο και για δημόσια θέματα της πόλης. Η αρχιτεκτονική της στοάς, αν και ακολουθεί μορφές και αναλογίες της εποχής του Αυγούστου, κάποιες κατασκευαστικές λεπτομέρειες προδίδουν υστερότερη ανοικοδόμηση, που τοποθετείται χρονικά την εποχή των Σεβήρων (τέλος 2ου, αρχές 3ου αι. μ.Χ).4
2.3. Αίθουσες Ι, ΙΙ
Η στοά λειτουργούσε όχι μόνο ως πρόσοψη για τις αίθουσες του οικοδομήματος, αλλά και ως κοινόχρηστος χώρος ανάμεσά τους. Τη δυτική σειρά συνέθεταν δύο αίθουσες (Ι, ΙΙ,), η μια πίσω από την άλλη, παρόμοιας μορφολογίας και ίδιων περίπου διαστάσεων.5 Κάθε αίθουσα είχε έναν αξονικό κίονα, ενώ οι θύρες ήταν ελαφρώς μετοπισμένες από τον κεντρικό άξονα. Στην αίθουσα ΙΙ είναι ευδιάκριτοι τρεις διαφορετικοί τύποι τοιχοποιίας. Στους κατώτερους παρατηρείται ένας τύπος τοιχοποιίας από μεγάλους λαξευμένους λίθους τοποθετημένους κατά το , που πιθανώς να ανήκει στους Ελληνιστικούς χρόνους. Ακολουθεί ακανόνιστη ορθογώνια λιθοδομή από μικρές πέτρες με που θεωρείται μέρος της κατασκευής του κτηρίου κατά την περίοδο του Αυγούστου. Οι ανώτεροι δόμοι ανήκουν στη Βυζαντινή περίοδο.
Όσον αφορά τώρα τη λειτουργία αυτών των δύο αιθουσών, έγιναν κάποιες παρατηρήσεις, που αφορούν όμως μόνο την αίθουσα Ι. Συγκεκριμένα εκφράστηκε η υπόθεση ότι η χωρητικότητα της αίθουσας και η θέση των θυρών είναι κατάλληλες για την υποδοχή 10 ανάκλιντρων μέσα στο χώρο αυτό, που συνεπώς θα μπορούσε να λειτουργεί ως αίθουσα συμποσίων.6
2.4. Αίθουσες ΙΙΙ, IV
Ανατολικά των δύο αιθουσών (Ι, ΙΙ) βρίσκεται το δωμάτιο ΙΙΙ, η πιο επιβλητική διαμόρφωση όλης της σύνθεσης. Πρόκειται για μια μεγάλη αίθουσα διαστάσεων 12,25x13,52 μ., με 4 κίονες τοποθετημένους απέναντι από τις γωνίες. Η πρόσβαση σε αυτή πραγματοποιούνταν από τη στοά μέσω ενός μεγάλου κεντρικού θυραίου ανοίγματος. Δύο μικρότερες πλευρικές είσοδοι στις γωνίες, στη νότια πλευρά, θεωρούνται μεταγενέστερα ανοίγματα στον τοίχο. Στο βόρειο τοίχο της αίθουσας, ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο, υπήρχε ακόμα ένα άνοιγμα που θα πρέπει να οδηγούσε σε άλλη μία αίθουσα (ΙΧ), η οποία καταστράφηκε στη διάρκεια επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο στο συγκρότημα.
Το δάπεδο της αίθουσας ΙΙΙ καλυπτόταν από μαρμάρινες πλάκες, ενώ στο κέντρο ξεχωρίζει μια τετράγωνη θεμελίωση. Οι τοίχοι ήταν είτε από με χρήση κονιάματος ανάμεσα στις πέτρες, δόμηση που τοποθετείται στην εποχή του Αυγούστου, είτε κατασκευασμένοι από δόμους πλίνθων με κονίαμα, προδίδοντας επισκευή της εποχής των Σεβήρων (τέλος 2ου, αρχές 3ου αι. μ.Χ). Στις τέσσερις γωνίες υπήρχαν κίονες σχήματος καρδιάς σε τομή. Εδράζονταν πάνω σε ιωνικές βάσεις με ψηλά βάθρα. Οι κορμοί τους ήταν μονολιθικοί, από γκριζωπό γρανίτη, συνολικού ύψους 6,26 μ. Τα κιονόκρανα ήταν , και ήταν επίσης καρδιόσχημα. Ο μνημειακός χαρακτήρας και το διακοσμητικό ύφος των επιμέρους στοιχείων της αρχιτεκτονικής σύνθεσης προδίδουν τη λατρευτική χρήση της αίθουσας.
Παρατηρείται επίσης η παρουσία δύο χαμηλών παράλληλων πλίνθινων τοίχων, που αναπτύσσονταν ανάμεσα στα βάθρα στην ανατολική και δυτική πλευρά της αίθουσας, πιθανόν πρόκειται για άλλη μια επέμβαση στο οικοδόμημα της εποχής των Σεβήρων ή ακόμα μεταγενέστερη. Οι τοίχοι αυτοί φαίνεται να ακολουθούσαν την κύρτωση των γωνιών στη βόρεια πλευρά. Η παρουσία τους από λειτουργική άποψη είναι αινιγματική. Αναγνωρίστηκαν ως βάσεις εδράνων, αν και παραμένει άγνωστη η ταυτότητα του συνόλου των πολιτών που θα συγκεντρώνονταν στο συγκεκριμένο χώρο.7
3. Χρονολόγηση
Το θέμα της χρονολόγησης του κτηρίου είναι πολυσύνθετο και πολύπλοκο λόγω των πολλών και διαφορετικών οικοδομικών φάσεων που παρουσιάζει. Ήδη κατά περίπτωση έγιναν ενδεικτικές αναφορές και επισημάνεις σε χρονολογικά δεδομένα που προκύπτουν από τη μελέτη των αρχιτεκτονικών λειψάνων.
Το κτήριο παρουσιάζει τέσσερις οικοδομικές φάσεις, που τοποθετούνται χρονικά στην Ελληνιστική περίοδο, στην εποχή του Αυγούστου (τέλος 1ουαι. π.Χ., αρχές 1ου αι. μ.Χ.), στην εποχή των Σεβήρων (τέλος 2ου, αρχές 3ου αι. μ.Χ.) και τέλος στη Βυζαντινή περίοδο. Το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας που διακρίνεται σε κάποια τμήματα της δόμησης δηλώνει την πρωιμότερη οικοδομική φάση του κτηρίου, που ανάγεται στην Ελληνιστική περίοδο, συγκεκριμένα γύρω στον 3ο αι. π.Χ., την περίοδο δηλαδή επανίδρυσης της πόλης από το Λυσίμαχο (α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.). Το μεγαλύτερο μέρος των ερειπίων που σώζονται σήμερα ανήκει στη Ρωμαϊκή εποχή. Πολλά στοιχεία, όπως επιγραφές πάνω σε αρχιτεκτονικά μέλη, κατασκευαστικές λεπτομέρειες καθώς και ευρήματα στο χώρο, μαρτυρούν την ανακατασκευή του κτίσματος στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ., που εντάσσεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Αυγούστου. Ο τύπος των καρδιόσχημων κιόνων της αίθουσας ΙΙΙ, η ποιότητα της πλίνθινης τοιχοποιίας καθώς και οι επιγραφές της στοάς του κτηρίου είναι ενδείξεις μεταγενέστερων επισκευών και επεμβάσεων, που πιστοποιούν ανοικοδόμηση του κτηρίου, με βάση το προϋπάρχον σχέδιο χωρίς μορφολογικές αλλαγές, κατά την εποχή του Σεβήρων, πιο συγκεκριμένα στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ.
Το οικοδόμημα καταστράφηκε οριστικά γύρω στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. Η χρονολογία αυτή είναι απόλυτα τεκμηριωμένη, καθώς το δομικό υλικό του χρησιμοποιήθηκε στην ανοικοδόμηση των θερμών της Σχολαστικίας στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Αρχιτεκτονικά μέλη, όπως δωρικοί κίονες με τα κιονόκρανά τους εντοιχίστηκαν στους τοίχους του ανακαινισμένου συγκροτήματος των λουτρών της πόλης. Επιπλέον μαρμάρινοι ενεπίγραφοι με καταλόγους του συλλόγου των Κουρητών επαναχρησιμοποιήθηκαν στη δόμηση της βόρειας πλευράς του Εμβόλου. Λιγότερο σημαντικές μετασκευές πραγματοποιήθηκαν και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.8
4. Λειτουργία
Από τη στιγμή που τα αρχιτεκτονικά λείψανα του οικοδομήματος ήρθαν στο φως, προτάθηκε η ταύτισή του με το πρυτανείο της πόλης. Προτού εξετάσουμε όμως τα στοιχεία που συνηγορούν σε αυτή λειτουργία του κτηρίου, θα πρέπει να αναλογιστούμε τα κύρια χαρακτηριστικά των πρυτανείων. Πρόκειται για δημόσια κτήρια με αρχιτεκτονικά γνωρίσματα ιδιωτικής οικίας αλλά με μνημειώδη χαρακτήρα. Η θέση τους θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα ή κοντά στην αγορά. Στο εσωτερικό τους βρισκόταν η κοινή εστία της πόλης. Στους χώρους τους φιλοξενούνταν οι επίσημοι προσκεκλημένοι και επισκέπτες της πόλεως, ενώ παράλληλα εκεί γινόταν και η σίτιση των πολιτών εκείνων τους οποίους τιμούσε η πόλη.
Στο παράδειγμα της Εφέσου παρατηρούμε ότι με βάση αρχιτεκτονικά κριτήρια η κάτοψη του κτηρίου συγκεντρώνει τα γενικά χαρακτηριστικά ενός πρυτανείου, δηλαδή την αυλή, τον κύριο λατρευτικό χώρο της Εστίας και το εστιατόριο, που αναγνωρίζονται στις αίθουσες ΙΙΙ και Ι αντίστοιχα, ενώ επιπλέον διέθετε και βοηθητικούς χώρους. Η ποιότητα της κατασκευής είναι εξαιρετική, ανάλογη ενός σημαντικού δημόσιου κτηρίου.9
Η παραπάνω άποψη, ως προς την ταύτιση του κτηρίου με το πρυτανείο της Εφέσου, ενισχύεται και από τις επιγραφικές μαρτυρίες της Αυτοκρατορικής περιόδου. Συγκεκριμένα σε επιγραφές αντλούνται στοιχεία για την τοπογραφική θέση του πρυτανείου.10 Επιπλέον σε πολλές επιγραφές, που βρέθηκαν στο χώρο του κτηρίου γίνεται αναφορά στη λατρεία της Εστίας καθώς και άλλων θεοτήτων, όπως του Απόλλωνα και της Δήμητρας, ενώ σε σφόνδυλους των κιόνων του οικοδομήματος έχουν γραφεί οι κατάλογοι του συλλόγου των Κουρητών, ιερέων της Αρτέμιδος Εφεσίας, ιερουργών και άλλων αξιωματούχων θρησκευτικού χαρακτήρα.11 Συνεπώς τα αρχαιολογικά δεδομένα συνηγορούν στην ταύτιση του κτηρίου με το πρυτανείο της πόλης.
5. Ιστορία της έρευνας και σημερινή κατάσταση
Η συστηματική ανασκαφή του βόρειου τμήματος της δημόσιας αγοράς, ανατολικά από το βουλευτήριο-ωδείο πραγματοποιήθηκε από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και τον αρχαιολόγο Miltner, F., το διάστημα 1955-1958. Μέχρι τότε στη θέση ξεπρόβαλλε μόνο ένας κίονας. Το διάστημα 1956 και 1957 ήρθαν στο φως τα ερείπια του πρυτανείου της πόλης και δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας. Ο σημερινός επισκέπτης διακρίνει στη θέση ελάχιστα ερείπια και αρχιτεκτονικά μέλη του κτηρίου, κυρίως τα θεμέλια, ενώ έχουν γίνει κάποιες αναστηλώσεις κιόνων της κεντρικής αίθουσας ΙΙΙ και έχουν αναστηλωθεί δύο δωρικοί κίονες του προπύλου.12 |
1. Ο χώρος ανάμεσα στο πρυτανείο και στο βουλευτήριο-ωδείο της Εφέσου αποκαλείται Ροδιακό περιστύλιο. Πρόκειται για μια υπαίθρια αυλή διαστάσεων 33x28 μ. με στοές στις τρεις πλευρές της· στο εσωτερικό της φαίνεται να υπήρχε ένας βωμός ή μια αρχιτεκτονική σύνθεση με τη μορφή δύο ναΐσκων. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ο χώρος ήταν άμεσα συνδεδεμένος αρχιτεκτονικά και λειτουργικά με το πρυτανείο, ενώ χρονολογήθηκε στην Ελληνιστική περίοδο. Βλ. Miltner, F., “Ergebnisse der österreichischen Ausgrabungen in Ephesos im Jahre 1956”, AAW 94 (1957), σελ. 23-25· Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 103-104. Οι παραπάνω όμως απόψεις έχουν απορριφθεί· στις πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις της ιστορικής τοπογραφίας της πόλης ο χώρος αποδίδεται σε τέμενος του Αυγούστου και της Αρτέμιδος, που χρονολογείται πριν από το 25 π.Χ. Συνεπώς δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για οικοδομική και λειτουργική συνοχή του ανατολικού Ροδιακού περιστυλίου και των εγκαταστάσεων του πρυτανείου. Βλ. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 51-55· Scherrer, P., Ephesos. Der Neue Führer, 100 Jahre Österreichische Ausgrabungen 1895-1995 (Wien 1995), σελ. 86· Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish D., Urbanism in Western Asia Asia Minor, New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (Journal of Roman Archaeology supplementary Series Number 45, Portmouth 2001), σελ. 70-71, σημ. 59. 2. Στη συμβολή της οδού των Κουρητών με το μικρότερο δρόμο που οδηγεί προς το λεγόμενο Πρυτανείο, βρισκόταν μια αψίδα, από την οποία σώζονται βάθρα, διακοσμημένα με ανάγλυφα στα οποία απεικονίζεται τελετουργική πομπή θυσίας. Από την ανάγλυφη αυτή παράσταση, ο μικρότερος δρόμος αποκαλείται στη σύγχρονη έρευνα Clivus Sacer. Keil, J., Ephesos, Ein Fuhrer durch die Ruinnenstatte und ihre Geschichte (Wien 1964)· Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 98-99. 3. Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 98-99· Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus, 100 Years of Austrian Research (Vienna 1996), σελ. 70. 4. Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 100-101· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 43 (1956-1958), σελ. 27-39. 5. Η πρώτη (αίθουσα Ι) είχε διαστάσεις 6,65x8,35 μ., ενώ η δεύτερη (αίθουσα ΙΙ), αν και έχει το ίδιο πλάτος, ήταν μεγαλύτερη σε μήκος (8,73 μ.). 6. Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978) σελ. 100, 105-106. 7. Η άποψη ότι πιθανώς να αποτελούσε χώρο συνάθροισης της βουλής έχει αμφισβητηθεί· είναι επίσης αναπόδεικτη κάθε σύνδεση ανάμεσα στη λειτουργία του πρυτανείου με το εκτελεστικό σώμα της βουλής κατά την Αρχαιότητα. Miltner, F., “Ergebnisse der österreichischen Ausgrabungen in Ephesos im Jahre 1956”, AAW 94 (1957), σελ. 23-25· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 43 (1956-1958), σελ. 27-39· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 289-310· Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 101-103, σημ. 16. 8. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 51-55· Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 104-107· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 305-307· Eichler, F., “Die österreichischen Ausgrabungen in Ephesos im Jahre 1960”, AAW 98 (1961), σελ. 68· Eichler, F., “Die österreichischen Ausgrabungen in Ephesos im Jahre 1961”, AAW 99 (1962), σελ. 38-41· Eichler, F., “Die österreichischen Ausgrabungen in Ephesos im Jahre 1962”, AAW 100 (1963), σελ. 46· Eichler, F., “Die österreichischen Ausgrabungen in Ephesos im Jahre 1963”, AAW 101 (1964), σελ. 40· Scherrer, P., Ephesos, Der Neue Führer, 100 Jahre Österreichische Ausgrabungen 1895-1995 (Wien 1995), σελ. 86-88· Wiplinger, G. – Wlach G., Ephesus, 100 Years of Austrian Research (Vienna 1996), σελ. 70. 9. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 51-55· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 43 (1956-1958), σελ. 27-39· Miltner, F., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, ÖJh 44 (1959), σελ. 289-310· Miller, S.G., The Prytaneion. Its Function and Architectural Form (London 1978), σελ. 107-109· Keil, J., “Kulte im Prytaneion von Ephesos”, AS (1939), σελ. 119-128· Merkelbach, R., “Der Kult der Hestia im Prytaneion der griechischen Städte”, ZPE 37 (1980), σελ. 77-92· Erdemgil, S., Ephesus (Istanbul 1987), σελ. 25-26. 10. Meriç, R. – Merkelbach, R. – Nollé, J. – Şahin, S., Die Inschriften von Ephesos, teil VII.1 (Nr. 3001-3500) (Bonn 1981), αρ. 3071, σελ. 72-74. 11. Για τους καταλόγους του συλλόγου των Κουρητών βλ. Engelmann, H. – Knibbe, D. – Merkelbach, R., Die Inschriften von Ephesos (teil IV, Nr. 1001-1446) (Bonn 1980), αρ. 1001-1080b, σελ. 1-57. 12. Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus, 100 Year of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996), σελ. 70. |