1. Για τα θέματα που αφορούν τη διοικητική οργάνωση του ρωμαϊκού κράτους υπάρχει μεγάλος αριθμός μελετών. Ο αναγνώστης μπορεί να βρει μια καλή εισαγωγή στο βιβλίο των Garnsev, P. – Saller, R., The Roman Empire. Economy, society and culture (London 1987). 2. Η πρωιμότερη σχετική μαρτυρία ανήκει στο έτος 79 μ.Χ. και προέρχεται από τη Φρυγία όπου σε αναθηματική επιγραφή μνημονεύεται ο «ειρηνοφύλαξ της επαρχίας» Τίτος Φλάβιος Ήλιος, απελεύθερος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, βλ. Drew-Bear,T. – Naour, C., "Divinites de Phrygie", ΑΝRW II 18. 3 (1987), σελ. 1967-1979. Ο Ήλιος ως αυτοκρατορικός απελεύθερος ήταν αξιωματούχος των αυτοκρατορικών υπηρεσιών και όχι μιας πόλης. Στη συνέχεια παρατηρείται μια διαδικασία αποκέντρωσης με αποτέλεσμα η ειρηναρχία να ενταχθεί στο θεσμικό πλαίσιο των αυτοδιοικούμενων πόλεων. Ήδη στον ύστερο 1ο ή πρώιμο 2ο αι. μ.Χ. χρονολογείται μια επιγραφή από τα Μικρά Κίβυρα της Τραχείας Κιλικίας η οποία μνημονεύει τον Αρτεμίδωρο που είχε αναλάβει τη διαφύλαξη της ειρήνης στην υπαίθρια περιοχή γύρω από ένα βωμό του Ηρακλή. Βλ. Bean, G.E. – Mitford, T.B., Journeys in Rough Cilicia, 1964-1968 (Wien 1970), σελ. 61. Πάντως το 116-117 μ.Χ. το ειρηναρχικό αξίωμα στη Σεβαστόπολη της Καρίας υπήρχε ήδη για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να συστηματοποιηθεί μια δέσμη αντίστοιχων προνομίων και διακρίσεων που αποδίδονταν σε επιφανείς πολίτες χωρίς οι ίδιοι να αναλαμβάνουν το αξίωμα, βλ. σχετικά Robert, L., Etudes Anatoliennes (Paris 1937), σελ. 339. 3. Στις επιγραφές από τις πόλεις της Μικράς Ασίας εναλλάσσονται οι όροι «ειρηνάρχης» και «ειρήναρχος». Τα νομικά κείμενα χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο με τη λατινική του απόδοση «irenarcha». Ωστόσο, οι αττικιστές συγγραφείς όπως ο Αίλιος Αριστείδης και ο Λιβάνιος προτιμούν τους όρους «ειρηνοφύλαξ», «ειρήνης φύλαξ» και «προστάς της ειρήνης». Βλ σχετικά Aelius Aristides, The complete works 2 (επιμ.) Behr, C.A. (Leiden 1981), σελ. 124 και Jones, A.H.M., The Later Roman Empire II (Oxford 1964), σελ. 1298, σημ. 29. 4. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νομομαθής Αρκάδιος Χαρίσιος που έζησε την εποχή του Διοκλητιανού θεωρεί πως οι ειρήναρχοι προΐστανται της δημόσιας πειθαρχίας και της θεραπείας των ηθών (βλ. Πανδέκτες L.IV. 18.7.... disciplinae publicae et corrigendis moribus praeficiuntur.....). 5. Βλ. Aelius Aristides 50.72. κ.ε. Ο Αριστείδης, αν και δεν περιλαμβανόταν το όνομά του στον κατάλογο υποψηφίων που είχε υποβάλει η ιδιαίτερη πατρίδα του Αδριανού Θήραι, επιλέχθηκε από τον ανθύπατο Σεβήρο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα του ειρηνάρχου. Την υποχρέωση αυτή προσπάθησε να αποφύγει με τη μεσολάβηση ισχυρών φίλων. Πάντως στο σημείο αυτό χρειάζεται να επισημανθεί πως υπήρχε η δυνατότητα το ειρηναρχικό αξίωμα να αναλαμβάνεται συγχρόνως από περισσότερα του ενός πρόσωπα. Αυτό άλλωστε υποδεικνύουν οι επιγραφές εκείνες που επισημαίνουν ότι κάποιος διατέλεσε «ειρήναρχος μόνος». Τέτοιες περιπτώσεις είναι γνωστές από τη Μίλητο (I. Didyma 333) και την Έφεσο (I. Eph. 30388, 3091, 3071). Επιπλέον επισημαίνεται και η δυνατότητα καθορισμού συγκεκριμένων περιοχών δικαιοδοσίας όπως μαρτυρεί η επιγραφή από τα Μικρά Κίβυρα που σχολιάστηκε στην υποσημ. 2 αλλά και μια επιγραφή από την Τερμησσό της Παμφυλίας (Τ.Α.Μ. 1.104 = SEG VI,31) που μνημονεύει κάποιον «ειρηνάρχη των άνω κωμών καί του δρυμού». Αυτός ο καταμερισμός καθηκόντων ίσως επιβαλλόταν από την εκτεταμένη υπαίθρια επικράτεια μιας πόλης ή από τη γειτνίαση της με περιοχές που δεν ελέγχονταν επαρκώς από το ρωμαϊκό κράτος και κατοικούνταν από φυλετικές ομάδες για τις οποίες η ληστεία συνιστούσε ένα αποδεκτό και πατροπαράδοτο τρόπο απόκτησης αγαθών και ζωής γενικά. (Βλ. και την υποσημ. 11). 6. Ο Αίλιος Αριστείδης επισημαίνει ότι η διαδικασία στην οποία αναφέρεται ίσχυε «κατ' εκείνους τους χρόνους». Ο διορισμός του από τον ανθύπατο Σεβήρο έλαβε χώρα το 153 μ.Χ., ενώ το κείμενο στο οποίο μνημονεύει το σχετικό επεισόδιο συντέθηκε το 171 μ.Χ., βλ. σχετικά Behr, C.A., Aelius Aristides and the Sacred tales (Amsterdam1968), σελ. 88, σημ. 69 και σελ. 109 -110. Είναι φανερό ότι την εποχή συγγραφής του έργου η διαδικασία επιλογής των ειρηνάρχων είχε σε κάποια σημεία μεταβληθεί. 7. Βλ. σχετικά Codex Theodosianus VIII. 7.21 και Codex Justinianus Χ. 77[75]. 8. Τα καθήκοντα αυτά των ειρηνάρχων εκτίθενται στους Πανδέκτες XI,VIII. III. 6. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ειρήναρχοι, αν και αξιωματούχοι των αυτοδιοικούμενων πόλεων, στην πράξη λειτουργούν ως όργανα του κρατικού μηχανισμού σε εκείνες τις πλευρές του που αφορούν την τήρηση της τάξης και την απονομή της δικαιοσύνης. (Βλ. και υποσημ. 12). 9. Στα τοιχώματα ενός σπηλαίου του όρους Hissar-Dag της νότιας Πισιδίας έχουν διαβαστεί επιγραφές με ονόματα ειρηνάρχων, οι οποίοι συνοδεύονται από διωγμίτες, βλ. σχετικά SEG VI 684-714. Πρβ. Robert, L., "Etudes Epigraphiques", BCΗ 52 (1928), σελ. 407-409. «Διωγμίτες» ως υφιστάμενοι των ειρηνάρχων παρουσιάζονται και σε μαρτύρια αγίων (βλ. υποσημ. 12). Στην Αντιόχεια της Συρίας οι υφιστάμενοι των ειρηνάρχων ονομάζονταν «Κορυνηφόροι» (Λιβάν. 48.9), ήταν δηλαδή ροπαλοφόροι άνδρες. Για τους διωγμίτες βλ. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950). 10. Η παρουσία ειρηνάρχων στο Hissar-Dag ερμηνεύεται στα πλαίσια της διενέργειας περιπολιών ή της καταδίωξης ληστών, βλ. Robert, L., Etudes Anatoliennes (Paris 1937), σελ. 339. Επιπλέον στα μαρτύρια των αγίων (βλ. υποσημ. 12) η σύλληψη των χριστιανών από τους ειρηνάρχους πραγματοποιείται στην ύπαιθρο. 11. Η ληστεία της υπαίθρου ήταν ενδημική σε όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορικής περιόδου ακόμη και σε περιοχές που από παλιά είχαν ενταχθεί στο Ιmperium Romanorum. Βλ. σχετικά Shaw, B.D., "Bandits in the Roman Empire", Past and Present 105 (1984), σελ. 3-52. Χρήσιμα στοιχεία για το φαινόμενο της ληστείας παραθέτει ο Mc Mullen, R., Enemies of the Roman Order (Oxford 1966), σελ. 255-256 και 261-266. 12. Βλ. Μαρτύριο Πολυκάρπου III-VIII, Μαρτύριο Νέστορος και Μαρτύριο Κόνωνος Ι-II. Η πιο πρόσφατη έκδοση των κειμένων αυτών είναι του Musurillo, H., Acts of the Christians Martyrs (Oxford 1972). Στην περίπτωση του Πολυκάρπου ο ειρήναρχος κινητοποιήθηκε για τη σύλληψη του επισκόπου της Σμύρνης ύστερα από καταγγελίες των πολιτών της. Αντίθετα στην περίπτωση του Κόνωνος και του Νέστορος έλαβε σχετική εντολή από το Ρωμαίο επαρχιακό διοικητή, γεγονός που επιβεβαιώνει την εκ των πραγμάτων ένταξη των ειρηνάρχων στον κρατικό μηχανισμό (βλ. υποσημ. 8). 13. Ο χαρακτήρας των μαρτυριών για τους ειρηνάρχους (τιμητικές επιγραφές, νομικά και λογοτεχνικά κείμενα) δεν μας επιτρέπει να διεισδύσουμε με λεπτομέρειες στο εύρος των ζητημάτων που αντιμετώπιζαν. Το υλικό όμως των παπύρων της Αιγύπτου μάς πληροφορεί ότι οι εκεί ειρήναρχοι, πέρα από την παραπομπή των καταζητούμενων σε μια ανώτερη αρχή (βλ. Ρ. Oxy. 2107) ασχολούνταν και με την επιστροφή κλαπέντων αγαθών (βλ. Ρ. Stras n. 5), καθώς και με βιαιοπραγίες σε βάρος ιδιωτών (βλ. SΒ9105 και Ρ. Col. 242), Τίποτα δεν αποκλείει το ίδιο να συνέβαινε και στη Μικρά Ασία. 14. Μεταξύ του 396 και 398 οι ειρήναρχοι σε συνεργασία με άλλους άρχοντες στη Γάζα της Παλαιστίνης παρενέβησαν σε συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και ειδωλολατρών. Βλ. σχετικά Gregoire, H. – Kugener, A.M., La vie de Porphyre, évêque de Gaza (Paris 1930), σελ. 22-25. 15. Ένα βαρίδιο της Αυτοκρατορικής περιόδου από την πόλη αυτή φέρει στον εμπροσθότυπό του την επιγραφή «λείτρα» και στον οπισθότυπο την επιγραφή: Άιμ[ίλιου] Σεν[ρώνιου] Φρόντωνος ειρηνάρχου Κολοφωνίων μετά τω[ι]ν συναρχό[ντων], βλ. SEG XLII 1038. Είναι σαφές πως στην περίπτωση αυτή ο ειρήναρχος πιστοποιεί το βάρος των σταθμών που χρησιμοποιούνταν στις εμπορικές συναλλαγές στην αγορά της πόλης. Ενδεχόμενη έλλειψη καλής πίστης σε αυτές θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει στη διασάλευση της δημόσιας πειθαρχίας. 16. Στις πηγές τεκμηριώνεται ότι συχνά ανέκυπταν τέτοιου είδους προβλήματα αν και δεν αποσαφηνίζεται ο ακριβής τους χαρακτήρας. Έτσι ο νομομαθής Μαρκιανός (Πανδέκτες XLVIII.III.6) αναφέρει πως ο αυτοκράτορας Αδριανός επεσήμαινε ότι οι ειρήναρχοι δε συνέτασσαν με καλή πίστη τα υπομνήματά τους. Γι' αυτό άλλωστε καλούνταν οι ίδιοι στα δικαστήρια προκειμένου να ελεγχθεί η ακρίβεια των ισχυρισμών τους. Μάλιστα ο Μαρκιανός συνιστά να τιμωρούνται όσοι ειρήναρχοι έχουν ενεργήσει με δόλο ή κακοβουλία. 17. Οι σχετικές επιγραφικές μαρτυρίες είναι πολυάριθμες. Βλ ενδεικτικά IGRR III 203 (Άγκυρα), SEG XXXIV 1107 (Έφεσος) IGRR III 226 (Πεσσινούς), IGRR IV 658 (Ακμονία), IGRR IV 785 (Απάμεια), SEG XXXV 1365 (Αιζανοί), ΜΑΜΑ VIII 520 (Αφροδισίας). 18. Το ειρηναρχικό αξίωμα απαντά σε πολυάριθμες πόλεις της Επαρχίας της Ασίας, της Τραχείας Κιλικίας, της Πισιδίας, της Παμφυλίας και της Γαλατίας. Αναμφισβήτητα σε συνοριακές περιοχές όπως η Καππαδοκία οι ισχυρές στρατιωτικές μονάδες ασκούσαν και καθήκοντα αστυνόμευσης. Άλλωστε μείζονα προβλήματα ασφαλείας όπως γενικευμένες εξεγέρσεις απαιτούσαν πάντα την επέμβαση του στρατού. Βλ. σχετικά Shaw, B.D.,"Bandits in the Roman Empire", Past and Present 105 (1984), σελ. 18-19. 19. Για τους παραφύλακες βλ. Jones, A.H.M., The Greek City from Alexander to Justinian (Oxford 1940), σελ. 212 και Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950), σελ. 1515, σημ. 47. Βλ. επίσης Robert, L., Études Anatoliennes (Paris 1937), σελ. 91-104. 20. Βλ. Woolf, G., "Roman Piece" στο Rich, J. – Shipley, G. (επιμ.), War and Society in the Roman world (London – New York 1993), σελ. 171- 194. Για τη διαμόρφωση του λόγου περί ειρήνης και την προσπάθεια των αυτοκρατόρων να ταυτιστούν με αυτόν βλ. Weinstock, S., "Pax and the 'Ara Pacis'", JRS 50 (1960), σελ. 44-48. Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως οι λόγιοι της Αυτοκρατορικής εποχής θεωρούσαν την απουσία ληστρικών επιθέσεων και βιαιοπραγιών ως θεμελιώδες στοιχείο της Pax Romana. Βλ. Φίλων, Legatio at Gaii 146-147 και Επίκτητος III. 13.9 και III. 22. 55. Ο Ιουδαίος Φίλων μάλιστα αποδίδει στον Αύγουστο τον τίτλο του ειρηνοφύλακα. |